Υποθεσεις

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί άλλοι να γκρινιάζουν για την «κατάντια της γλώσσας μας», κι άλλοι να μοιρολογούν γιατί βιάζονται να πιστέψουν ότι κείται νεκρή εκεί όπου υψώνεται το ζωηρότατο σώμα της, ωστόσο η γλώσσα συνεχίζεται, επειδή, απλώς, η ζωή συνεχίζεται. Αν έχει κανείς περίεργο μάτι, μπορεί να διαπιστώσει διαβάζοντας (στην καλή λογοτεχνία, στις μεταφράσεις, στη φιλοσοφία, στη δημοσιογραφία, στα περιοδικά ειδικών επαγγελματικών ή επιστημονικών τομέων, ακόμη και στις μικρές αγγελίες, όπου ο στενός χώρος υποχρεώνει το συντάκτη να απελευθερώσει όλη τη λεξιπλαστική του φαντασία) ότι καινούργιες λέξεις-κλαδιά ξεφυτρώνουν ανελλιπώς στον παλιό κορμό. Αλλες αντέχουν, αφομοιώνονται και γίνονται κοινές, κι άλλες εκπίπτουν γρήγορα ή μένουν εγκλωβισμένες σε κάποιο γκέτο, σε κάποια αργκό. Υπάρχει επίσης και η εργαστηριακού τύπου γλωσσική παραγωγή (όπου κάποιοι γλωσσολόγοι, φιλόλογοι ή απλοί «ανησυχούντες» σχηματίζουν επιτροπές, στρώνονται σε ένα γραφείο με λεξικά και γραμματικές δίπλα τους και μεταφράζουν ορισμένες από τις λέξεις που εισάγουμε μαζί με τα νέα προϊόντα ή τις νέες συνήθειες), που υποβάλλεται στη δημόσια κρίση με στόχο την επίσης δημόσια χρήση (μια τέτοια εργασία έχει αναλάβει, λ.χ., η Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας του OTE). Από τις σχετικές προτάσεις, δοκιμότερες είναι νομίζω όσες είναι απαλλαγμένες από το βραχνά να περάσουν με κάποιο λούστρο αρχαιοπρέπειας τα μεταφραζόμενα δάνεια και εμφανίζονται περισσότερο εξοικειωμένες με την κοινή ομιλία και ακοή. Με το ίδιο λούστρο περνάγαμε μια φορά κι έναν καιρό τις αυτόδηλα ξένες, πλην από αιώνες αφομοιωμένες λέξεις για να τις εξαναγκάσουμε να παραστήσουν τις αρχαιότατα ελληνικές. Κάπως έτσι, δηλαδή με μπόλικη αφιλολόγητη ιδεολογική βία, αποφασίστηκε κάποτε ότι το «μπισίκι» της ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς (η «σαρμανίτσα», για να την ονομάσουμε με ένα ακόμη δάνειο, οικειότερο πλην, παραδόξως, αλεξικογράφητο) είναι λέει άθροισμα του «παις» και του «οίκοι».

Κι αν εκτός από περίεργο μάτι έχει κανείς και πρόθυμο αυτί -και εφόσον βέβαια αποφασίσει να πετάξει από πάνω του την πνιγηρή αρματωσιά των ιδεολογημάτων του και να αρνηθεί το αριστοκρατικής κοπής στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο ο γύρω κόσμος είναι ένα σχεδόν αφασικό νήπιο- θ’ ακούσει, από το στόμα των παιδιών ας πούμε, κάποιες καινούργιες λέξεις που ίσως τον ξενίσουν στην αρχή, αλλά, αν το καλοσκεφτεί, θα δει ότι η παραγωγή τους δεν απιστεί στους κανόνες και ο ήχος τους δεν «πικραίνει την ακοή». Κι ακόμη κι αν δεν υιοθετήσει τα νέα «πλάσματα», ίσως καταλήξει να αποδεχτεί ότι δεν ήταν βέβαια ο λαϊκισμός εκείνος που οδήγησε δύο μάστορες του στοχασμού, τον Πλάτωνα και τον Σολωμό, να μας συστήσουν ότι πρέπει να έχουμε πάντοτε τεταμένη την προσοχή μας όταν ερχόμαστε σε επαφή με τον δήμο. «Εμάνθανε το ελληνίζειν παρά των πολλών» μας βεβαιώνει ο πλατωνικός Σωκράτης, και ο ποιητής που τον τιμάμε σαν εθνικό ενώ περιφρονούμε τις σαφέστατες γλωσσικές του αντιλήψεις, επιμένει στον κορυφαίο «Διάλογο»: «Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός».

Ο δήμος των παιδιών, λοιπόν, για τον οποίο εμείς οι ώριμοι έχουμε αποφασίσει, ερήμην του, ότι πάσχει από ανίατη λεξιπενία και από βαρύτατης μορφής ξενολατρία, συμβάλλει στη γλωσσική παραγωγή μάλλον περισσότερο απ’ ό,τι οι μονότονα οδυρόμενοι. Και συμβάλλει με τον τρόπο που αρμόζει στην ηλικία του: παιχνιδιάρικα, αυθόρμητα, ανεμπόδιστα, δηλαδή φυσικά, χωρίς να τον κατατρύχουν ιδεολογικά φαντάσματα ή φιλολογικές φοβίες. Σκαρώνει έτσι λέξεις όχι απλώς εύηχες και χαριτωμένες, αλλά σαφείς και καίριες, με την οικονομία τους και την απόλυτη συναρμογή τους με το πράγμα, την κίνηση ή την ιδιότητα που επιχειρούν να συλλάβουν και να περιγράψουν. Δεν μιλάω εδώ για τα «παιδιόπλαστα» της προσχολικής ηλικίας που δημιουργούνται κατά μόνας, από κάθε πειραματιζόμενο μπόμπιρα, αλλά για τα γλωσσικά δημιουργήματα της παιδικής μικροκοινωνίας, για τη συλλογική παραγωγή που αναπτύσσεται παντού όπου τα παιδιά παίζουν, μαλώνουν, φιλιώνουν και καλούνται να συνεννοηθούν, δίνοντας ονόματα σε νέα, υλικά στοιχεία της καθημερινότητάς τους και σε νέες συμπεριφορές.

Δεν ξέρω αν οι λεξικογράφοι θα «νομιμοποιήσουν» ποτέ με το κύρος τους, φιλοξενώντας τη στις δέλτους της, τη λέξη «ατομιστία», που ακούω τον τελευταίο καιρό από την πιτσικαρία, πάντως οι διαπληκτιζόμενοι ανήλικοι παίκτες την έχουν ήδη νομιμοποιήσει στο δικό τους γηπεδάκι. Οταν τη λένε, ξέρουν απολύτως τι εννοούν, και ξέρουν επίσης ότι οι συμπαίκτες τους την κατανοούν πλήρως (όπως κι όταν χαρακτηρίζουν «χλατσωτό» το τρίποντο και «άμπαλο» τον άσχετο), άρα λοιπόν ο πρωταρχικός όρος, η συνεννόηση, εκπληρώνεται απροβλημάτιστα. «Ατομιστίες», λοιπόν, διαπράττει όποιος παίρνει την μπάλα και δεν τη δίνει ούτε από το δεξί του πόδι στο αριστερό του, είναι δηλαδή οι πράξεις του ατομιστή, την οποία ψέγει η νεόκοπη λέξη ακόμη και διά της καταλήξεώς της. Οχι, η «ατομιστία» δεν ταυτίζεται με τον οικείο μας «ατομισμό», και δεν μπορώ να σκεφτώ ποια άλλη λέξη (και όχι περίφραση) θα μπορούσε να την αντικαταστήσει. Εχει επίσης ο παιδικός δήμος το γνώρισμα να εξελληνίζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο ενήλικος που τον περιβάλλει (και εντέλει τού επιβάλλεται) τις ξένες λέξεις, όσες εκτελωνίζονται μαζί με κάθε εισαγόμενο παιχνίδι. Στη δική τους γλώσσα, τα περισσότερα δανεικά ουσιαστικά αρχίζουν να κλίνονται ελληνοπρεπώς σχεδόν εξαρχής -ενώ την ίδια ώρα εμείς οι μεγάλοι φτάνουμε να χρησιμοποιούμε άκλιτο, στον προφορικό και το γραπτό μας λόγο, ακόμα και το Μιλάνο ή το καζίνο. Αίφνης, η μόδα των τελευταίων μηνών είναι το γιο-γιο, όχι όμως το παλιό, το απλό, παρά ένα καινούργιο, Hyper Spinner το εμπορικό όνομά του, εμπλουτισμένο με έναν μηχανισμό που επιτρέπει στον παίκτη να κάνει θαύματα. Πώς λέγονται τα θαύματα αυτά στη γλώσσα των παιδιών; «Σπινιές». Εκ του «spin», της περιστροφής. Οχι, οι «σπινιές» δεν είναι απολύτως ίδιες με τις «περιστροφές», κατά συνέπεια η νέα λεξούλα κάποια ανάγκη υπηρετεί, και την υπηρετεί καλά, και μάλλον δεν ασκεί αφόρητη βία στην ελληνική.

«Και λοιπόν. Ακόμα και το «spin», αντιδάνειο είναι, από τη «σπείρα»», θα αποφανθούν οι δανειομάχοι, αρκούμενοι στην ηχητική ομοιότητα, την ίδια που τους επιτρέπει να ισχυρίζονται πως οι Ινδιάνοι Ναβάχο είναι κι αυτοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, ως «ναυαγοί». Και, βγάζοντας πια από τη μέση τα παιδιά, θα ξεθηκαρώσουμε τα «ενήλικα» σπαθιά μας. Το ένα σπαθί, του κοπετού, γράφει πάνω του πως η γλώσσα μας, η νέα ελληνική, πεθαίνει, πάει, πέθανε. Το άλλο σπαθί, της μεγαλομανίας, γράφει πως η μητέρα της τωρινής μας γλώσσας δεν είναι απλώς και μητέρα όλων των γλωσσών του κόσμου αλλά (όπως διάβασα και σε επιστολή-μανιφέστο «πολιτευτού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς», ιδιαιτέρως προβεβλημένη σε ένθετο απογευματινής εφημερίδας) «είναι γλώσσα του σύμπαντος». Ποια απόδειξη κομίζει; Μα την προφανή: «το σύμπαν έχει ελληνική ονομασία». Και μας το ‘λεγαν οι αρχαίοι: ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

Αλλά κι αυτή η παρατήρηση συνάδει με την ουσία του δοκιμίου. O τίτλος «Ελεος για τους πολιτικούς» είναι εξόχως ειρωνικός – μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τελικά έλεος για όποιον αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στο ατέρμονο φαίνεσθαι, στα τηλεοπτικά παράθυρα και στο κυνήγι της εξουσίας, που μόνο εξουσία δεν είναι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή