O «λυρισμός» της εξαχρείωσης των ηθών

O «λυρισμός» της εξαχρείωσης των ηθών

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πάνος Καρνέζης

Μικρές Ατιμίες

Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 348

Οι «Μικρές ατιμίες» του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα Πάνου Καρνέζη τιμήθηκαν με εξαιρετικές κριτικές από τον αγγλόφωνο τύπο. Η συλλογή δεκαεννέα διηγημάτων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά, από γνωστό εκδοτικό οίκο της Μεγάλης Βρετανίας, και κατόπιν μεταφράστηκε από τον ίδιο στη μητρική του γλώσσα.

Οι αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες του Καρνέζη διαδραματίζονται σε ένα ανώνυμο ελληνικό χωριό, μάλλον ανάμεσα στις δεκαετίες του ’50 και του ’70 -μια περίοδο που σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας «εκσυγχρονισμού» της Ελλάδας. Απεικονίζουν μια μεταβατική Ελλάδα, προβάλλοντας έτσι πιο ανάγλυφα τα πάθη, τα εξαχρειωμένα ήθη και τις συναισθηματικές αναπηρίες που θεματοποιεί η συλλογή. Από αυτή την άποψη, οι διηγήσεις αυτές επιτυγχάνουν το συνδυασμό του τοπικού με το οικουμενικό, της ενδεχομενικότητας με τον επικαθορισμό των ιστορικών δομών, που πιθανώς εξηγεί και το ενδιαφέρον που προκάλεσε στους ξένους αναγνώστες.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο, τα αφηγήματα του Καρνέζη αναδεικνύουν την Ελλάδα στο διεθνή λογοτεχνικό χάρτη εστιάζοντας σε ένα ελληνικό χωριό, το οποίο κυριολεκτικά διαγράφεται από το γεωγραφικό χάρτη στο όνομα της (τεχνολογικής) προόδου. Στο τέλος του βιβλίου, το χωριό βυθίζεται «αύτανδρο», σαν την Ατλαντίδα, επειδή οι κρατικές αρχές έχουν σχεδιάσει να κτίσουν στη θέση του ένα υδροηλεκτρικό φράγμα και γεμίζουν την περιοχή με νερό.

Λιτή γραφή

Αυτή η συμφορά ανακαλεί την κριτική σύλληψη της ιστορικής προόδου από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, αντίστροφα, ως μια σειρά καταστροφών. Μια επιπλέον καταστροφή που επέφερε η είσοδος της νεωτερικότητας είναι ακριβώς η έκλειψη της παραδοσιακής τέχνης της προφορικής διήγησης, από την οποία αντλεί ο Καρνέζης για να αναβιώσει έναν ουσιαστικά προ-μοντέρνο μικρόκοσμο. Η γραφή του είναι σχηματική, λιτή -δεν αναλώνεται σε εξηγήσεις και ψυχολογικές παρατηρήσεις αλλά, αντίθετα, βασίζεται στο διάλογο και στην αποστασιοποιημένη απόδοση της μυθοπλαστικής δράσης. Η τεχνική αυτή ευθύνεται για την αλληγορική ποιότητα των διηγημάτων του που συχνά εγγίζει τον σουρεαλισμό. Σε μια από τις πιο απίθανες ιστορίες της συλλογής, για παράδειγμα, ένας δυσαρεστημένος Κένταυρος αναγκάζεται να κάμψει την περηφάνια του και να υποτιμήσει τις υπερφυσικές του ιδιότητες, διαπραγματευόμενος την εκμετάλλευσή του ως θέαμα στο τσίρκο. Αυτή η ιστορία μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της απομάγευσης και της συνακόλουθης εμπορευματοποίησης του μυθικού και του θαυμαστού, που επέφερε ο μοντέρνος εργαλειακός εξορθολογισμός.

Ο Καρνέζης επενδύει την καθημερινή και οδυνηρά ωμή πραγματικότητα της απομονωμένης και εξαθλιωμένης επαρχιακής κοινότητας με μια αύρα μαγείας και λυρισμού. Τα διηγήματα παρουσιάζουν μια αγροτική κοινωνία στις πρώτες επαφές της με τις δυνάμεις και τη γοητεία της τεχνολογίας και του αστικού πολιτισμού: το υπεραστικό λεωφορείο, η φωτογραφική μηχανή, η ηλεκτροδότηση, η λατέρνα, το άλογο κούρσας. Χαρακτηριστικά, σε μια από τις ιστορίες της συλλογής, η αθανασία που υπόσχεται η φωτογραφία στους απλούς χωρικούς αποτελεί αφορμή για ένα ξέσπασμα λυρικής πρόζας.

Κλειστοφοβική ατμόσφαιρα

Κατά κύριο λόγο όμως, το στατικό σκηνικό του χωριού αποπνέει μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που αναδεικνύει τις εντάσεις και τους περιορισμούς της παραδοσιακής ζωής και νοοτροπίας -οι άνθρωποι είναι στερημένοι, δυστυχείς, σημαδεμένοι από την πάλη για επιβίωση και την απόκτηση εξουσίας. Ο παπάς της ενορίας αναφωνεί απελπισμένος από τις φυσικές καταστροφές και τις ανθρώπινες αμαρτίες που μαστίζουν το ποίμνιό του: «Αυτός ο τόπος τραβάει τη συμφορά όπως η φλόγα την πεταλούδα». Η εξαθλίωση, η ανισότητα, η προκατάληψη, η διαφθορά και η σκληρότητα τρέφονται και συνάμα διαιωνίζουν τις καταπιεστικές δομές εξουσίας που διέπουν τις σχέσεις και τη δράση των κατοίκων -όπως η πατριαρχία, η παγιωμένη κοινωνική ιεραρχία και ο κρατικός μηχανισμός με την άκαμπτη γραφειοκρατία και την εγκληματική αδιαφορία που επιδεικνύει προς τους πολίτες του χωριού.

Οι γυναίκες απεικονίζονται στα διηγήματα κυρίως ως θύματα της υπολογιστικότητας και της παράλογης εκδικητικότητας των ανδρών -καταδικάζονται σε προσχεδιασμένους γάμους, σε πορνεία, σε εγκλεισμό ή ακόμα και σε θάνατο. Στους βιοπαλαιστές άντρες δεν δίνεται καμιά ευκαιρία να ορθοποδήσουν. Ενας πρώην κτίστης, αν και υπήρξε εργατικός, πεθαίνει περιμένοντας στη ουρά για να εγκριθεί η σύνταξή του ενώ ένας αγρότης αναγκάζεται να θανατώσει το ζώο που θα εξασφάλιζε την επιβίωσή του επειδή εκείνο σκότωσε τυχαία την κόρη του.

Ελλειψη δικαιοσύνης

Η ζωή των χωρικών εμφανίζεται αδιέξοδη -απλό έρμαιο της τύχης και της ανθρώπινης βίας. Επιπλέον, το στεγνό ύφος της αφήγησης εντείνει το αίσθημα απειλής και του αλλόκοτου που δεσπόζει στα διηγήματα. Το πιο ανησυχητικό όμως, είναι ότι το παράλογο των παθών συνοδεύεται εδώ από παντελή έλλειψη δικαιοσύνης. Οι ανθρώπινοι τύποι που απαρτίζουν το χωριό δεν διαπράττουν απλώς «μικρές ατιμίες» αλλά σοβαρά εγκλήματα που παραμένουν ατιμώρητα και, αντίστροφα, κάποιοι πέφτουν θύματα αδικίας ενώ δεν το περιμένουν ή δεν το αξίζουν. Στις λίγες περιπτώσεις όπου επιτέλους απονέμεται δικαιοσύνη είτε είναι πολύ αργά είτε προϋποτίθεται η διάπραξη περαιτέρω εγκλημάτων. Η Ελλάδα του Καρνέζη είναι ένας άδικος κόσμος όπου οι άνθρωποι υποφέρουν από αιτίες και συμπεριφορές που είναι γνώριμες ακόμα και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο, το να γράψει κανείς τις ιστορίες των αδικημένων και των ηττημένων μπορεί να εκληφθεί ως μια χειρονομία αποκατάστασης κάποιου βαθμού δικαιοσύνης.

(1) Η κ. Αγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή