Σον Πεν: και καλλιτέχνης και πολίτης

Σον Πεν: και καλλιτέχνης και πολίτης

5' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βρισκόμαστε στο Μαρίν Κάουντι του Σαν Φρανσίσκο, σ’ ένα ινδικό εστιατόριο. Μυρίζει κάρι και από κάπου έρχεται μουσική με σιτάρ. Σε μια γωνιά, ανάβοντας ένα τσιγάρο με την ελπίδα να μην εφαρμόζει πολύ αυστηρά ο εστιάτορας την απαγόρευση, ο Σον Πεν μιλάει για τη δουλειά του και τη ζωή του αυτούς τους τελευταίους δώδεκα περιπετειώδεις μήνες.

«Ο E. L. Doctorow είπε κάτι που το έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές», λέει, «ότι η ευθύνη του καλλιτέχνη είναι να γνωρίζει τον καιρό στον οποίο ζει». Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα του σε γοργό μουρμουρητό. Παρ’ όλη την «επιθετική» δημόσια εικόνα του, ο Σον Πεν μοιάζει εύθραυστος. Δεν είναι ψηλός -γύρω στο 1,75- και είναι λιγνός σαν χορευτής. Από μακριά, καθώς περίμενε στη γωνία έξω από το ρεστοράν βαδίζοντας πέρα-δώθε και καπνίζοντας, έμοιαζε χαμένος και απροσάρμοστος, σαν κάποιος από τους αλητόβιους φυγάδες των ταινιών του. Από κοντά, είναι καθαρός και φρεσκοξυρισμένος, με φωτεινά μπλε μάτια και ολόλευκα αθλητικά παπούτσια.

Εχει περάσει ένας χρόνος από τότε που η επίσκεψή του στο Ιράκ τον έκανε το πρόσωπο-έκπληξη του αντιπολεμικού κινήματος. H «Νιου Γιορκ Ποστ» ακόμα τον βρίζει («Bagdad Sean» τον αποκαλούν ακόμα οι «εθνικόφρονες»). Στα δικαστήρια εκκρεμεί η αγωγή του κατά του παραγωγού Στιβ Μπινγκ, επειδή ακύρωσε ένα συμβόλαιο 10 εκατομμυρίων δολαρίων όταν ο Πεν μίλησε εναντίον του πολέμου στην εκπομπή του Λάρι Κινγκ.

Ρόλοι με ουσία

Παρ’ όλ’ αυτά, από επαγγελματική άποψη πέρασε μια εξαιρετικά γόνιμη περίοδο, που του έδωσε δύο από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους του. Επαιξε στο «Σκοτεινό ποτάμι», το μελαγχολικό θρίλερ του βετεράνου Κλιντ Ιστγουντ, και στο αιχμηρό «21 Grams», του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, του νέου Μεξικανού σκηνοθέτη που έχει κερδίσει μεγάλη εκτίμηση.

Και οι δύο είναι ρόλοι με ουσία, και το όνομα του Πεν έρχεται πάλι να παίξει στις υποψηφιότητες για Οσκαρ, το οποίο ακόμη δεν έχει κερδίσει. Οι ερμηνείες του είναι τόσο διαφορετικές που σχεδόν δεν τον αναγνωρίζεις από τη μία ταινία στην άλλη, μια χαμαιλεόντεια ικανότητα που χαρακτηρίζει γενικά τη δουλειά του.

Ο Σον Πεν έκανε την πρώτη από τις πρόσφατες ταινίες του λίγο πριν από την ανάμιξή του στο θέμα του Ιράκ και τη δεύτερη αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Βαγδάτη. H παθιασμένη ανάμιξή του στο θέμα του πολέμου αντανακλάται στη βαθιά προσήλωσή του στους ρόλους που ανέλαβε, τόσο στην ταινία του Ιστγουντ όσο και του Ινιαρίτου.

Τον Οκτώβριο του 2002, ο Σον Πεν διέθεσε 56.000 δολάρια για να δημοσιεύσει μια ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο Μπους στην «Ουάσιγκτον Ποστ», καλώντας τον πρόεδρο να μην προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον του Ιράκ. Το ύφος της επιστολής δεν προκάλεσε τόση έκπληξη όση το όνομα του Πεν ως υπογράφοντος. O πατέρας του, ο μακαρίτης πλέον τηλεοπτικός σκηνοθέτης Λίο Πεν, είχε μπει στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ τα χρόνια του μακαρθισμού, με αποτέλεσμα ο Σον να έχει μάθει να κρατάει τις πολιτικές απόψεις του για τον εαυτό του.

Πριν από πέντ’ έξι χρόνια, μετακόμισε από το Χόλιγουντ στη Μαρίν Κάουντι, στον όρμο του Σαν Φρανσίσκο, όπου μένει τώρα με τη γυναίκα του, τη Ρόμπιν Ράιτ, και τα δύο παιδιά τους. H περιοχή αυτή, ωστόσο, έχει μια φλέβα προοδευτικότητας που κάνει το Χόλιγουντ να μοιάζει με θερμοκήπιο της φρονιμάδας. Εδώ, οι χαμηλών τόνων πολιτικές απόψεις είναι η εξαίρεση και η δημοσίευση του Πεν θεωρήθηκε γενικά ως το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κανείς στη θέση του. Την εκτίμησε ιδιαίτερα, ωστόσο, ο Νόρμαν Σόλομον, επικεφαλής του Institute for Public Accuracy, μιας ομάδας δημόσιου πολιτικού διαλόγου με έδρα το Σαν Φρανσίσκο. O Σόλομον είχε διοργανώσει πολλές αποστολές διερεύνησης της αλήθειας στη Βαγδάτη και έγραψε στον ηθοποιό προτείνοντάς του να πάρει μέρος στην επόμενη αποστολή. Προς έκπληξή του, ο Πεν δέχτηκε και κατάφερε να συμπιέσει μια περιοδεία σε νοσοκομεία, σχολεία, φτωχογειτονιές και το γραφείο του υπουργού Εξωτερικών του Ιράκ μέσα σε τρεις μέρες, προτού επιστρέψει στο Μέμφις για τα γυρίσματα του «21 γραμμάρια». O Σόλομον είπε ότι ο ηθοποιός τον εξέπληξε με τη σεμνότητα, τον ανθρωπισμό και τον ξεκάθαρο τρόπο σκέψης του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Σον Πεν κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς ως ελιτιστής προοδευτικός, που η παρορμητική πράξη του είχε υπονομεύσει την εικόνα της αμερικανικής ενότητας.

Απειλητικά τηλεφωνήματα

Οπως λέει, πήγε στο Ιράκ γιατί δεν πίστευε τις δικαιολογίες της κυβέρνησης Μπους και γιατί φοβόταν ότι τα ζητήματα δεν έμπαιναν σε συζήτηση, επειδή πάρα πολλοί Αμερικανοί αισθάνονταν φοβισμένοι. O Σον Πεν, ωστόσο, δεν είναι από ιδιοσυγκρασία ειρηνόφιλος – είναι γνωστό ότι έχει μπλέξει σε πολλούς καβγάδες. Μετά την επιστροφή του από το Ιράκ ένα αυτοκίνητό του κλάπηκε στο Μπέρκλεϊ. Μέσα υπήρχαν ένα περίστροφο Σμιθ εντ Γουέσον και ένα γεμάτο πιστόλι Glock των 9μμ. «Είχα δεχτεί μερικές πολύ σοβαρές απειλές», λέει. «Ξέρω πολύ καλά ποιος έκλεψε το αμάξι μου». Δεν προσθέτει τίποτ’ άλλο, αλλά γνωρίζουμε ότι το 2001 πήρε άδεια οπλοφορίας έπειτα από τα απειλητικά τηλεφωνήματα ενός πρώην υπαλλήλου του, που τον είχε απολύσει πριν από μερικά χρόνια.

Εν μέσω όλων αυτών, εξακολούθησε να γυρίζει ταινίες. O τελευταίος μεγάλος ρόλος του ήταν στο φιλμ «T’ όνομά μου είναι Σαμ», το 2001, ένα συναισθηματικό δράμα για έναν άνδρα οριακής νοημοσύνης που διεκδικεί την κηδεμονία του παιδιού του. O ρόλος έφερε την τρίτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ. Επέστρεψε κατόπιν στη σκηνοθεσία, υπογράφοντας την αμερικανική συμμετοχή στο «September 11», μια συλλογή ταινιών μικρού μήκους απ’ όλο τον κόσμο.

Ο Σον Πεν ενδιαφερόταν από καιρό να συνεργαστεί με τον Κλιντ Ιστγουντ, η ευκαιρία ωστόσο ήρθε το 2002, με την ταινία «Μυστικό ποτάμι», κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντένις Λέχαν. H υπόθεση αφορά τις συνέπειες της κακοποίησης ενός παιδιού σε εργατική συνοικία της Βοστώνης και τους τρόπους που επιδρά αυτή η πράξη βίας μια γενιά αργότερα, όταν ένα παρόμοιο έγκλημα συμβαίνει στην ίδια γειτονιά.

Στο φιλμ «21 γραμμάρια» ο Πεν ερμήνευσε και πάλι έναν πολύ ενδιαφέροντα ρόλο. Εναν άνδρα στα πρόθυρα του θανάτου που του δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία και θέλει να ξεπληρώσει το χρέος του στη συναισθηματικά τραυματισμένη γυναίκα που τον βοήθησε (την ερμηνεύει η Ναόμι Γουότς). Στην αρχή, ο Ινιαρίτου τον είχε φανταστεί στον ρόλο του «κακού» της ταινίας, που τελικά τον έδωσε στον Μπενίσιο ντελ Τόρο. «Μόλις είχε έρθει από τη Βαγδάτη», θυμάται ο Μεξικανός σκηνοθέτης, ο οποίος γνώρισε τον Πεν όταν εκείνος του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί για την ταινία του «Χαμένες αγάπες». «Τον είδα εξαντλημένο και πολύ τρυφερό, και τελικά αποφάσισα ότι του ταίριαζε ο ρόλος του πιο συναισθηματικού ήρωα».

Η λιτή ερμηνεία του αποδίδει εξαιρετικά την αίσθηση του αποπροσανατολισμού και του πόνου. «Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να συναισθάνεσαι τη ζωή σου, κι εκείνο τον καιρό ένιωθα πραγματικά μουδιασμένος απ’ όσα είχα δει, από τον φοβερό σουρεαλισμό των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Και ήθελα να ενσωματώσω αυτά που αισθανόμουν στον ρόλο».

Τώρα σχεδιάζει να πάρει έναν χρόνο άδεια από τα πλατό, έχοντας ολοκληρώσει ένα σενάριο πάνω στο βιβλίο του Νιλς Μίλερ The assassinatioof Richard Nixon. Σκοπεύει επίσης να κάνει κάτι βασισμένο στην εμπειρία του από το Ιράκ. «Αρχισα να γράφω αμέσως μετά, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι θα βγει από αυτό, καλλιτεχνικά. H ζωή σου είναι αυτό που κουβαλάς σε κάθε σενάριο», λέει ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Το επάγγελμα αυτό έχει να κάνει με τη ζωή. Εχει να κάνει με ερωτήσεις όπως «Ποιος είσαι; Πώς αισθάνεσαι; Τι έχεις να πεις;»»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή