H Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μεταφρασμένες

H Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μεταφρασμένες

6' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1) Ιωαννίκιος Καρτάνος: «Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη». Φιλολογική επιμέλεια: Ελένη Κακουλίδου-Πάνου. Γλωσσικό Επίμετρο: Ελένη Καραντζόλα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 619.

2) «H Καινή Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις απλήν διάλεκτον γενομένη μετάφρασις διά Μαξίμου του Καλλιουπολίτου». Επιμέλεια Εμμανουήλ X. Κάσδαγλης. Μορφωτικόν Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Τόμος A΄, 1995, τόμος B΄ 1999, σ.σ. 856. Παράρτημα, Τόμος Γ΄: «Συναγωγή μεταφρασμάτων». Επιμέλεια: Ευφημία Εξίσου, Αγαμέμνων Τσελίκας, 1999, σελ. 151.

Μια αγαθή φήμη εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι χάρη σε κάποιο γλωσσικό ένστικτο κατανοούμε τις παλαιότερες μορφές της ελληνικής, άρα και τη γλώσσα των Γραφών, και επιπλέον ότι ακριβώς χάρη στη γλώσσα των ιερών κειμένων και τη συνεχή χρήση τους διασώθηκε η ελληνική στα δίσεκτα χρόνια που πλήγωσαν τον τόπο. Το ότι, σύμφωνα με τους γλωσσολόγους και τους φιλολόγους, μια τέτοια φήμη είναι απλή φενάκη, δεν φαίνεται να προβληματίζει τους διακινητές της. Αν αρκούσε ο οικείος ήχος κάποιων λέξεων, λίγων ή πολλών, να μας αποκαλύψει αυτόματα το νόημα (που η φανέρωσή του εμποδίζεται από τη σύνταξη, από τις αμέτρητες μη γνωστές λέξεις, αλλά και από την εντελώς διαφορετική σημασία που έχουν πλέον όσες ακούγονται οικείες), μάλλον δεν θα χρειαζόταν να διδάσκονται αρχαία οι μαθητές.

Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς, και σε αυτό το ζήτημα, με τον Αδαμάντιο Κοραή, που σημείωνε ότι «η συνεχής ανάγνωσις εις τας Εκκλησίας [της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης] έβαψε τρόπον τινά την κοινώς λαλουμένην γλώσσαν», αυτή η «βαφή» όμως δεν είχε τόσο βάθος ώστε να τον πείσει ότι δεν χρειάζεται μετάφραση των χριστιανικών κειμένων? το αντίθετο, ο Κοραής απέβλεπε πάντοτε σε μια τέτοια μετάφραση, και ομολογούσε σεμνά ότι ο ίδιος δεν είχε «ουδέ το δεκατημόριον» των γνώσεων που απαιτούσε το συγκεκριμένο εγχείρημα.

Σήμερα πια οι Γραφές μεταφράζονται, αλλά υπό έναν απίστευτο όρο: να ελεγχθεί και να εγκριθεί η μετάφραση από την Ιερά Σύνοδο και τη μονοπωλιακή της θεοπνευστία (άρθρο 3ο του Συντάγματος, παρ. 3: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. H επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη»). Παλαιότερα βέβαια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Ας θυμηθούμε τα Ευαγγελιακά, έναν αιώνα πριν, ένα ακόμη επεισόδιο του διαρκούς γλωσσικού πολέμου που δεν υπήρξε ποτέ απλώς γλωσσικός. Το 1898, λοιπόν, η βασίλισσα Ολγα σκέφτηκε πως η μετάφραση των Ευαγγελίων θα τόνωνε το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα, όμως η Ιερά Σύνοδος και οι πατριάρχες απαγόρευσαν το εγχείρημα, κρίνοντας πως ήταν άλλο ένα καταχθόνιο σχέδιο του σλαβισμού. Το φθινόπωρο του 1901 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» η μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική από τον Αλέξαντρο Πάλλη. Οι φοιτητές εξεγέρθηκαν και με ψήφισμά τους κατήγγειλαν τη «γελοιοποίησιν των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων». Στις πολιτικού εντέλει χαρακτήρα συγκρούσεις τους με την αστυνομία, που έδρασε ενισχυμένη από ένα άγημα ναυτών, σκοτώθηκαν ένδεκα άνθρωποι.

Προδρομικά εγχειρήματα

Κι ωστόσο, πολλά πολλά χρόνια πριν, οι Γραφές είχαν μεταφραστεί σε δημώδη γλώσσα, και στα δύο σχετικά προδρομικά εγχειρήματα θα αναφερθούμε εδώ. Το 1536, λοιπόν, πολύ πριν από τον Διαφωτισμό, τον οποίο εσχάτως καλούμαστε να αναθεματίσουμε, ο κληρικός Ιωαννίκιος Καρτάνος, που έζησε στην Κέρκυρα και στη Βενετία, τύπωσε στην ιταλική πόλη ένα βιβλίο οκτακοσίων σελίδων, υπό τον τίτλο: «Το παρόν βιβλίον έναι η παλαιά τε και νέα διαθίκι, ήτοι το άνθος και αναγγκαίον αυτής. Εστι δε πάνυ ωφέλιμον και αναγγαίον προς πάσα χριστιανόν». Το κίνητρό του το σημειώνει στον Πρόλογο: «Δεν το έκαμα διά τους διδασκάλους, αλλά διά τους αμαθείς ως εμέ και διά να καταλάβουν πάντες οι χειροτέχναι και αμαθείς την θείαν Γραφήν, τόσον ναύται όσον και χειροτέχναι και γυναίκες και παιδία και πάσα μικρός άνθρωπος, μόνον οπού να ηξεύρει να διαβάζει». «H επιτυχία ήταν τεράστια» -σημειώνει η Ελένη Κακουλίδη-Πάνου, που επιμελήθηκε την επανέκδοση του έργου από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- «με πέντε τουλάχιστον εκδόσεις στα χρόνια 1536-1567? οι χιλιάδες αναγνώστες του, κληρικοί και λαϊκοί, το τίμησαν για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το βιβλίο ήταν προδρομικό στον ελληνικό χώρο, το πρώτο ψυχωφελές λαϊκό βιβλίο, γραμμένο από ορθόδοξο κληρικό σε γλώσσα απλή δημώδη, κατανοητή από όλους».

Το έργο του Καρτάνου

Με πρότυπο τα εκλαϊκευμένα θρησκευτικά βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Ιταλία, ο Καρτάνος «πεζεύει την θείαν Γραφήν εις κοινήν γλώτταν» συνθέτοντας ένα πρωτότυπο έργο. Αντλεί ιστορίες από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιώντας σαν πρότυπο το ιταλικό κείμενο («Πώς ο Αδάμ εμάλωσε την Εύαν διατί εβγήκεν από την εγκράτειαν οπού έκανε. Πώς ο Αδάμ πολλά σπληνισμένος με τον διάβολον και άρχισε πολλά και έκλαιγεν»…), διανθίζει το έργο με παραινέσεις και αναφορές στην κοσμική ιστορία ενώ δεν παραλείπει να ψέξει τους αρχαίους σοφούς (ορισμένοι από τους οποίους πάντως έχουν απεικονιστεί σε εκκλησίες της Ορθοδοξίας, ανάμεσα στους κανονικούς αγίους): «Και λοιπόν η σοφία αυτών εμωράνθη και διά τούτο δεν τους έχουμεν ουδετίποτες αυτούς τους σοφούς, ουδέ τα συγγράμματα αυτών θέλομεν να τα διαβάζομεν εις την εκκλησίαν μας, ώσπερ είναι τουτουνών, του Πλάτωνος, του Σοφοκλέους, του Αριστοτέλους, του Αισχύλου, του Μπίνδαρου, του Αριστοφάνους, του Ομήρου τους μύθους και άλλων μυρίων ποιητών, οπού είναι ψεύται και άτυχοι».

Και βέβαια ο Καρτάνος δεν αφήνει ανεκμετάλλευτες τις απόκρυφες διηγήσεις. Κι αυτό ακριβώς το γεγονός, όπως και η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στους αρχιερείς (τονίζοντας πως είναι «πατέρες άγριοι, ουχ άγιοι»), εξηγεί την καταδίκη του από την επίσημη Εκκλησία και την εναντίον του σφοδρότατη επίθεση του ζηλωτή μοναχού Παχώμιου Ρουσάνου, που εξέδωσε το έργο «Αι του καταράτου Καρτάνου αιρέσεις». H τυποτεχνικά ιδιαίτερα προσεγμένη επανέκδοση του βιβλίου, που έβαλε το λιθαράκι του στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σχεδόν μισή χιλιετία μετά την πρώτη έκδοσή του, υπηρετείται αποτελεσματικά από τον εισαγωγικό σχολιασμό της επιμελήτριας, τα πλήρη ευρετήρια και το Γλωσσικό Επίμετρο, στις σελίδες του οποίου η Ελένη Καραντζόλα αναλύει μεθοδικά τη γλωσσική μορφή του πρωτοτύπου.

Εναν αιώνα μετά το εγχείρημα του Καρτάνου, το 1638, τυπώνεται στη Γενεύη, σε 1.500 αντίτυπα, «H Καινή Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις απλήν διάλεκτον», που ανατυπώθηκε πρόσφατα με την επιμέλεια του Εμμανουήλ X. Κάσδαγλη και με επιλεγόμενα του Αλκη Αγγέλου – ένα ύστατο δώρο από δύο ανθρώπους που τους οφείλουμε πάρα πολλά. Μεταφραστής της ο Μάξιμος, μοναχός από την Καλλίπολη, ο οποίος, απευθυνόμενος «τοις εντευξομένοις», εμφανίζεται πεπεισμένος για δύο τινά συναφή: Πρώτον, ότι «το αναγινώσκειν και μη γινώσκειν, καταγινώσκειν εστί» (ας θυμηθούμε εδώ το καβαφικό: «ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως? ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως»), και δεύτερον ότι «εκείνος οπού λαλεί εις ξένην ή άγνωστον γλώσσαν εις τον λαόν, εις τον αέρα λαλεί».

Στον δικό του πρόλογο, ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, πνευματικός πατέρας της μετάφρασης (δεν πρόλαβε όμως να τη χαρεί, γιατί θανατώθηκε διά στραγγαλισμού από τους Τούρκους τον Ιανουάριο του 1638, λίγους μήνες πριν από την έκδοσή της) και από τις κορυφαίες μορφές του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, σημειώνει ότι σκοπός του έργου είναι «διά να διαβάζει ο λαός οπού εις την ελληνικήν διάλεκτον δεν είναι παιδευμένος, να γρικά του Κυρίου τα λόγια». Σπουδαγμένος στη Δύση ο Πατριάρχης, που άλλωστε είχε κατηγορηθεί «ως τα Λουθήρου και Καλουίνου φρονών», σχεδίασε τη μετάφραση με την προσδοκία ότι θα αντιμετωπίσει την επιρροή του καθολικισμού, των Ιησουιτών και των Ουνιτών.

«Είμαστε βέβαιοι ότι το κείμενο της Καινής Διαθήκης έγινε με τη μεταγλώττιση προσιτότερο για το ευρύ κοινό; Πόσο είμαστε εξασφαλισμένοι, αν αποφανθούμε καταφατικά, ότι εκφράζει την πραγματικότητα του κοινού λόγου της εποχής;» σημειώνει ο Αλκ ης Αγγέλου στα Επιλεγόμενά του. Οπως και να ‘χει, με την άψογη ανατύπωση της μετάφρασης, κρατάμε στα χέρια μας ένα ομιλητικότατο κειμήλιο της ιστορίας της γλώσσας, της ιστορίας των ιδεών. Το Παράρτημα της έκδοσης, η «Συναγωγή μεταφρασμάτων», που ετοιμάστηκε από την Ευφημία Εξίσου και τον Αγαμέμνονα Τσελίκα, και στις σελίδες του οποίου αποθησαυρίζονται οι μεταφραστικές λύσεις του Μάξιμου, αποτελεί ένα λαμπρό δείγμα της ωφέλειας που προκύπτει όταν το φιλόπονο πνεύμα εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που παρέχει η ηλεκτρονική επεξεργασία των κειμένων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή