O Διόνυσος – Χριστός στη θεολογία του Σικελιανού

O Διόνυσος – Χριστός στη θεολογία του Σικελιανού

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο έργο των σοφών, και στων ποιητών το έργο, τα ερωτήματα μας ενδιαφέρουν πρωτίστως (δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο τίθενται), και όχι οι απαντήσεις που ενδεχομένως δίνονται. Στο ερώτημα «Ρομπότ ή Ποιητής;», λοιπόν, όπως το έθεσε ο Αγγελος Σικελιανός, το ζητούμενο δεν είναι να στρατευτούμε με τη μια ή την άλλη «παράταξη», από τη μια ή την άλλη πλευρά του διαζευκτικού, αλλά να συμφωνήσουμε ότι το ερώτημα ίσχυε στον καιρό του Σικελιανού, άρα δεν ήταν μια υπερβολή της αισθηματολογούσας ρητορείας, και να αναρωτηθούμε, με τη σειρά μας, αν έχει -και πόση- ισχύ στις δικές μας ημέρες, αν δηλαδή ο προ πολλού κεκτημένος αυτοματισμός της γραφής (πράγμα εντελώς διάφορο από την κάποτε ονομασθείσα «αυτόματη γραφή») παράγει αναρίθμητα ομοιώματα ενός άμετρου λόγου που όχι μόνο αυτοδηλώνεται σαν ποίηση, αλλά πλέον εισπράττεται και σαν η μόνη «κανονική» εκδοχή ποίησης. Για να εννοήσουμε το δίλημμα στην κυριολεξία του, θα πρέπει βέβαια να προσδιορίσουμε ποιος ακριβώς τύπος ποιητή κατοικεί στον νου του Σικελιανού (ή στην επικράτεια της επιθυμίας του), δηλαδή από ποιον τύπο ποιητή παραδειγματίζεται ο ίδιος, ποιον επιζητεί να εκπληρώσει.

«Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη»

«Ο Ποιητής, ο Στοχαστής, ο Μυστικός» – αυτό είναι το ρητό ίνδαλμά του. O ίδιος, στο έργο του, πραγματώνει και τις τρεις ιδιότητες, αχώριστα και ισότιμα, γιατί η τριάδα του εγκαθιδρύεται με το ειδοποιό γνώρισμα της αγίας εκείνης. Ενα μικρό, ελάχιστο δείγμα αυτής της τριαδικής «εφαρμογής», πιθανότατα ευλόγως σκιασμένο από τα διασημότερα ποιητικά συνθέματά του, είναι το ποίημα «Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη» (Νέκυια B’ [1930-1945], τόμος E’ του «Λυρικού Βίου»). Από τους 79 στίχους του ποιήματος, που ο τίτλος του προδιαγράφει το ελυτικό «…μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», παραθέτω τους «κεντρικούς»:

«Και τότε το φιδίσιο μονοπάτι /που απ’ το ξωκλήσι τ’ ‘Αι-Νικόλα /κατέβαινε του λιμανιού ώσμε κάτου την ταβέρνα / που μέσα της ακόμα, νυχτωμένο / εκάπνιζε θαμπό ένα φως, τον ετραβούσε κιόλας / εκεί που, το ποτήρι του κρασιού κρατώντας, / σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της αμπέλου, / – της μιας Αμπέλου που πλατιά ‘ναι και μεγάλη / μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της – / θέ νά ‘μπαινε στη ζέστα μέσα του Μυστήριου του ζωντανού, / κι ο Διονυσόδοτος Χριστός του, / κι αν στο Σταυρόν ακόμα πάνω καρφωμένος /μ’ αιματοστάλαχτο πλευρό, μα αγάλι αγάλι / την Απολλώνια θα σαρκώνονταν γαλήνη…»

Ακέραιος ο κυρ Αλέξανδρος μπροστά μας, χάρη στην τέχνη τού ποιητή. Και φωτισμένος ο τρόπος του από το καινούργιο φως που ρίχνει πάνω του ο στοχαστής. Από το κρασάκι της ταβέρνας, βαθμίδα τη βαθμίδα, από την ύλη στο πνεύμα και από το τρίμμα στην ιδέα, ο μυστικός μάς ανάγει στο αμπέλι, στην Αμπελο, στον Διόνυσο και στον «Διονυσόδοτο Χριστό», σταυραδέρφι του «Απόλλωνος Διονυσοδότου» άλλου ποιήματός του. Μας οδηγεί λοιπόν στον Καινό Μύθο, που, μάλλον εθνικός παρά χριστιανίζων, επιχειρεί να συγχωνεύσει τα αντίδικα, να ενώσει με συγκρητιστική ορμή (την ίδια που αναγνωρίζουμε στον επίγονο «Πάνα-Ιησού Χριστό» του Ανδρέα Εμπειρίκου και στον «Αγιο Ηράκλειτο» του Οδυσσέα Ελύτη, στο βιβλίο «Δυτικά της λύπης», έναν άγιο που μπορεί και να κρατάει απ’ τον Αη Κανάρη, τον Αη Μιαούλη και την Αγιά Μαντώ του «Αξιον Εστί») δύο τρόπους αντίπαλους.

Νέα εικόνα της αμπέλου

Για τον ορφικό Σικελιανό, τον πιστό του Εσταυρωμένου (Ορφέα, Βάκχου ή Ιησού, τριάς και πάλι ομοούσιος και αχώριστος) ο Διόνυσος, αυτός ο «πρωτόγονος, διφυής, τρίγονος, άρρητος, κρύφιος, πολύβουλος» του Ορφικού Υμνου, δεν είναι ένας θεός ανάμεσα στους τόσους αλλά ο στύλος ο άσειστος της θεολογίας του, ο «απ’ αιώνων θεός», ο ταυτόσημος με την Ποίηση, το Λόγο, αλλά και με τη «βαθύτερη Ενότητα του κόσμου», όπως τεκμαίρεται από το ποίημά του «Προς την Ποίηση-Πράξη»: «Κι όμως το ξέρω / πως σε τούτη τη βαθιά σιγή, / στην απλωσιά του κόσμου, / είν’ ακόμα σκόρπια από αιώνες / τα γαλήνια μέλη του Θεού μου / τα γαλήνια μέλη του μεγάλου Διόνυσου / τα γαλήνια μέλη της μεγάλης Ποίησης / τα γαλήνια μέλη της βαθύτερης Ενότητας του κόσμου!» Παραστέκει λοιπόν στο λίκνο του, γεννήτορας ο ίδιος, με μιαν ευσέβεια βλάσφημα συναιρετική (στο ποίημα «Διόνυσος επί λίκνω»), αφού συνάπτει σε νέα, ολική εικόνα «την άμπελον την αληθινήν» του χριστιανισμού με τον αρχαίο πλην ανθεκτικό θεό του αμπελιού και της μυστικής έκστασης:

«Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου […] Ολονυχτίς θε να ορχηθούμε γύραθέ Σου, / κι όσο κι αν είναι η νύχτα τούτη να κρατήσει / εμείς θα ορχιούμαστε ώς στην ώρα, που τα σκιάχτρα / του σκοταδιού θα ‘χουνε φύγει, κι η φωνή Σου, / φωνή «μεθύοντος ισχυρού», θε να καλέσει / στη ζέστα του ήλιου ξαφνικά τους πεθαμένους, / ενώ αποπάνω από την κούνια Σου θα γέρνει / η σκιά της μιας Σου παντοδύναμης Αμπέλου, / γλυκό μας βρέφος, Διόνυσέ μας και Χριστέ μας!»

«Δέντρο της ζωής»

Και αυτήν την άμπελο δεν την ξεχνάει ούτε και στο «Πνευματικό Εμβατήριό» του, τόσο φημισμένο έτσι όπως κερματίστηκε:

«Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια / τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη… / N’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει, / και η Αμπελό μας ν’ απλωθεί ώς στα πέρατα της Οικουμένης.»

Παράδοξη ακούγεται πια η σικελιανική θεολογία, και μάλλον διαβλημένη, παρότι, προς θεών, σαν εγχείρημα στα απόκρημνα του πνεύματος, δεν έχει καμιά σχέση με τον καθεστωτικό «ελληνοχριστιανισμό». Μα μήπως παράδοξο δεν ήταν και το γεγονός ότι ο Ιησούς διάλεξε να κάνει το πρώτο του θαύμα, την κατά Ιωάννην «αρχή των σημείων του», με το κρασί της Κανά;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή