Ενα Βλεμμα

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H διαδρομή στην πόλη είναι διάπλους στη θάλασσα της βουλιμίας, της ασίγαστης δίψας, της βιασύνης, της αφηρημάδας και της αποτραβηγμένης σκέψης? σκοντάφτεις σε άτοκες δόσεις, σε χαρωπές διαφημίσεις και σκυθρωπούς διαβάτες? κυκλωμένος απ’ τη διαρκή, άχρονη χαρά του shopping και την πραγματικότητα του βιαστικού χρόνου? σε σπρώχνει η ανάγκη.

Διαπλέεις την πόλη, δηλαδή: βλέπεις. Είσαι το βλέμμα σου. Και το βλέμμα είναι η πόλη. «Τα μάτια σου σαν μαγαζιών βιτρίνες φωτισμένες…», συνοψίζει τη σημερινή μας συνθήκη ο Μπωντλαίρ (Ανθη του κακού). Θα πρόσθετα: Και φωτισμένα billboards και ολόφωτες επιγραφές και κυλιόμενες γιγαντοοθόνες? η πόλη είναι φαντασμαγορία, μια ορεκτική μεταφορά για τη ζωή που καλούμεθα να ζήσουμε, να ακολουθήσουμε πειθήνιοι. Η πόλη είναι σαγήνη? το βλέμμα όργανο της μάγευσής μας. Μαγεία είναι τα εμπορεύματα.

Η πόλη είναι η Αθήνα. Ολες οι ελληνικές πόλεις είναι Αθήνα. Κάθε πλατεία τους περιέχει ένα Εβερεστ κι ένα Γρηγόρη, ένα Hondos κι ένα Γερμανό, αθηναϊκό DNA. Κάθε πόλη περιέχει greeklish μετωνυμίες, φαιδρές ναι, μα τόσο ενδεικτικές της πραγματικότητας: από την αξέχαστη Ξίος-Χios Bank έως την Εμπορική που ντύθηκε Emporiki, όλες οι τράπεζες λέγονται bank και θεσμίζουν με το κύρος του χρήματός τους τα greeklish των ίντερνετ καφέ.

Μετωνυμία, μετασχηματισμός, οι ενοχλητικές παρωνυχίδες λιμάρονται για να επιτευχθεί η λαμπερή ομοιομορφία, ο πλούτος επιδεικνύεται για να τον φθονήσουν όλοι, βιτρίνες και ρεκλάμες βοούν ολόφωτες, η επαφή γλιστράει σε επικοινωνία, οι άνθρωποι είναι ξένοιαστα μοντέλα είκοσι-κάτι στις γιγαντοαφίσες της κινητής τηλεφωνίας. Το βλέμμα αναζητεί αυτά τα χαρωπά πρόσωπα της διαφήμισης, γύρω: αντικρίζει βιαστικούς διαβάτες, ρυπαρά πεζοδρόμια, βροχερούς δρόμους. Δεν μοιάζουν.

Δεν ακούς. Δεν ακούς κόρνες, βρισιές, τον μόνιμο αχό. Κάτι πρωινά, ακούς: πλανόδιους μουσικούς με ακορντεόν και κλαρίνο, τραγουδούν ακαθόριστα ελληνικά? όσες ξέμειναν νοικοκυρές στα σπίτια πετούν κέρματα από τα μπαλκόνια. Με τις μουσικές αυτές τις ξεφτισμένες ακούς τον παλαιό χρόνο: «…Παλαιικά ντυμένα, ιδές τα Χρόνια / Τα πεθαμένα, απ’ τ’ ουρανού να γέρνουν τα μπαλκόνια» (Μπωντλαίρ). Ιρις ενώνει τον Λυκαβηττό με τα Τουρκοβούνια.

Νύχτα ξανά θ’ ακούσεις. Το techno πάρτι των φοιτητών, το πολυφωνικά μοιρολόγια των Αλβανών (πόσο δικά μας…), τους μεθυσμένους Πολωνούς στον ακάλυπτο, μια φθαρμένη τσιτσόρνια στη συνεστίαση των Ρωσοπόντιων, αναστεναγμούς… Τότε ακούς χωρίς να βλέπεις. Φαντάζεσαι. Κι ανασυνθέτεις την πόλη που σε τυλίγει, άλλη – πλούσια, αισθησιακή, μυστήρια και οικεία.

Την ημέρα κοιτάς. Στο μετρό είσαι αναγκασμένος να κοιτάς, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς? το έχει επισημάνει ο Ζίμμελ εκατό χρόνια νωρίτερα. Βλέπεις χωρίς να ακούς, χωρίς να προσέχεις? όμως, είσαι καταδικασμένος να βλέπεις. Βλέπεις πρόσωπα τραβηγμένα στον εαυτό τους, άδεια, με φυλαγμένα χαρακτηριστικά, κουρασμένα χέρια, τσαλακωμένες γόβες, μάτια που προσπαθούν να ακουμπήσουν έξω, οπουδήποτε αλλού εκτός από το άλλο βλέμμα, το καυτό, το άλλο. Το βλέμμα αποφεύγει τον καθρέφτη του.

Γεωγραφείς. Το ιστορικό κέντρο, το πρώην καταφρονεμένο και φτενό, μεταμορφώθηκε σε Wall Street? κι εκεί οι τράπεζες επιδεικνύουν το σφρίγος τους, τα δάνεια, τα κτίριά τους. Ανάμεσά τους, νησίδες: καφέ για τους ανθρώπους των γραφείων? καφενεία για λόγιους που σπρώχνουν μια ωρίτσα με εσπρέσο και αναδίφηση του Εμφυλίου? βουερές καφετέριες για τη νεολαία? καρότσια και ξέμπαρκοι πλανόδιοι για τους μετανάστες εργατικούς – ο καθείς και η νησίδα του. Λίγα μέτρα από τη ματαιόσπουδη Wall Street, φυτρώνουν μικρές Κίνες, Ινδίες, Αραβίες… Σκουρόχρωμοι στέκονται στα πεζοδρόμια, σε διαρκές dare e avere, τηλεφωνεία για το κοινό, WesterUnioγια τα ιδρωμένα εμβάσματα, μπαχαρικά, κινέζικα παιχνίδια, εποχικά, μπριζολάδικα, και καθώς ξεφτίζει η φτωχολογιά-που-παράγει-πλούτο, νάτη ξανά η Ανω Ελλάδα, η φανερή: ο ιδρώτας, τα λεωφορεία, τα λαθραία τσιγάρα εξαφανίζονται, σιωπηλά όπως ήρθαν, και αναδύεται η Ζώνη της Ψυχαγωγίας. Θέατρα, ρεστοράν, μπαρ, γκαλερί, πινακοθήκες. Να, φωτίζεται τις νύχτες το Γκαζοχώρι των Πομάκων και το Μεταξουργείο των πορνείων, ο Ψυρρής του Μιχαήλ Μητσάκη και των τσαγκαράδων… Η πόλη αλλάζει φορεσιά, αλλάζει την ψυχή της.

Νύχτωσε πάλι. Πετάς. Στους μητροπολιτικούς δρόμους, όπως τους βλέπει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: Αβυσσοι πάνω από τις οποίες, πολύ ψηλά, περνούν τα σύννεφα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή