ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μεγάλη απογοήτευση, η πρόσφατη επίσκεψή μου στη Θράκη και η επαφή μου με την «Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Δήμου Αλεξανδρούπολης». Ενα ταξίδι – χάσιμο χρόνου η ιστορία του οποίου παρουσιάζει έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον.

Πριν από ενάμιση χρόνο δέχθηκα τηλεφώνημα από υπάλληλο της «Επιχείρησης Πολιτιστικής Ανάπτυξης Δήμου Αλεξανδρούπολης», η οποία μου ανακοίνωσε ότι ο Δήμος και ο οργανισμός προκηρύσσουν διαγωνισμό ιστορικού μυθιστορήματος με θέμα την ενιαία ιστορική Θράκη και μου πρότεινε να πάρω μέρος στην Επιτροπή Βράβευσης. H συμμετοχή δύο εκλεκτών πεζογράφων στα μέλη της, με έπεισε να απαντήσω αμέσως θετικά. O ενάμισης χρόνος κύλησε (ως συνήθως) γρήγορα και, αφού έλαβα τα υποψήφια προς βράβευσιν κείμενα, δέχτηκα τον περασμένο μήνα μια ακόμα πρόταση: Να επισκεφτώ μαζί με την υπόλοιπη Επιτροπή την πόλη, προκειμένου να αποφασίσουμε εκεί σε ποια από τα τέσσερα (4) υποψήφια μυθιστορήματα θα απονείμουμε τα τρία (3) βραβεία που αθλοθέτησε η «Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης».

Η κατάσταση παρουσιαζόταν αρκετά παράδοξη. Τρία μέλη Επιτροπής που μένουν στην Αθήνα, τα οποία συχνά συναντώνται σε κάθε είδους αθηναϊκές εκδηλώσεις, έπρεπε να κάνουν ένα ταξίδι τριών τετάρτων με το αεροπλάνο και να διανυκτερεύσουν στη Βορειοανατολική Ελλάδα, για να αποφασίσουν κάτι που μπορούσαν να το κάνουν πολύ πιο άνετα για τα ίδια και πολύ πιο οικονομικά για την «Επιχείρηση», χωρίς καθόλου να μετακινηθούν.

Αν και βυθισμένη στη δίνη επαγγελματικών εργασιών και οικογενειακών υποχρεώσεων, δέχτηκα να πάω στην Αλεξανδρούπολη με την εξής σκέψη: «Σε τίμησαν προτείνοντάς σου να μπεις στην Επιτροπή του διαγωνισμού που οργάνωσαν. Εσύ θα πρέπει τώρα να τους τιμήσεις πηγαίνοντας στην πόλη τους εφ’ όσον σου το ζητούν. Θα πρόκειται», συνέχισα να σκέφτομαι, «προφανώς για κάποια πρόσκληση γνωριμίας του τόπου και της πνευματικής του ζωής».

Με αυτές τις σκέψεις και τις προσδοκίες έφτασα στην Αλεξανδρούπολη το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 5 μ.μ. Συναντήθηκα με τον διοργανωτή, τη βοηθό του και ένα ακόμα μέλος της Επιτροπής στις 9 μ.μ. στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Λίγο αργότερα βρεθήκαμε σε ένα συμπαθητικό εστιατόριο περνώντας τη βραδιά με φρέσκο ψάρι, δυνατό τσίπουρο και πολλή συζήτηση. Ευτυχώς που τα δύο φιλοξενούμενα μέλη της Επιτροπής ζητήσαμε την έξοδο αυτή, γιατί το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε φαγητό στο ξενοδοχείο.

Στις 11.30 το επόμενο πρωί, συναντηθήκαμε και πάλι στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, και μέσα σε ένα τέταρτο η συνεδρίαση είχε, φυσικά, τελειώσει. Σε όλα συμφωνήσαμε, διοργανωτής και τριμελής Επιτροπή, η δε πλειοψηφία και η μειοψηφία με την οποία λήφθηκε η σχετική απόφαση δεν ήταν παρά ένας τρόπος να χειριστούμε το πρόβλημα της ελάχιστης συμμετοχής υποψηφίων. Τώρα φτάνουμε, νόμισα η αφελής, στην ουσία του ταξιδιού. Τις υπόλοιπες τέσσερις ώρες που απομένουν μέχρι να πάμε στο αεροδρόμιο, θα δείξουν οι υπεύθυνοι τα έργα και τους συνεργάτες της πολιτιστικής «Επιχείρησης», κι ακόμα κάτι από τον τόπο τους έτσι ώστε να νιώσω την αύρα της καινούργιας πόλης που κτίστηκε πάνω στο ιστορικό Δεδέαγατς.

Καθώς μια ώρα αργότερα, καθισμένοι ακόμα στη ρεσεψιόν, κανένας δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση για οτιδήποτε, αποφάσισα να απομακρυνθώ. Ανακάλυψα έτσι το κοντινό, ωραιότατο λιμάνι της πόλης – τον χώρο όπου επικρατεί το γαλάζιο και η σκουριά, κι αυτή η βαθιά μελαγχολία την οποία υπογραμμίζουν το πέταγμα και το κρώξιμο χιλιάδων γλάρων. Θαύμασα τα παλιά εμπορικά του κτίρια και κατόπιν περπάτησα στους καλοσχεδιασμένους φαρδείς δρόμους της μεσημεριανής ερημικής πόλης.

«Δεν πολυαγαπάτε την πόλη σας εφ’ όσον δεν την δείχνετε», είπα αργότερα στους υπευθύνους. «Και εν πάση περιπτώσει ποιο ήταν το νόημα αυτής της επίσκεψης, όταν η πραγματική δουλειά που είχαμε να κάνουμε δεν ήταν πάνω από πέντε λεπτά. Μπορούσα να σας πω την άποψή μου από το τηλέφωνο και να σας την υπογράψω ταχυδρομικώς».

«Το πρόγραμμα προέβλεπε μόνο τη λήψη απόφασης για τα λογοτεχνικά βραβεία», μου απάντησαν (λες και είχαμε τσακιστεί στη δουλειά). «Σε άλλο ταξίδι θα μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα πρόγραμμα πολιτιστικής γνωριμίας», προσέθεσαν (λες και είχα προβάλει στον Αμερικανό του γνωστού ανέκδοτου την απαίτηση να περπατά και ταυτοχρόνως να μασά).

Συνεχίζοντας έτσι με τους φίλους πεζογράφους τις πάντοτε ενδιαφέρουσες αθηναϊκές μας κουβέντες, στις 5 μ.μ. πήρα το αεροπλάνο και εγκατέλειψα την Αλεξανδρούπολη – αφού βεβαίως προηγουμένως αρνήθηκα να ξαναταξιδέψω «με πρόγραμμα την τελετή απονομής», επίσκεψη η οποία προφανώς θα σήμαινε την εκ νέου αναβολή γνωριμίας με τον πολιτισμό του τόπου, για κάποιο επόμενο, τρίτο ή τέταρτο, ποιος ξέρει, ταξίδι.

Με την επισήμανση για κάποιες απλουστεύσεις, τονίζουμε ότι η όλη εργασία της κ. Μπάλτα δίνει από την αρχή μέχρι το τέλος την εντύπωση ενός μεστού έργου. Είναι δε αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι της εποχής προσλάμβαναν το παρελθόν τους κι όσα σύγχρονα συνέβαιναν γύρω τους. Η άμεση αυτή πρόσληψη αποκαλύπτει σε μας μια εικόνα των πραγμάτων αρκετά διαφορετική από τη συνήθως εμφανιζόμενη και μάλιστα για μια περίοδο καίριων για τη εξέλιξη των πραγμάτων διεργασιών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή