Αναστοχαστικός απόλογος του B. Λεοντάρη

Αναστοχαστικός απόλογος του B. Λεοντάρη

6' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βύρων Λεοντάρης: «Εως…»

Εκδόσεις «Νεφέλη», 2003, σελ. 41.

Στατιστικές δεν έχω υπόψη μου, κι ίσως δογματίζω, πιστεύω πάντως ότι πολύ λίγοι ποιητές δεν φτάνουν κάποια στιγμή, στο «μεσοστράτι της ζωής τους» περίπου, να πέσουν σε βαθιά και ενίοτε ακυρωτική αμφιβολία για τη δραστικότητα της τέχνης τους, τόσο της δικής τους όσο κι εκείνης των άλλων του «σογιού» τους, και των αξιότερων? Το πρώτο -ορατό- αποτέλεσμα είναι να γράφουν και να δημοσιεύουν αραιότερα πια και να καταγίνονται όλο και περισσότερο με ποιήματα ποιητικής, που δεν είναι πάντοτε άμοιρα φιλαρέσκειας.

Φως και φωτιά

Στα πρώτα χρόνια της εμπλοκής μας με την ποίηση νιώθουμε τις λέξεις να ανεβαίνουν μέσα μας ακατάσχετες, παρθένες, φως και φωτιά μαζί, και θέλουμε να δώσουμε σε όλες τους μορφή και φωνή, με απόλυτη εμπιστοσύνη στη δύναμή τους, στην ανατρεπτική ή δημιουργική ισχύ τους. Με τον καιρό, οι λέξεις αρχίζουν να μοιάζουν με γράμματα ανεπίδοτα, κι ύστερα με αυτεπίστροφα βλήματα που πλήττουν πρώτα και κύρια τον παραγωγό και πομπό τους, αν όχι αποκλειστικά αυτόν. Τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι τόσο συχνό το θαύμα να γίνεται η ποίηση ό,τι ακριβώς ορίζει το βαρύτατο, σχεδόν θεολογικών συμφραζομένων όνομά της: ποίηση. Αλλάζει έτσι η σχέση μας μαζί της, το φάρμακο απειλεί να μεταστραφεί σε φαρμάκι, κι οι στίχοι γίνονται όλο και περισσότερο ενδοστρεφείς και αυτοαναφορικοί, δοκιμάζοντας να λύσουν τη αμηχανία τους μ΄ αυτό το ξόρκι.

«Στρατευμένες» λέξεις

Αυτά όλα συντρέχουν πολύ συνηθέστερα και πολύ οξύτερα στο έργο ποιητών που η πρώτη τους περίοδος τούς βρήκε με τις λέξεις τους «στρατευμένες», με την έννοια της ιδεολογικής αγωνίας και του κοινωνικού ενδιαφέροντος, και όχι της πειθήνιας υποταγής σε δόγματα. Στην περίπτωση αυτή, οι «στάχτες» των οραμάτων συνυπάρχουν με τις «στάχτες» των γραμμάτων. Από την «ποίηση της ήττας» (ο όρος είναι του Βύρωνα Λεοντάρη και γράφτηκε σε κριτικό του σημείωμα στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1963) στην ήττα της ποίησης, η οποία πλέον δεν αφορά τούτη ή την άλλη γενιά, τούτη ή την άλλη ιδεολογία, αλλά είναι μια αίσθηση ή μια πεποίθηση που τη μοιράζονται όλοι εκείνοι οι ποιητές που, αργά ή γρήγορα, συνειδητοποιούν πως η παραδείσια περίοδος, η περίοδος όπου αρκούσε να ονοματίσει τα πράγματα ο ποιητής για να τ΄ αλλάξει, έληξε προ πολλού, αν βέβαια υπήρξε ποτέ.

Αυτό το πικρό αίσθημα της αποτυχίας (τόσο των ιδεών όσο και της τέχνης) χαρακτηρίζει και το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Κι ένας από τους ποιητές της που το δούλεψε βαθύτερα και στοχαστικότερα είναι ο Βύρων Λεοντάρης (γεν. το 1932). Και σ΄ αυτό επανέρχεται στη νέα του συλλογή. O τίτλος του βιβλίου, «Εως…», μοιράζει τη σημασία του στην πρόθεση «έως» και στα αποσιωπητικά που αφήνουν ημιτελή τη δήλωση του χρόνου ή του χώρου. H υπαινικτική αξία του τίτλου ενισχύεται από τους υπότιτλους των δύο μερών του βιβλίου: «Εκτός» και «Επέκεινα». Τα δύο μέρη ενός ποιήματος κατ΄ ουσίαν ενιαίου πρωτοδημοσιεύτηκαν, κατά τη συνήθεια του Λεοντάρη, στο περιοδικό «Σημειώσεις», το 1999 και το 2002.

Αν μετρήσουμε από την πρώτη του συλλογή, τη «Γενική αίσθηση» του 1954, ο Λεοντάρης δημοσιεύει ποιήματα επί μισόν αιώνα (στη συγκεντρωτική «Ψυχοστασία» του 1983 πάντως πρωτοδημοσίευσε και ποιήματα γραμμένα προ του 1950). Λόγιος ποιητής παρά «αυθόρμητος» (αν εννοείται αυθορμησία στην ποίηση), πολιτικός με τον τρόπο της ελεγείας και όχι του θούριου, δεν κατατάσσεται στους πολυγράφους. Δυο-τρεις φορές μάλιστα μεσολάβησε ολόκληρη δεκαετία από τη μια συλλογή του ώς την επόμενη, ένας μακρός χρόνος κυοφορίας που προικίζει τα βαθιά σκεπτικά ποιήματά του με δυσεύρετη ευθύτητα, απαλλάσσοντάς τα από την ιλύ του αισθήματος και γειώνοντας τη ρητορική τους. Υπάρχουν πολλοί στίχοι, χειροπιαστοί θα έλεγα, που κατορθώνουν, σφριγηλοί μες στη λιτότητά τους, να ακυρώσουν τον δηλωμένο φόβο του ποιητή για τα «Λόγια που λένε αλλά δε μιλούν / λόγια που είναι λέξεις».

Δεν πρωτοφανερώνεται σε τούτη τη συλλογή ο φόβος του Λεοντάρη για τη χρεοκοπία των λέξεων, και, το είπα ήδη, δεν είναι μόνο δικός του. H τωρινή διαπίστωση ότι «λίγο διαρκεί η νεότητα της τέχνης» έχει ξαναγίνει από τον ποιητή, το ίδιο απερίστροφα: «Θνητός της ποίησης ο λόγος». Το «Εως…», λοιπόν, αποτελεί ένα ακόμη ουσιώδες κεφάλαιο στον υψηλού επιπέδου αναστοχαστικό απόλογό του, που μπορούμε να πούμε ότι άρχισε το 1976, με τη συλλογή «Μόνον διά της λύπης», και συνεχίστηκε με το «Εκ περάτων» το 1986 και το «Εν γη αλμυρά» το 1996. Από δεκαετία σε δεκαετία (στο ενδιάμεσο πάντως ο Λεοντάρης τυπώνει σπουδαία δοκιμιακά βιβλία), ο ποιητής κατέρχεται όλο και πιο αποφασισμένα κι όλο και πιο βαθιά στο «κενό», που άλλους τους τρομάζει, άλλοι δεν το βλέπουν καν γητεμένοι από το ίδιο τους το είδωλο ή από τα εγκώμια της αγοράς κι άλλοι το χρησιμοποιούν σαν ευκαιρία προσποίησης. Κι είναι διπλό αυτό το κενό («κενό μες στο κενό») που ανοίγει στη θέση τού «καταρρέοντος νοήματος» και του «ερειπωμένου λόγου», και η αναφορά του οποίου ανακαλεί αυτόματα στη μνήμη τους στίχους άλλων ποιητών που, σε μια ατελεύτητη σκυταλοδρομία αμείλικτης αυτογνωσίας, στέκονται στην ίδια πάνω-κάτω εικόνα – από το «Μόνος. Εν΄ άδειο απέραντο τριγύρω μου» του Κωστή Παλαμά στο «O ποιητής ένα κενό» του Γιώργου Σεφέρη, το «Είδα το ποιητή ολομόναχο / και γύρω του να λάμπει το κενό» του Μίλτου Σαχτούρη ή ακόμη ακόμη και το «Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα, / λόγια κοινά, κενά» του Νίκου Καββαδία.

Το «Εως…», όπου ακούγονται συχνά λέξεις όπως «τέλος» και «τέρμα», αποσιωπά στον τίτλο του το χρόνο, γιατί εδώ το μέλλον συλλαμβάνεται φραγμένο, ανέφικτο («μέλλον, πώς γίνεται να είσαι μέλλον; […] πώς γίνεται να υπάρχει μέλλον;»). Τώρα που «νικάει το κακό», τώρα που είναι «περίλυπο το σύμπαν / κι όλοι οι λαοί ηττημένοι», ο χρόνος που κυρίως ενδιαφέρει τον «ποιητή μιας ποίησης που δεν μπορεί να υπάρξει», είναι ο παρελθών, ο «εκκρεμής και αβέβαιος» – κι όχι επειδή εκεί παίχτηκαν όλα, και χάθηκαν, όχι επειδή ο χρόνος αυτός έληξε, αλλά επειδή ο μόνος χρόνος που μπορεί να ξανακερδηθεί (με τη μνήμη και τη γραφή) είναι ο ήδη ξοδεμένος.

Δεν μπορούμε βέβαια να ξέρουμε πώς θα έγραφε ο Κώστας Καρυωτάκης αν ζούσε στις μέρες μας, κι αν θα ήταν καν ποιητής. Το να χαρακτηρίσουμε λοιπόν καρυωτακικό τον Λεοντάρη, έναν δημιουργό με απαραγνώριστα προσωπική φωνή, είναι τόσο εύκολο όσο και άγονο, ακόμη κι αν θα χρησιμοποιούσαμε επικουρικά τους γνωστότερους ίσως από τους πολλούς γνωμικής τάξεως στίχους του: «Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, / ανίατα μεσοπόλεμος…» Στη συζήτηση πάντως που αναπτύσσει και στο νέο βιβλίο του με παλαιότερους ποιητές (συζήτηση που παίρνει τη μορφή σεβαστικής αντιδικίας με τον Ανδρέα Κάλβο στο ποίημα που ανοίγει με το στίχο «Γλυκύς ο θάνατος δεν είναι πουθενά», μια «αντιδικία» που την είχε αρχίσει άλλωστε ο Καρυωτάκης), η χαρακτηριστικότερη ίσως στιγμή έχει σαν εσωτερικό και αδήλωτο συνομιλητή τον Καρυωτάκη. Γράφει λοιπόν ο Λεοντάρης: «Αλλά εσύ γενιά του αιώνα / τραγούδα μην κρεμάς τα όργανά σου στις ιτιές / και μην κολλάς τη γλώσσα στο λαρύγγι σου/ Τίποτε μη μνησθείς / Περίτρομη τον τρόμο σου τραγούδα / σε γήπεδα πλατείες και στρατόπεδα / με λίθο μυλικό περί τον τράχηλό σου / λαβέ κιθάρα, ρέμβευσον… καλώς κιθάρισον, / πολλά άσον, // ίνα σου μνεία γένηται». Οι αγαπημένες στον Λεοντάρη βιβλικές αναφορές (άλλες πρόδηλες, όπως οι αμετάφραστοι στίχοι από τον Ησαΐα, άλλες αφομοιωμένες, όπως λ.χ. το «και γλώσσα αυτών τω λάρυγγι αυτών εκολλήθη», που αντιστρέφεται σε «μην κολλάς τη γλώσσα στο λαρύγγι σου») δεν σβήνουν μέσα στο ποίημα τον απόηχο της καρυωτακικής προτροπής στα «Νηπενθή»: «Κάνε τον πόνο σου άρπα. […] Πικροί όταν έρθουν χρόνοι, / κάνε τον πόνο σου άρπα / και πέ τονε τραγούδι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή