Αποτυπωματα

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρόσφατα επισκέφθηκα το σπίτι όπου ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου έζησε τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του. Σε μια πολυκατοικία στα Εξάρχεια, ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα έχει παγώσει στον χρόνο, έμεινε «όπως το άφησε ο Γιώργος» που έφυγε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 1985.

Η ξενάγηση αρχίζει. Το γραφείο, τα μολύβια, ο ημεροδείκτης. Ενα φιλόξενο μακρύ τραπέζι, πολλές βιβλιοθήκες. Ενα βυσσινί κασκόλ στη ράχη μιας πολυθρόνας. Η φωτογραφία του πατέρα με το πέτσινο σακάκι του μηχανοδηγού αντίκρυ στον Παπαδιαμάντη. Οι ζωγραφιές του αδικοχαμένου αδελφού, του Θοδωράκη.

Λείπουν η τηλεόραση και το βίντεο. «Τα πήραμε γιατί τότε γίνονταν πολλές κλοπές σε διαμερίσματα…». Ενας διαρρήκτης δεν θα ‘χε πολλά να σηκώσει. Ξύλο, πηλός, ύφασμα, χαρτί είναι τα υλικά που κυριαρχούν και όχι ασήμι, κρύσταλλο, ανοξείδωτος χάλυβας, δέρμα ζώου. Κεντήματα από τα χέρια της αδελφής του. Μια δαντελένια μπορντούρα στολίζει τα δίδυμα κουρτινάκια στο παράθυρο της κουζίνας, που βλέπει στο φωταγωγό, ραμμένα και αυτά από την αδελφή του τη Δήμητρα. Παντού η χάρη του χειροποίητου. Παντού τάξη υποδειγματική, που δεν θυμίζει στρατώνα, αλλά πρόσφυγα νοικοκύρη και γενναιόδωρο. «Δείτε τι εργένης ήταν ο Γιώργος!», με προτρέπουν. Σε σημείο απόμερο, βρίσκεται κορνιζαρισμένη η κλήση στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης το 1972: «προς τακτοποίησιν υποθέσεως αφορώσης την δημόσιαν ασφάλειαν…».

Οχι μόνον «όπως το άφησε ο Γιώργος», αλλά και «όπως το κρατάνε οι ζωντανοί», όπως φυλάνε τη μνήμη του η αδελφή του, ο γαμπρός του, η σπιτονοικοκυρά του η Αρλέτα και άλλοι που τον σκέφτονται και νοιάζονται για το αρχείο του, για να γίνει το σπίτι «επισκέψιμο», ανοιχτό για όλους. Ο δικός τους λογισμός, η δική τους στοργή δίνει ψυχή και ζεστασιά στα άψυχα. Ετσι συμβαίνει πάντα με τους αληθινούς δημιουργούς. Η μεγαλοσύνη τους επιβεβαιώνεται με τα χωρίς ηλικία ρεύματα αγάπης, με τις αόρατες γέφυρες που χτίζονται ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, ανάμεσα στο έργο τους και τον τόπο που αυτό πιάνει στην καρδιά και τον νου μας.

Μήπως αυτές τις ώρες θα έπρεπε να μιλάμε για το έρμο το Ιράκ και όχι για ένα σπίτι; O Γιώργος Ιωάννου σφράγισε τη μεταπολεμική μας πεζογραφία εκπροσωπώντας, με σεμνότητα και μαστοριά, την αξιοπρέπεια, το φιλότιμο που έδειξαν σε χρόνια δύσκολα οι «μικροί» και ανώνυμοι. Γύρισε την πλάτη στην έπαρση, τον νεοπλουτισμό, τη μικρομεσαία αρπακτικότητα για να αγγίξει με ευλάβεια την ερημιά, τον ξεριζωμό, το κρύο, την πείνα, τον φόβο, τον πόνο των αφανών, ιδίως των παιδιών. Να αγγίξει, όχι να καρπωθεί. Βρέθηκε -πάντα θα βρίσκεται- στο ίδιο χαράκωμα με τους καταφρονεμένους, στις φτωχογειτονιές, στα υπόγεια καταφύγια, στο «τρένο Γερμανίας-Αθηνών» και όχι στα αυτάρεσκα βάθρα των νικητών. Γι’ αυτό και τούτες τις κρίσιμες ώρες, το κουρτινάκι της κουζίνας, το «μπερντεδάκι», όπως το έλεγε ο Ξενόπουλος, παρασύρεται από έναν άνεμο χωρίς εθνικότητα και πετά στον ουρανό της Βαγδάτης, στροβιλίζεται παιχνιδιάρικα μαζί με το μαγικό χαλί και το πορφυρό «λειρί του κόκορα», ένα ταπεινό λουλούδι της αυλής, που τόσο άρεσε στον συγγραφέα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή