Προσωπα

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αγωνία, φόβος, ελπίδα, προσμονή, μα πάνω απ’ όλα απόγνωση για τον εγκλωβισμό τους στη γη του Ιράκ. Οπλισμένοι σαν αστακοί, με τα τελειότερα όπλα, με τα πιο αποτελεσματικά άρματα μάχης, με ελικόπτερα και αεροπλάνα τελευταίας κοπής… Κι όμως, οι Αμερικανοί στρατιώτες, όσο ποτέ στο παρελθόν δείχνουν ευάλωτοι, ανίκανοι να υπερσπιστούν τη μονάδα τους, τον οπλισμό τους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Στη γωνιά του δρόμου στη Βαγδάτη, στο Τικρίτ, στη Φαλούτσα, ο θάνατος -αγέρωχος και επιλεκτικός- καραδοκεί και με την πρώτη ευκαιρία αποδεικνύει ότι η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ δεν μπορεί να αυθαδιάζει μπροστά στην υπερμεγέθη δύναμή του.

Λένε πως στο τρίγωνο του διαβόλου -το σουνιτικό τρίγωνο του Ιράκ- ο αμερικανικός στρατός θα πληρώσει για τις πληγές τις χαίνουσες του ιρακινού λαού. Οσοι πίστευαν πως η εισβολή θα ‘ταν ένας περίπατος σε «μυρωμένους» κήπους, με πολίτες που θα ανέμιζαν οικειοθελώς αμερικανικές σημαιούλες, έσφαλλαν οικτρά. Γιατί αυτό που διακρίνεται σήμερα δεν είναι τίποτ’ άλλο από τον εγκλωβισμό των Αμερικανών στον αντάρτικο κλοιό των Ιρακινών εξτρεμιστών.

Θυμάμαι εκείνες τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Τότε που τα σενάρια πήγαιναν κι έρχονταν σεριάνι. Οταν στρατιωτικοί αναλυτές στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, έγραφαν πως οι Αμερικανοί ενδέχεται να εμπλακούν σ’ ένα εξαντλητικό από κάθε πλευρά αντάρτικο βιετναμικών προδιαγραφών. Με λίγα λόγια, προέβλεπαν πως ο πιστός στον Σαντάμ Χουσεΐν ιρακινός στρατός θα έσερνε τους Αμερικανούς στη Βαγδάτη και στη συνέχεια θα τους τσάκιζε τα κόκκαλα.

Οι εξελίξεις έδειξαν πως η ζωή έχει το ταλέντο να ανατρέπει ακόμη και τα πιο καλοδουλεμένα σενάρια και στο τέλος να στήνει καρτέρι σε όσους αψηφούν τη βαθιά ανθρώπινη φιλοσοφία της.

Είδαμε, λοιπόν, τον αμερικανικό στρατό να εισβάλλει στη Βαγδάτη με ελάχιστες απώλειες και να γίνεται μάρτυρας μιας άνευ προηγουμένου οπισθοχώρησης των ιρακινών στρατιωτών, που σχεδόν γυμνοί και εξαθλιωμένοι πάσχιζαν να διασχίσουν την κοίτη του ποταμού για να κρυφτούν στην πρώτη κρύπτη. Τότε, όλοι λέγαμε: τι κρίμα, φαλάγγι τους πήραν οι Αμερικανοί? πού πήγε ένας από τους ισχυρότερους στρατούς του κόσμου;

Μόνο που ο χρόνος, ο ταλαντούχος χρόνος έχει τη δική του νομοτελειακή πορεία. Και συν τοις άλλοις αποδεικνύεται καρτερικός. Γιατί, τι άλλο από καρτερία χαρακτηρίζει τα γεγονότα που ακολούθησαν; Τις ασυγκράτητες και κάθε άλλο παρά σεμνές δηλώσεις πολλών ιθυνόντων της Ουάσιγκτον που θριαμβολογούσαν για ψύλλου πήδημα και πάνω στον ενθουσιασμό τους κόντευαν να μας πουν ότι είχαν συλλάβει τον Σαντάμ, τον Οσάμα και τον Ομάρ! Τις θριαμβευτικές ομιλίες του προέδρου Μπους, συγκλονιστικές και συνάμα θεατρικές. Μέχρι σε πολεμικό αεροπλανοφόρο ανέβηκε ο πρόεδρος για να δώσει κύρος και έμφαση στην αναγγελία της λήξης των εχθροπραξιών. Πού να φανταστεί ο ενάρετος αυτός άνθρωπος ότι στην πραγματικότητα χάρασσε τις γραμμές ενός αιματηρού πολεμικού κύκλου του οποίου, εμείς τουλάχιστον, αδυνατούμε να βρούμε το νήμα για να οδηγηθούμε στην έξοδο.

Πριν από αρκετούς μήνες πιστεύαμε πως το γόητρο της Αμερικής θα πληγεί ανεπανόρθωτα -ίσως περισσότερο απ’ ό,τι επλήγη την 11η Σεπτεμβρίου- όταν τα πρώτα φέρετρα αρχίσουν να επιτρέφουν στη γενέθλια γη. Κι αναρωτιόμαστε τι θα σκαρφιζόταν η κυβέρνηση Μπους για να αντιμετωπίσει αυτό το ενδεχόμενο και ποιος θα ήταν ο πολιτικός αντίκτυπος της επιστροφής;

Τελικά, τα φέρετρα φθάνουν καθημερινά πλέον παντού… στο Μισούρι, στη Μινεσότα, στο Σιατλ, στην Τζόρτζια. Και γύρω τους συγκεντρώνεται συντετριμμένη η φιλτάτη οικογένεια του νεκρού στρατιώτη. Ανθρωποι απλοί οι γονείς και οι φίλοι. Που δεν είχαν ποτέ, ώς τη στιγμή του πολέμου, συμβιβαστεί με τη βία? αντίθετα, πίστευαν πως «της ανθρωπιάς απαρασάλευτο υπόστρωμα είναι η απάρνηση της βίας». Προφανώς και εξαπατήθηκαν από τους διάσπαρτους Ράμσφελντ, Περλ και Γούλφοβιτς για να βρεθούν σήμερα στη θέση αυτών που μένουν πίσω θρηνώντας στο διηνεκές τη δική τους απώλεια.

Διάβαζα στον βρετανικό «Γκάρντιαν» την ανταπόκριση του Γκάρι Γιανγκ από τη στρατιωτική βάση του Ντόβερ στο Ντελαγουέρ. Εκεί όπου οι γονείς και η σύζυγος του Αρτιμους Μπράσφιλντ παρακολούθησαν τη νεκρώσιμη ακολουθία του γιου και συζύγου. Του Αμερικανού στρατιώτη Αρτιμους Μπράσφιλντ. Εκεί όπου οι παρευρισκόμενοι πληροφορήθηκαν ότι ο Λευκός Οίκος είχε απαγορεύσει την τηλεοπτική κάλυψη του γεγονότος!

Στα κρυφά, λοιπόν, χωρίς τη λάμψη της κάμερας, ο ήρωας, σκεπασμένος με την αμερικανική σημαία, θα βυθιζόταν στον σκοτεινό κόσμο του θανάτου και δεν θα το μάθαινε κανείς! O φόβος να εξαπλωθεί η εικόνα, να αναμεταδοθεί από άλλα κανάλια, να γίνει ντόρος για τους νεκρούς και τις μεγάλες απώλειες υπερίσχυε, όπως και η αγωνία για τον βαθμό επηρεασμού της κοινής γνώμης…. ένας φαύλος κύκλος, το αποτέλεσμα της βίας…

Ο 22χρονος Μπράσφιλντ σε όλη τη σύντομη ζωή του δύο πράγματα επιθυμούσε: να παίξει μπάσκετ και να υπηρετήσει στον στρατό. Το περίεργο είναι ότι ο θάνατος τον βρήκε τη στιγμή που έπαιζε μπάσκετ στη στρατιωτική βάση Σαμίρι, στο Ιράκ στις 24 Οκτωβρίου, όταν ένας όλμος σκότωσε εκείνον και τον κολλητό του, τον 26χρονο Χοσέ Μορά. Οι συγγενείς έλεγαν στην κηδεία ότι ο νεαρός ήταν τόσο παθιασμένος με τον στρατό, ώστε έδωσε τρεις φορές εξετάσεις. Οταν όμως έφτασε στο Ιράκ, τα πάντα μέσα του άλλαξαν. Αρχισε να αμφιβάλλει για την ορθότητα του εγχειρήματος. Ανησυχούσε για τη ζωή του, τη ζωή των φίλων του. Τον ενοχλούσε ο ζεστός αέρας και συχνά νοσταλγούσε το σπίτι του. Σε ένα από τα e-mail προς τη μητέρα σημείωνε: Να ευχαριστούμε το Θεό που είμαστε Αμερικανοί, γιατί δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ». O πατέρας του Αρτιμους, γράφει ο Βρετανός δημοσιογράφος, αδυνατούσε να υψώσει το κεφάλι. Συνεχώς αμφέβαλλε για τον αντίκτυπο της θυσίας του παιδιού του κι αναρωτιόταν ποιος θα είναι ο επόμενος γονιός που θα θρηνήσει.

Για χρόνια η πολιτική ορθοδοξία στις ΗΠΑ υπαγόρευε ότι δεν θα υπήρχαν ποτέ πια τέτοιες αιματηρές ημέρες. Οχι γιατί η Αμερική δίσταζε να μπει σ’ ένα πόλεμο, αλλά επειδή μετά το Βιετνάμ ήταν αποφασισμένη να αποφύγει τις μεγάλες απώλειες. H αμερικανική πολεμική μηχανή, επομένως, επέλεγε να βομβαρδίζει από μεγάλο ύψος ή να χρησιμοποιεί άλλους για να επιβάλει τη βούλησή της. H κοινή γνώμη θα προσυπέγραφε οποιαδήποτε ανάληψη στρατιωτικής δράσης, όσο διαστημα το έθνος δεν θα έβλεπε τις σορούς των παιδιών του να επιστρέφουν πίσω σε φέρετρα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά και είναι ζήτημα χρόνου ο αναβρασμός. Και θα ‘ναι ο κόσμος των διανοουμένων αυτός που θα σηκώσει τη ματωμένη, πια, αμερικανική σημαία. Ηδη στην Αμερική κυκλοφορούν αρκετά αντι-μπουσικά βιβλία, όπως αυτό του γνωστού σκηνοθέτη Μάικλ Μουρ (Πού είναι η πατρίδα μου, μάγκα;) ή του κωμικού Αλ Φράνκεν (Ψεύδη), του συγγραφέα Μπενζαμίν Μπάρμπερ (H αυτοκρατορία του φόβου), του οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν (H μεγάλη εμπλοκή), του δημοσιογράφου Τζάκομπ Βάισμπεργκ (κι άλλοι Μπουσισμοί)…

Πολλές φορές οι εκδότες μας μάς προτρέπουν να γράφουμε ευχάριστες ειδήσεις. Φοβούνται πως οι αναγνώστες δυσανασχετούν κάθε φορά που εμφανίζουμε την αρνητική πλευρά τούτου του κόσμου. Κι έχουν δίκιο. Αλλά υπάρχουν γεγονότα που δεν μπορείς να τα προσπεράσεις, δεν μπορείς να τα στριμώξεις στα αζήτητα του μυαλού σου, γιατί αυτά τελικά ορίζουν το επόμενο περιβάλλον μέσα στο οποίο όλοι θα κληθούμε να ζήσουμε και να προσαρμοστούμε. Για τους ζώντες σε κατάσταση διαρκούς ευφορίας… τα καλά νέα, μια άλλη φορά…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή