H παριζιάνικη ζωή από τον 19ο στον 20ό αιώνα

H παριζιάνικη ζωή από τον 19ο στον 20ό αιώνα

1' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O υπογράφων πρεσβεύει ότι τα έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά από θεατρικούς ή μελοδραματικούς οίκους, ορθό είναι να αποδίδονται όσο πιο πιστά στο πρωτότυπο γίνεται. Θεατρικό έργο ή μελόδραμα, όπερα ή οπερέτα, ή και μπαλέτο ακόμη, θα πρέπει η πρώτη αναβίωση από τον εκάστοτε οργανισμό ή θίασο να αποδίδει με εμβρίθεια την εποχή, το ύφος και την άποψη του συγγραφέα, συνθέτη, λιμπρετίστα ή σεναριογράφου, ακόμη και χορογράφου. Οι «εκμοντερνισμένες» απόψεις, οι ανατροπές, οι μεταλλάξεις μπορεί να έρθουν κατόπιν και ό,τι ήθελε προκύψει.

Τα τελευταία χρόνια, η ΕΛΣ αστόχησε με την παρουσίαση της «Ρέας» του Σαμάρα πριν από λίγα χρόνια. Το πανέμορφο αυτό έργο παρουσιάστηκε σαν ένα ballet d’ actioή melodrame εκτός τόπου και χρόνου. Πέρα από το ότι αστόχησε γενικότερα σαν παραγωγή, χάσαμε και την ομορφιά του. Το ίδιο περίπου έγινε και με την «Παριζιάνικη ζωή» του Οφενμπαχ σε λιμπρέτο των Μεγιάκ και Αλεβί. Στην προσπάθεια να «εκμοντερνιστεί» μια αρκετά «ξεχειλωμένη» και πεπερασμένη ιστορία (τα ίδια έχουν πει ο Λαμπίς και ο Φεϊντό πιο σβέλτα και έξυπνα, αλλά χωρίς υπέροχη μουσική!) το έργο μεταφράστηκε με αρκετές τολμηρές σημερινές αναφορές που έφταναν στην υπερβολή για να μην πω τίποτε άλλο. Ντύθηκε παράδοξα -οι κύριοι κάτι σαν Αμερικανοί γκάνγκστερ των ’30ς, οι κυρίες σαν μοντελάκια ελληνικής κινηματογραφικής φαρσοκωμωδίας των ’50ς- και τα σκηνικά με τα βίντεο δεν είχαν, βέβαια, την παραμικρή αναφορά στην Μπελ Επόκ. Επιθεώρηση θύμιζαν. Από κει και πέρα τι βαρώνος και βαρωνέσσα, τι «μεσιέ ντε», τι «ντεμί μοντέν», τι «σουμπρέτες», «κλεφτά φιλιά!» και πράσινα άλογα, περισσότερο μια φάρσα αρκετά αμφίβολης ποιότητας σε γενικές γραμμές. Ομως, υπήρξε μια υπέροχη ιδέα: η χρησιμοποίηση μπαλέτου (δεν υπάρχει στο πρωτότυπο) σε όλη τη διάρκεια του έργου σαν σύνδεσμος σκηνών, λειτουργικά, οργανικά, άμεσα ή εμβόλιμα. Και εδώ ο I. Σιδέρης κυριολεκτικά «έσκισε». Βρέθηκε σε ένα κλίμα απόλυτα οικείο (ποιος ξεχνά ποτέ τη «Σαμία» του;) και κέντησε. Με χιούμορ, ευρηματικότητα, ενέργεια και ζωντάνια, «εκμοντερνίζοντας» -χορογραφική, πια, αδεία- τα γκαλόπ, τις πόλκες και τα καν-καν, υπήρξε το μοναδικό απολαυστικό μέρος μιας ανούσιας πρότασης. Ευτυχώς, μας προσφέρθηκε σε αφθονία. Ακόμη: οι τραγουδιστές και η χορωδία υπερασπίστηκαν δραματικά αλλά και κινησιολογικά το έργο και γι’ αυτό μπράβο τους. Μπράβο και στο 8μελές μπαλέτο που δεν ανήκει στο σώμα της ΕΛΣ, το τονίζω, αλλά ήταν απλούστατα έξοχοι, αν όχι καλύτεροι στο είδος των ομολόγων τους του κυρίως σώματος του θεάτρου (ΕΛΣ 10/1).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή