H νοσταλγία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού

H νοσταλγία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού

6' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγο καιρό γιορτάστηκε στη Μόσχα η φετινή επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης με γιορτές και πανηγύρια, με παρελάσεις στην Κόκκινη Πλατεία και με κάθε είδους διασκέδαση που πρόσφερε στους νέους Ρώσους πολίτες η αργία της ημέρας. Τα αισθήματα ήταν ανάμικτα και ο καθένας αναπολούσε το παρελθόν με το δικό του τρόπο. Το σοσιαλιστικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας ανήκε πλέον στην ιστορία με τις αναμνήσεις όμως πρόσφατες να ζωντανεύουν στη μνήμη των ανθρώπων εικόνες πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συμπεριφοράς ενός κόσμου, που από το 1920 εκπροσωπούσε η δημιουργική παρουσία του «Νέου Ανθρώπου». Αν μείνει κανείς στα εικαστικά πράγματα και δει γραμμικά τα γεγονότα, πρόκειται για την εικόνα μιας πορείας από τη γνωστή πλέον πρωτοπορία στον «άγνωστο» σήμερα σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Για πολλούς ο θάνατος του Λένιν το 1924 σηματοδότησε μια αλλαγή στη χρήση νέων μέσων και μεθόδων -ιδίως στη φόρμα με τη χρήση της φωτογραφίας, του κολάζ κ.λπ.- με σκοπό την παρουσίαση του νέου ενοποιημένου σοσιαλιστικού κόσμου και προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν αρχικά και καλλιτέχνες -μεγάλοι πρωταγωνιστές της πρωτοπορίας- όπως οι Μαλέβιτς, Ρότσενκο, Κλούτσις κ.ά. Το πολύ γνωστό έργο του Μαλέβιτς «Κοπέλες στο λιβάδι», από το 1928/32, θεωρείται, τρόπον τινά, η συμβιβαστική πρόταση του καλλιτέχνη προς τη νέα καθοδηγούμενη και κυρίαρχη σοβιετική τέχνη και το έργο με το οποίο ο μεγάλος ζωγράφος επιστρέφει στην εικονιστική ζωγραφική ύστερα από μια μακρά περίοδο κυριαρχίας της γεωμετρικής φόρμας της σουπρεματιστικής φάσης της τέχνης του.

Με πρωταγωνιστές Στάλιν και Λένιν

Η πορεία ωστόσο της ρωσικής τέχνης από την πρωτοπορία στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών γεγονότων, κοινωνικών και ιδεολογικών διεργασιών μέσω των οποίων μορφοποιείται ένας «Νέος Κόσμος» με πρωταγωνιστές τον Λένιν, τον Στάλιν και τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας καθώς και τα εργαλεία του νέου συστήματος τις μηχανές, τα τρακτέρ, τα τανκς και τα αεροπλάνα με τα οποία οικοδομείται η νέα κοινωνία ως απάντηση στα επιτεύγματα και τα καταναλωτικά προϊόντα του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου. Είναι γνωστό ότι οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, μιας πρωτοπορίας που στα πρώτα επαναστατικά χρόνια (αλλά και πριν) εξέφραζε τα όνειρα και τις φιλοδοξίες μιας γενιάς για τη δημιουργία ενός ιδανικού κόσμου με την επανατοποθέτηση του καλλιτέχνη στην κοινωνία, αναπτύσσουν συνάμα ένα γεωμετρικό και αφηρημένο σύστημα απόλυτης τελειότητας και με βάση ουτοπικές αναζητήσεις στο χώρο της φαντασίας και του πνευματικά απόλυτου. Αντίθετα, οι καλλιτέχνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (όπως οι Ισαάκ Μπρότσκι, Αλεξάντερ Ντεϊνέκα, Σεργκέι και Αλεξάντερ Γκερασίμοβ κ.ά.) περιγράφουν φωτογραφικά την ευτυχισμένη καθημερινή ζωή των σοβιετικών ανθρώπων και τους νέους ήρωες του σοσιαλισμού σαν εκπροσώπους ενός δυναμικού παρόντος και ελπιδοφόρου μέλλοντος με μια γλώσσα που παραπέμπει στην αρχαιότητα, στην αναγέννηση και το μπαρόκ, αποδίδοντας ρεαλιστικά και με τυπικό τρόπο την ίδια τη ζωή «μέσα σε μια συνεχή επαναστατική εξέλιξη», ασκώντας με αυτόν τον τρόπο κριτική στο παρελθόν.

Αλλά, τι είναι στην πραγματικότητα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός; Ως όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1932, εδραιώθηκε ως επίσημη αισθητική αρχή του νέου καθεστώτος (αλλά και ως ιδεολογικό δημιούργημα του μαρξισμού-λενινισμού) το 1934 με σκοπό να συμβάλει -εκτός των άλλων- στη «διαπαιδαγώγηση των εργατών στο πνεύμα του σοσιαλισμού» και κατά τη διατύπωση του Μαξίμ Γκόρκι «η νέα κατεύθυνση είναι πολύ σημαντική για μας και μπορεί να δημιουργηθεί μόνο μέσα από τα στοιχεία της σοσιαλιστικής εμπειρίας».

Ενίσχυση της προπαγάνδας

Στους νέους μεγαλόσχημους πίνακες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ο «μεγάλος αρχηγός» βρίσκεται σε αρμονική συνεργασία με το λαό «του» και η πιστότητα της πραγματικότητας ενισχύει αποτελεσματικά την προπαγάνδα για επαναστατική δράση των μαζών, όπου η ύπαρξη του ατόμου καθορίζεται αντικειμενικά από τις δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας με μια ζωγραφική τεχνική που δεν θα έπρεπε να θυμίζει άλλες αντίστοιχες από το παρελθόν, αλλά να αναζητά τη «χρυσή τομή ανάμεσα στις αντιτιθέμενες ιδεολογικές τάσεις». Προτού αρχίσουν να διατυπώνονται ουσιαστικές αμφισβητήσεις των επιτευγμάτων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (οι οποίες επιταχύνθηκαν ύστερα από το θάνατο του Στάλιν το 1953), η τέχνη αυτή είχε ήδη αποκτήσει μια ομοιομορφία στη φόρμα αλλά και στην έκφραση, συνδέθηκε υποχρεωτικά και με άλλες όψεις της πολιτικής και καθημερινής ζωής με διαπιστώσεις μάλλον οδυνηρές, εξαιτίας της άμεσης σχέσης της τέχνης με την πολιτική του κράτους. Στα βιβλία Ιστορίας της Τέχνης της Δύσης η τέχνη αυτή (ιδίως εκείνη της σταλινικής περιόδου) συμπεριλαμβάνεται στα κεφάλαια που περιγράφουν την τέχνη των ολοκληρωτικών καθεστώτων, μαζί με τις αντίστοιχες του γερμανικού ναζισμού και του ιταλικού φασισμού με εμφανή απαξιωτική διάθεση και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που «χρέωναν» στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό ορισμένες όψεις του «κιτς», λόγω της ύπαρξης σε ορισμένα παροιμιώδη έργα μιας μεγάλης αντίφασης ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο (σύγκρουση ιδεαλισμού και ρεαλισμού).

Επέκταση στη Δύση

Σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και τις μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν στις ανατολικές χώρες, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη στροφή στη μελέτη της τέχνης αυτής της περιόδου με τον εμπλουτισμό της σχετικής βιβλιογραφίας με αρκετούς τίτλους, καθώς η τέχνη αυτή δεν είχε περιοριστεί μόνο στις πρώην ανατολικές χώρες, αλλά είχε επεκταθεί και στη δυτική Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα των μεταπολεμικών χρόνων με έργα που είχαν ευρεία προβολή και διάδοση, πολύ περισσότερη από έργα της αφαίρεσης. Παράλληλα, οι αντίστοιχες εκθέσεις πληθαίνουν όλο και περισσότερο με αποκορύφωμα την έκθεση που αυτήν την περίοδο λαμβάνει χώρα στη Φρανκφούρτη και φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Κομμουνισμός. Φάμπρικα ονείρων – Η εικαστική κουλτούρα την εποχή του Στάλιν», από την οποία προέρχεται και η εικονογράφηση. Από τα κείμενα και τις εκθέσεις επιδιώκεται να επανατοποθετηθεί η κριτική για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό πάνω σε νέα δεδομένα με την εκμετάλλευση κυρίως των πηγών, να γίνουν οι αναγκαίες συγκριτικές παρατηρήσεις με την ανάπτυξη των επιστημονικών εγχειρημάτων και να συσχετισθεί με την εξουσιαστική δύναμη του καθεστώτος. Η μνημειακοποίηση της φόρμας των εικόνων, η εξομοίωση των μεγάλων γεγονότων με τα μικροσυμβάντα της καθημερινής ζωής και η τελετουργική όψη τους σκηνοθετούνται με τρόπο εξόχως σχολαστικό, απαιτώντας μια συναισθηματική σχέση του ατόμου με το πολιτικό σύστημα με στόχο τον θεατή. Ο όρος «νέος» συνδέεται με ορισμένες βασικές λέξεις – κλειδιά, όπως με τις λέξεις άνθρωπος, κόσμος, πράγματα κ.ά., εκεί όπου στηρίζεται και η δύναμη του νέου κράτους. Εχει παρατηρηθεί ότι ορισμένα σύμβολα αυτής της τέχνης (όπως το αεροπλάνο, το τρακτέρ, το αυτοκίνητο και γενικά χαρακτηριστικά σύμβολα της τεχνολογικής ανάπτυξης) είναι σύμβολα «μοντερνικότητας» και απαντώνται στην καπιταλιστική δύση ως «σύμβολα – επιτεύγματα της εργατικής τάξης, που προκαλούν αισθήματα λύπης, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ενωση, όπου ο νέος βιομηχανικός κόσμος ανήκει ολοκληρωτικά στον «κυρίαρχο σοβιετικό λαό». Μια μοντερνικότητα αστικού τύπου, που βασίζεται σε ζωγραφιές με σύμβολα, αποφορτισμένα από βία, πόνο και δραματική συμπεριφορά.

Συλλεκτικό ενδιαφέρον

Το ενδιαφέρον σήμερα για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό υπακούει στις ανάγκες της ιστορικής έρευνας για την τέχνη του 20ού αιώνα, προδικάζει ένα αναμφισβήτητο συλλεκτικό ενδιαφέρον που οδηγεί στη μουσειακή αξιοποίηση καλλιτεχνικών δημιουργιών, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως έργα που ξεπερνούν τα όρια της πολιτικά στρατευμένης τέχνης. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσε να φέρει κανείς στο νου του τη δυτική πρωτοπορία, όπως τη βλέπει σ’ ένα πρόσφατα δημοσιευμένο έργο του Πάουλ Κλεέ, ενός α-πολιτικού και μη στρατευμένου καλλιτέχνη, που είναι καμωμένο το κρίσιμο έτος 1933 και φέρει τον τίτλο «Εκτός Λίστας». Στο αφηρημένο πρόσωπο της εικόνας με την εξπρεσιονιστική χρωματικότητα και τη δυναμικότητα των χιαστί γραμμών αποτυπώνεται πλήρως η τραγικότητα του κόσμου και η χαμένη ζωτικότητα του ανθρώπου. Είναι το έργο στο οποίο εκπροσωπούνται οι πλέον προωθημένες και γνήσιες τάσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, η υψηλών απαιτήσεων καλλιτεχνική πρωτοπορία, είναι ένα έργο που αναμφισβήτητα ανήκει στα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής τέχνης.

(1) O Μ. Παπανικολάου είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, διευθυντής του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή