Μεταξύ γέννησης και αυτοκτονίας

Μεταξύ γέννησης και αυτοκτονίας

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπ. Τσικληρόπουλου

«Δεν υπάρχει ρόλος για σας» («Ο Παρασκευάς»)

Σκηνοθ.: Παντ. Παπαδόπουλος

ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων (στο Θέατρο Κάππα)

«Η γιαγιά μου ήταν ένα κοριτσάκι γριά»

Ελενη Βακαλο,

«Γενεαλογία», 1971

Η προσπάθεια της ανατροπής των κλασικών σχέσεων και νοηματοδοτήσεων είναι κεντρικό μοτίβο στον ύστερο Μπ. Τσικληρόπουλο. Το έργο του «Δεν υπάρχει ρόλος για σας» ή «Ο Παρασκευάς» ξεκινάει από το πράγματι έξοχο εύρημα της επί σκηνής συνύπαρξης τριών ιονεσκικών όντων: ένας οιονεί ηθοποιός, ένας ψυχοπαθής κομπιναδόρος, ο Αλέκτωρ, που βοηθάει με το αζημίωτο τον ηθοποιό αλλά δεν το πετυχαίνει, και ένα ενήλικο μωρό σε καρότσι – γιος του «ηθοποιού» που συγκρούεται συνεχώς με τον πατέρα επί παντός και ιδίως για το αν θα πρέπει να γεννηθεί ή όχι!

Συνάμα, ο πατέρας μπαίνει και βγαίνει απ’ το θέατρο στη ζωή. Πάνω στο εύρημα του μωρού αλλά και γύρω από τις φαιδρές προτροπές του κυνικού Αλέκτορος προς τον «ιδανικό αυτόχειρα» έχουν γραφεί σκηνές γνήσια απολαυστικές σε ύφος σαρκαστικό, με τεχνική αψεγάδιαστη και σε γλώσσα αιχμηρή, κοφτή, καίρια. Επανέρχεται και εδώ η προβληματική του Τσικληρόπουλου γύρω απ’ τον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο, που εκπροσωπούνται από τον λούμπεν παρανοϊκό και απ’ τον αυτοσχεδιάζοντα ονειροπόλο στο σύστημα των εξαρτήσεών τους.

Την προβληματική αυτή ο συγγραφέας είχε εντελέστερα συμπυκνώσει στο έργο του «Ο Κύριος», που είχε ανέβει στη «Στοά» (1986-87) με το υπέροχο δίδυμο Ανδρ. Μπάρκουλη – Θαν. Παπαγεωργίου. Ωστόσο και τότε, όπως περισσότερο τώρα, η σύλληψη είχε επιβαρυνθεί από την πλαισίωση του κεντρικού πυρήνα του έργου με ιδέες, σύγχρονα σχόλια ή και πρόσωπα χαλαρής δέσης προς την κύρια στόχευση. Χωρίς, π.χ., τη μελοδραματική μορφή της μάνας του «ηθοποιού» (Δ. Τζήμα) που παρεμβαίνει στο όνειρό του διδακτικά και, πρωτίστως, χωρίς την καταλυτικά χαρμόσυνη εμφάνιση της «αγαπημένης» του στο τέλος όπου, λίαν αφελώς, σε όλα δίνει λύση ο… έρωτας, ο Τσικληρόπουλος θα είχε γράψει έργο με επιδράσεις μεν (Ιονέσκο, Πιραντέλλο, Αντάμωφ και εγχωρίως πιο ευδιάκριτα Σκούρτης), αλλά έργο πυκνό και σφιχτό με ιλαροτραγική κορύφωση. Η συνθετικότερη φιλοδοξία τον εμπόδισε. Κι έτσι όμως, ο «Παρασκευάς» είναι μια όχι ευκαταφρόνητη σελίδα της νεότερης δραματουργίας μας, ενταγμένη βέβαια σε αναγνωρίσματα προγονικά της πρότυπα και τεχνικές.

Ο «Παρασκευάς» είχε πρωτοπαιχτεί προ τριετίας στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γ. Μόρτζου. Δεν τον είδα. Ο τωρινός σκηνοθετικός χειρισμός από τον Παντ. Παπαδόπουλο, γνήσιο τέκνο του Θ. Τέχνης, είχε ζωντάνια, χιούμορ, πίκρα και δυναμική εκμετάλλευση των αβανταδόρικων σκηνών, καθαρότητα λόγου, ζεστές, παρότι παραλογικές, ανθρώπινες φιγούρες και απουσία κάθε εύκολης σχηματοποίησης. Καθώς τα πρόσωπα και το θέμα δεν έχουν πια κοινωνιολογικές αναφορές (όπως, π.χ., οι παλιοί καταγγελτικοί του δοσιλογισμού «Κερατάδες» του συγγραφέα), η γραμμή ακολούθησε την ποιητικότερη στροφή του Τσικληρόπουλου, χωρίς όμως να αναχαιτίσει, όπως είπαμε, και τα σχεδόν δακρύβρεκτα παραγεμίσματα του λαμπρού ευρήματος. Στον σωστά στημένο, μουντό, εγκαταλελειμμένο εργοστασιακό χώρο του Τ. Στεφάνου, κάπως υπερβολικά ρητά, πολύ με «νόημα» υποφωτισμένον από τον Β. Νέτη, ο ίδιος ο Π. Παπαδόπουλος επιστράτευσε την όση του υποκριτική ευελιξία για να υπηρετήσει τις πολύτροπες φάσεις του Παρασκευά. Και μερικώς το πέτυχε, αν και ως ηθοποιός είναι αδρός και η κινητικότητα ανάμεσα στα ύφη (π.χ. το θέατρο ως ζωή και το αντίστροφο) μοιάζουν κάπως διανοητικά για την ιδιοσυγκρασία του. Ταίριαξε περισσότερο με την τρυφερή επαναστατικότητα και την κωμική πλευρά της φιγούρας. Απολαυστικό γεροντομωρό, αναποφάσιστο προ της γεννήσεώς του αλλά και προγενετικά… εριστικό έπλασε με δωρική φυσικότητα, δίχως στολίδια, ο Δ. Γιαννακόπουλος. Ετσι βγήκε και το ζουμί, το ιδιότυπο παραξένισμα του ρόλου. Η Αφρ. Αλ-Σάλεχ είχε την πρόνοια να δώσει ένα κάποιο μυστήριο στον αργοπορούντα και υπονομευτικό για τη σύνθεση ρόλο του θήλειου πεπλοφορούντος happy end. Και για να κλείσω την τελικά θετική εντύπωσή μου, θα μιλήσω ξεχωριστά για έναν ηθοποιό, πολύφερνο κωμικό και διακριτικό κλόουν, με κίνηση Σταν Λώρελ και έμπειρη αίσθηση θεάτρου, που εξασφάλισε το ακριβές φαιδρυντικό παράλογο στην παράσταση. Πρόκειται για τον Μιχ. Μπίζιο, τον οποίο και άλλες φορές έχω διακρίνει. Χρόνια στέλεχος του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, μου θυμίζει στοργικά πως υπάρχουν στα περιφερειακά μας θέατρα λίγα, ίσως πολύ λίγα, διαμαντάκια, που υπηρετούν το σανίδι πιστά και εύφορα. Ανθρωποι βιδωμένοι για δικούς τους λόγους στη μελαγχολική εντοπιότητα, συναριθμούνται στη γνωστή καρυωτακική «μπαλάντα», όχι μόνο των ποιητών, αλλά και των καλλιτεχνών αδίκως «άδοξοι που ‘ναι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή