Ιστορίες ζωής μέσα από την κουζίνα

Ιστορίες ζωής μέσα από την κουζίνα

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ ι μαγειρεύουν οι Ελληνοαμερικανίδες νοικοκυρές στο Λονγκ Αϊλαντ και σε τι διαφέρει η κουζίνα τους από αυτήν των μαμάδων και των γιαγιάδων τους που γεννήθηκαν στη Σπάρτη, στη Σάμο ή στα Χανιά; Ενα βιβλίο δίνει την απάντηση, μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες αφηγήσεις των Ελλήνων της Αμερικής, όχι μόνο για την κουζίνα τους αλλά και για τη ζωή τους.

Το βιβλίο «Συνταγές και Ιστορίες από τους Ελληνες της Νέας Υόρκης» της Μαρίας Τσοσκούνογλου (εκδόσεις Περίπλους είναι με μια πρώτη ματιά ένα βιβλίο με συνταγές. Θα ξεγελαστείτε όμως αν το αντιμετωπίσετε έτσι. Η συγγραφέας έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική. Πήγε σε εστιατόρια και καφενεία. Σε σπίτια και ελληνικές γειτονιές. Σε ενορίες και στις γιορτές που οργανώνουν οι κυρίες της Φιλοπτώχου. Και αποφάσισε να προσεγγίσει τους Ελληνες της Αμερικής μέσω του φαγητού. Να καταγράψει τις διατροφικές τους συνήθειες. Να διαπιστώσει τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τους ομογενείς. Αν αφομοιώθηκαν ή όχι. Οι άνθρωποι τής άνοιξαν την πόρτα τους και την καρδιά τους. Και το κασετόφωνο, εκτός από υλικά, συνταγές και μικρά μυστικά της μαγειρικής, έγραφε ιστορίες.

Οι Ελληνες στην Αμερική

Από το 1820 μέχρι το 1880 μόνο 398 Ελληνες είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό προς τις ΗΠΑ. Σχεδόν όλοι ήταν άνδρες. Στις αρχές του 1900 η εικόνα αλλάζει ραγδαία. Η Υπηρεσία Μετανάστευσης αναφέρει 170.000 άτομα ελληνικής καταγωγής που φτάνουν στην Αμερική. Η μαζική μετανάστευση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Με τον αριθμό των γυναικών να μεγαλώνει σταδιακά. Αλλωστε, στη δεκαετία του ’60 και του ’70, συχνά η σύζυγος και τα παιδιά ακολουθούσαν τον «πάτερ φαμίλια» στην περιπέτεια της Αμερικής. Οι περισσότεροι μετανάστες ξεκινούν από πιατάδες ή σπρώχνουν ένα καροτσάκι με χοτ-ντογκ στους δρόμους της μεγαλούπολης μέχρι να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να στήσουν τη δική τους επιχείρηση. Και τα καταφέρνουν!

Πώς πέτυχαν μέσα σε τόσο λίγα χρόνια και με τέτοιο ανταγωνισμό να επιβιώσουν αλλά και να διαπρέψουν οι συμπατριώτες μας; Με πολλή δουλειά, ευελιξία στις δύσκολες συνθήκες και επιχειρηματική ευστροφία. Σε όποια «ντάινα», «ρέστοραν» ή «κόφι σοπ» και να πας, από το Μπρούκλιν ώς το Μανχάταν κι από την Αστόρια ώς το Μπρονξ, υπάρχει ένας Ελληνας. Μπορεί να είναι ο ιδιοκτήτης, ο μάγειρας ή η σερβιτόρα. Και σίγουρα θα βρεις μία τουλάχιστον «greek salad». Οι Ελληνες είναι παντού. Κι αν δεν είναι αυτοί, υπάρχουν τα φαγητά τους.

Εν αρχή ην… Πελοπόννησος

Το 1857 ο Σπύρος Μπαζάνος από τη Σπάρτη άνοιξε ένα μικρό ελληνικό εστιατόριο στην οδό Ρούζβελτ 7, στο Μανχάταν. Την «Πελοπόννησο». Ετσι ξεκίνησαν οι Ελληνες την είσοδό τους στο χώρο των εστιατορίων και του φαγητού για να καταφέρουν στα χρόνια που ακολούθησαν να κυριαρχήσουν τόσο απόλυτα που οι κοινωνιολόγοι να μιλούν για «ελληνικό φαινόμενο» και η κοινή γνώμη να φτιάχνει ανέκδοτα: «Τι κάνουν δύο Ελληνες που συναντώνται στη Νέα Υόρκη; Εστιατόριο».

Ο Ελληνας που νίκησε τον Ντόναλντ Τραμπ!

Και το ανέκδοτο έχει βάση, αφού, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή, από τις 120.000 εστιατόρια που υπάρχουν στις ΗΠΑ το 20% είναι ελληνικής ιδιοκτησίας.

Σήμερα, η Νέα Υόρκη έχει δημιουργήσει μεγάλη παράδοση στο πρόχειρο φαγητό. Τα χοτ ντογκς, τα πρέτζελς (κουλούρια με χοντρό αλάτι), τα μάφινς (μικρά κέικ) αλλά και τα μπέγκελς (φρυγανισμένα κουλούρια), τα παγωτά και τον καφέ μπορεί κανείς να τα βρει ανά πάσαν στιγμή μέσα στην πόλη. Και, βέβαια, δεν λείπουν τα σουβλάκια και οι πίτες με γύρο.

Πριν από πέντε χρόνια, οι New York Times αφιέρωσαν το πρωτοσέλιδό τους στο κατόρθωμα της οικογένειας Μάκκου. Ο Θεμιστοκλής Μάκκος, 69 ετών, και οι δυο γιοι του είχαν νικήσει σε πλειοδοτικό διαγωνισμό τον μεγιστάνα Ντόναλντ Τραμπ και είχαν πάρει, στην κυριολεξία, μέσα από τα χέρια του την εκμετάλλευση του παγοδρομίου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Σήμερα, η οικογένεια Μάκκου έχει στην κυριότητά της τα περισσότερα καροτσάκια στα πιο εμπορικά σημεία της πόλης. Επίσης, ελέγχει την τροφοδοσία του 90% των πλανόδιων μικροπωλητών, αφού έχει αγοράσει εργοστάσια παραγωγής χοτ ντογκ και πρέτζελ. Στο βιβλίο της Μ. Τσοσκούνογλου, ο Γιώργος Μάκκος αφηγείται την ιστορία του πατέρα του: «Ηρθαμε στην Αμερική το 1974. Πρώτη δουλειά του πατέρα μου ήταν στα εστιατόρια, ψήστης. Μετά πήρε ένα καροτσάκι και πουλούσε κουλούρια, τα πρέτζελς. Τα καροτσάκια τότε ήταν ξύλινα. Ηθελαν διαρκώς επισκευές, γιατί η βροχή και το χιόνι σάπιζαν το ξύλο. Ο πατέρας μου σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα φτιάξει καλύτερα. Δηλαδή από ανοξείδωτο μέταλλο, με διαφανή προστατευτικά καλύμματα. Σε λίγους μήνες, όλοι οι μικροπωλητές είχαν αντικαταστήσει τα καροτσάκια τους με αυτά «του Μάκκου» όπως έλεγαν».

Οι κυρίες της Φιλοπτώχου

Βασική οργανωτική μορφή των Ελλήνων της Αμερικής ανέκαθεν ήταν οι κοινότητες. Κάθε κοινότητα-ενορία έχει τη δική της Φιλόπτωχο Εταιρεία Κυριών. Η κλωστή που συνδέει τις ιστορίες τους είναι τα μαγειρέματα που φτιάχνουν ανάλογα με τις μνήμες, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους. Οι γυναίκες-μέλη, εκτός από το φιλανθρωπικό τους έργο, φροντίζουν να μεταλαμπαδεύουν την παράδοση στις νεώτερες γενιές. Και παράδοση σημαίνει: και φαγητό.

Η Χριστίνα Ζούμα έχει αρχιτεκτονικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Στο βιβλίο μιλάει για όσα κληρονόμησε από τη Χιώτισσα μητέρα της: «Από την κουζίνα της μαμάς μου κουβαλάω τα μυρωδικά. Μου άρεσαν τα σουτζουκάκια της και η μουσταλευριά. Ο κόσμος εδώ αγαπάει την ελληνική κουζίνα. Εχουν πάει πολλοί στην Ελλάδα, έχουν δει τον Παρθενώνα, έχουν φάει και κάνα δυο φαγητά. Μπορώ να πω στους φίλους μου «Let’s go Greek tonight» (πάμε να φάμε ελληνικό απόψε)».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή