Το θρησκευτικό ισοδύναμο

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα πρόσφατα σκάνδαλα με τα διορθωμένα λογιστικά σε αμερικανικούς οικονομικούς κολοσσούς, αλλά κυρίως ορισμένες αντιδράσεις απέναντι σε αυτά, μάς οδηγούν να ξανασκεφθούμε πόσο θρησκευτική (προτεσταντικά) αν όχι αφελώς ηθική, είναι ακόμα σήμερα μια κάποια οικονομική αντίληψη και όσοι συμπαρασύρονται από αυτήν. Από αυτές τις αντιδράσεις ας ξεχωρίσουμε δύο, μια πολιτικής και μια οικονομικής φύσεως.

Οσον αφορά στην πολιτική αντίδραση, την κρυσταλλοποίησε μεταξύ άλλων, η αμερικανική ηγεσία, τονίζοντας την ανάγκη αυστηρότερων ποινών για όσους εξαπατούν τους επενδυτές με τη «διόρθωση», όπως ευφημιστικά λέγεται, των λογιστικών των εταιρειών και απαιτώντας κανόνες μεγαλύτερης διαφάνειας στη διαχείρισή τους. Το νόημα που αναδεικνύεται από αυτή την αντίδραση είναι πως για όλα ευθύνονται οι σχετικώς επιεικείς ποινές που προβλέπονται και η έλλειψη διαφάνειας. Κάνοντας τις ποινές αυστηρότερες και τη διαφάνεια «διαφανέστερη», οι μέτοχοι θα ξαναβρούν τη χαμένη εμπιστοσύνη και η χρηματοοικονομική αγορά θα αυτορρυθμιστεί. Κανείς λόγος να αναζητήσουμε τα αίτια της κρίσης και των χρηματιστηριακών περιπετειών στην απώλεια κάθε ελέγχου της ροής των χρηματιστηριακών συναλλαγών εκ μέρους των επισήμων Αρχών (χάρη στην περίφημη φιλελευθεροποίηση της δεκαετίας του ’80), κανείς λόγος να τα αναζητήσουμε σε μακροοικονομικούς όρους (ύφεση, ανεπάρκεια των επενδύσεων), ούτε στις αποσταθεροποιητικές παρεμβάσεις του τύπου hedge funds, αλλά να μείνουμε στην έλλειψη αυστηρότητας και διαφάνειας. Ωστόσο, η διαφάνεια δεν είναι παρά ένας μύθος που ξεκινά από τον μακρινό σήμερα 18ο αιώνα, στενά συνδεδεμένος με μιαν αντίληψη (μηχανιστική) ωφελιμιστικής κοινωνικής διαχείρισης. O Ιερεμίας Μπένθαμ είχε από τότε επινοήσει, έναν ιδεατό πύργου ελέγχου, από τον οποίο, με ένα σύστημα κατόπτρων θα ήταν δυνατόν να παρακολουθείται το σύνολο των κελιών μιας φυλακής. Ενθουσιασμένος με την ανακάλυψή του είχε φυσικά προτείνει να χρησιμοποιηθεί η εφεύρεσή του και σε άλλες κοινωνικές χρήσεις εξαιτίας της αποτελεσματικότητάς της…

Οσο γι’ αυτά που συμβαίνουν στους αμερικανικούς κολοσσούς σήμερα, μια φράση του Μαρξ, διατηρεί την επικαιρότητά της: «σε γενικές γραμμές, οι εταιρείες που λειτουργούν μετοχικά και αναπτύσσονται χάρη στο πιστωτικό σύστημα, τείνουν όλο και περισσότερο να διαχωρίζουν την κατοχή κεφαλαίων από τη διαχείρισή τους. Ενα πλήθος διοικητικών και διευθυντικών συμβουλίων εμφανίζονται δίπλα από τον πραγματικό διευθύνοντα και για τα οποία, διοίκηση και διεύθυνση δεν είναι ουσιαστικά παρά προσχήματα λεηλασίας των μετόχων και οικειοποίησης πλούτου…» (Το Κεφάλαιο, βιβλίο ΙΙΙ).

Οι οικονομικές σελίδες της «Καθημερινής» της Κυριακής, είχαν φιλοξενήσει πριν από δύο περίπου μήνες (14/6) τις αντιδράσεις ενός επιφανούς οικονομολόγου του Πολ Κρούγκμαν, στα εν λόγω φαινόμενα χρηματιστηριακής κρίσης. Τα απέδιδε στην απληστία κέρδους. Είχε χωρίς άλλο δίκιο, ως ειδικός. Μόνο που αν και χρησιμοποίησε έναν όρο της ηθικής, την αμαρτία της απληστίας, ήταν σαν να μην ήθελε να πει όλη την (πικρή) αλήθεια. Την είχε πει από τις αρχές του 18ου αιώνα, ένας στοχαστής, στον οποίο σίγουρα ο Πολ Κρούγκμαν θα αναγνωρίζει έναν από τους προγόνους του δικού του στοχασμού: ο Μπέρναρ Μάντεβιλ (Bernard Mandeville). Εγραφε λοιπόν, σε ένα ποίημα αρχικά «H Δυσαρεστημένη κυψέλη ή οι κατεργάρηδες που έγιναν τίμιοι» (1705) και σε ένα θεωρητικό κείμενο αργότερα. «O Μύθος των μελισσών, ιδιωτικά αμαρτήματα – δημόσιο κέρδος» (1723), ότι η κυψέλη ευημερεί όσο οι μέλισσες επιθυμούν διακαώς τα υλικά αγαθά γενικώς και την πολυτέλεια ειδικώς. Μόλις ξαναγίνουν σοφές και οικονόμες, λιτοδίαιτες και ενάρετες, η οικονομία τους μπαίνει σε κίνδυνο.

Τις ανατρεπτικές αυτές σκέψεις ο συγγραφέας (το όνομα του, Madevil, μπορούσε να ερμηνευθεί και ως διαβολάνθρωπος), συμπλήρωσε μέσω ενός δοκιμίου για τη Φύση της κοινωνίας, όπου υποστήριζε ότι τα θεμέλια της τελευταίας δεν είναι ούτε η φιλία ούτε οι ανθρώπινες σχέσεις ούτε οι αρετές του νου ούτε η αυταπάρνηση, αλλά αυτό που ονομάζουμε Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό. H ανηθικότητα είναι λοιπόν η αιτία της ευημερίας των εθνών. O Ανταμ Σμιθ δεν είχε προλάβει ακόμα να γράψει για το «αόρατο χέρι», αλλά ο Μάντεβιλ περιέγραφε ήδη αυτό που σήμερα ονομάζουμε αυτορρύθμιση των αγορών: ο καθένας, επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον, ακόμα και κατά τον πιο εγωιστικό τρόπο, συμβάλλει στο γενικό καλό.

Είχε τουλάχιστον την τόλμη, αλλά και το συμφέρον -ήταν πεπεισμένος αντιπαπιστής- να προσπαθήσει να εξηγήσει: οι άνθρωποι κατά βάθος είναι πιστοί, αλλά επειδή αδυνατούν να διορθωθούν και έχουν τύψεις αναζητούν ένα ισοδύναμο για να απομακρύνουν τους φόβους τους. Και το βρίσκουν στην τυπική ευσέβεια ή στη φαινομενική ευλάβεια. Το θρησκευτικό ισοδύναμο τους απελευθερώνει. Εμενε να απαντηθεί, το δύσκολο ερώτημα, πώς η Εκκλησία που προορισμός της ήταν η πενία, μετατράπηκε σε μια από τις κυριότερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου; O Μάντεβιλ απάντησε με οικονομικούς όρους? το θρησκευτικό ισοδύναμο μεταφράζεται σε ένα γενικό ισοδύναμο, δηλαδή το νόμισμα… Και ως γνωστόν, dominioever follows property.

(1) O N. E. Καραπιδάκης είναι καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο τ. δ/ντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή