«Σιωπηρή προπαγάνδα»: η κρυφή γοητεία της επικοινωνίας

«Σιωπηρή προπαγάνδα»: η κρυφή γοητεία της επικοινωνίας

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιγνάσιο Ραμονέ: «Σιωπηρή προπαγάνδα. Μάζες, τηλεόραση, κινηματογράφος». Μετάφραση: Βάλια Καϊμάκη. Εκδόσεις «Πόλις», 2001, σελ. 257.

«Τι άλλαξε όσον αφορά τη χειραγώγηση των μαζών τα τελευταία, ας πούμε, είκοσι χρόνια; Δύο πράγματα κυρίως: η έκρηξη του Διαδικτύου και η νέα αμερικανική πολιτιστική επίθεση». Το παράθεμα αυτό από τη «Σιωπηρή προπαγάνδα» θα μπορούσε να προσδιορίσει επιγραμματικά τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το κείμενο του Ιγνάσιο Ραμονέ. Αν λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για τον διευθυντή της «Monde Diplomatique» αντιλαμβανόμαστε το ιδιαίτερο βάρος αυτής της διατύπωσης, που αποτελεί παρέμβαση ενός ανθρώπου της δημοσιογραφίας στα πράγματα του χώρου του.

Συνεχίζοντας μια σειρά ανάλογων δημοσιεύσεων, ο συγγραφέας επιχειρεί να αποφενακίσει τις λανθάνουσες όσο και σαγηνευτικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι υπερατλαντικές κυρίως βιομηχανίες της επικοινωνίας και του θεάματος προκειμένου να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη εδραιώνοντας την κυριαρχία της αμερικανικής ιδεολογίας και κουλτούρας. Εξετάζει το πώς η παραγωγή πολιτιστικών προϊόντων, όπως οι κινηματογραφικές ταινίες και τα τηλεοπτικά σίριαλ, επηρεάζονται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και το αμερικανογενές Διαδίκτυο – που φαίνεται πως, εκτός από κόμβους, αποτελείται και από άφθονους βρόχους που μας περισφίγγουν απειλητικά. Εν τέλει, η αφθονία της ροής των πληροφοριών εξασφαλίζει σήμερα τη συνεχή παρουσία των παραπλανητικά απαστραπτουσών εικόνων ενός κόσμου πλασματικού. Οι εικόνες αυτές -συνεχείς, επαναλαμβανόμενες, προσεκτικά σχεδιασμένες- αποβλέπουν ουσιαστικά στον πολιτισμικό μας ανδραποδισμό.

Ο Ραμονέ, χωρίς να περιορίζεται στο επίπεδο του περιεχομένου, αποδύεται σε αναλύσεις μορφολογικού τύπου. Μιλάει για τον καταλυτικό ρόλο των διαφημίσεων στη διάδοση ενός εξαμερικανισμένου modus vivendi, αλλά και για τη λαθραία προπαγάνδιση προϊόντων και ιδεών μέσω του χολιγουντιανού κινηματογράφου. Εξετάζει επιπλέον το πώς οι διαφημίσεις ασκούν επιρροή όχι μόνο -ούτε ίσως κυρίως- μέσω των μηνυμάτων τους, αλλά και χάρη στη ρητορική τους: γρήγορα, στυλιζαρισμένα πλάνα που εθίζουν τους θεατές σε ένα εξειδικευμένο οπτικοακουστικό λεξιλόγιο που τους αποξενώνει από άλλες εκδοχές καλλιτεχνικής έκφρασης. H όσμωση μεταξύ των κυκλωμάτων της διαφήμισης και της παραγωγής προϊόντων πολιτισμού είναι τόση, που αναπόφευκτα τα τελευταία μοιάζουν με ταπεινά υποπροϊόντα που εξαρτούν την ύπαρξη και τη μορφή τους από τις επιταγές της διαφημιστικής βιομηχανίας.

Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση μεγιστοποιεί τις απαιτήσεις εμπορικού κέρδους, αλλά και παρέχει τα μέσα για τη συστηματική διερεύνηση των τάσεων της μεγάλης μάζας των θεατών, επιβάλλοντας στους μεν δημιουργούς τη μονοδρόμηση των αφηγηματικών προτύπων και των ποιητικών τους ιδεών, στο δε κοινό τη δόλια καθοδήγηση των προτιμήσεών του. Ετσι, παρατηρεί ο Ραμονέ, οι ταινίες τρόμου και «καταστροφής», που γνώρισαν άνθηση τις δεκαετίες του ’30 και του ’70, αποτέλεσαν μια προσπάθεια εξορκισμού, μέσω της καθ’ υπερβολήν αναπαράστασης, του άγχους των ανθρώπων σε εποχές κρίσης και έντονης αβεβαιότητας. Από την άλλη, τηλεοπτικές σειρές υψηλής παγκόσμιας θεαματικότητας, όπως ο «Κότζακ» και ο «Κολόμπο», λειτούργησαν μάλλον κατευναστικά παρουσιάζοντας χαρακτήρες στα πρότυπα του μέσου όρου, που δρουν σε ένα μανιχαϊστικό σύμπαν χωρίς προβληματισμούς όπου το εξασφαλισμένο αίσιο τέλος δημιουργεί παρήγορες ψευδαισθήσεις. Προχωρώντας στην οπτική με την οποία η αμερικανική κινηματογραφία και τηλεόραση προέβαλαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο συγγραφέας καταδεικνύει τον μιλιταριστικό, ρατσιστικό και εν γένει μονόπλευρο χαρακτήρα της, δίχως να διστάζει να αναθεωρήσει καθιερωμένες αντιλήψεις για ταινίες – μύθους όπως το «Αποκάλυψη τώρα» ή αναφορικά με όσα κατά καιρούς ελέχθησαν για το ρόλο της τηλεόρασης στον πόλεμο εκείνο.

Στη συνέχεια, αναλύονται τα κεκαλυμμένα πολιτικά συνυποδηλούμενα ταινιών άλλων κατηγοριών, όπως: γουέστερν, σπαγγέτι γουέστερν, πολεμικές κωμωδίες, στρατευμένος κινηματογράφος. Ετσι γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στη συμβολή των γαλλικών πολεμικών κωμωδιών της δεκαετίας του ’60 στη λήθη των φρικαλεοτήτων του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εν όψει της επιχειρούμενης τότε γαλλογερμανικής προσέγγισης. Στα τελευταία αυτά κεφάλαια θα έλεγε κανείς ότι ο συγγραφέας εκτρέπεται προς την αποτίμηση της πολιτικής διάστασης μιας σειράς ταινιών, εστιάζοντας κάπως περισσότερο στα μεμονωμένα δέντρα παρά στο δάσος, αίσθηση που ενισχύεται από την απουσία ενός επιλογικού κεφαλαίου όπου θα επιχειρείτο κάποιο είδος συνθετικής ανακεφαλαίωσης. Μια καλόπιστη ερμηνεία θα ήταν ότι ο Ραμονέ αρνείται να μας παράσχει μασημένη τροφή και αφήνει τα συμπεράσματα σε μας, συνεπής με τις ιδέες του και αρνούμενος να συναινέσει στην πλανητική χαύνωση που επιχειρείται. Δεν επιδιώκει επίσης να προτείνει λύσεις και διεξόδους, γνωρίζοντας ίσως πως θα κινδύνευε να περιπέσει στο ατόπημα της ηθικολογίας και της ανούσιας νουθεσίας.

Σε κάθε περίπτωση, η «Σιωπηρή προπαγάνδα» αποτελεί μύηση σε έναν τρόπο ανάλυσης των μηνυμάτων που δεχόμαστε από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, κάνοντάς μας περισσότερο φιλύποπτους και προκαλώντας μας να εγκαταλείψουμε αρκετές από τις παραμυθητικές μας πλάνες. Το κείμενο, εύστοχα μεταφρασμένο από τη Βάλια Καϊμάκη, σπάνια επιτρέπει να υποψιαστούμε τη γαλλική σύνταξη του πρωτοτύπου και γενικά κατορθώνει να συντονιστεί με την ουσία του βιβλίου που αποτελεί πρόταση μιας σκέψης στους αντίποδες της τυραννίας των μαζών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή