Διακρινοντας

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηγοητεία ενός κήπου ανθισμένων γυναικών πηγάζει μέσα από αρκετές σελίδες της διηγηματογραφικής συλλογής «H μέρα που λέγεται σήμερα» της Λευκής Μολφέση (Μελάνι, σελ. 363). Τον ανθόκηπο αυτό συνθέτει μια μεγάλη ποικιλία πολύχρωμων συναισθημάτων. Γαλλίδες, Ελληνογαλλίδες, Ελληνίδες, Αυστριακές οι δέκα ηρωίδες της Λευκής Μολφέση ζουν ή ταξιδεύουν στη Βιέννη, στο Τυρόλο, στη Βουδαπέστη, στη Θεσσαλονίκη, στο Παρίσι και στην Κρήτη σε περιπέτειες που άλλοτε εκτυλίσσονται στις μέρες μας και άλλοτε φθάνουν μέχρι τη μυθολογική εποχή του Μεσοπολέμου. H ασυμμετρία αποτελεί μία από τις αρετές της συλλογής καθώς ορισμένες από τις ηρωίδες ζωντανεύουν επανερχόμενες σε περισσότερες της μιας ιστορίες. Επιγράφοντας επιπλέον τον τόμο των δεκαεννέα διηγημάτων «Είκοσι ιστορίες», η συγγραφέας επιδιώκει, υποθέτω, να υπογραμμίσει ότι θα πρέπει να προσεγγίσουμε τα κείμενα ως σύνολο καθώς όλα μαζί θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνθέσουν μια καινούργια, αυτόνομη ιστορία.

Δεν διακρίνει όλα τα διηγήματα ο ίδιος οίστρος. Εκείνα, ωστόσο, που είναι καλά δίνουν τον τόνο όπως το «Νεκρή φύση με αμνό», «Νόστος», «H μικρή Βέρθα», «H Βέρθα», «Τέσσερις νεκρές φύσεις», «Dyslexia», «Καστίλλη» και το «Εγκώμιο του Αιώνα». Στα διηγήματά της η Μολφέση δίνει έμφαση στις φευγαλέες, άπιαστες αισθήσεις, στα όνειρα, στο βλέμμα που αντικρίζει την τέχνη, στην ατμόσφαιρα που γεννά ο χώρος, γι’ αυτό ίσως βρίσκουμε και νύξεις σε συγγραφείς όπως ο Μαρσέλ Προυστ ή ο Αρθουρ Σνίτσλερ. Εχει ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τη δύναμη και τις αδυναμίες της συλλογής σε δύο διαδοχικά κείμενα που έχουν την ίδια ηρωίδα -τη μεγαλωμένη στη Γαλλία Αθηνά. Το πρώτο, το καλύτερο ίσως του τόμου, είναι το «Εγκώμιο του αιώνα» και εκτυλίσσεται στο Παρίσι (22 σελίδες). Το δεύτερο, το εκτενέστερο και πιο αδύνατο της συλλογής, είναι το ομώνυμο «H μέρα που λέγεται σήμερα» και εκτυλίσσεται στην Κρήτη (166 σελίδες).

Αρχίζοντας από το δεύτερο, το ταξίδι στην Κρήτη που η Αθηνά αναλαμβάνει, μοιάζει με έναν απολογισμό ζωής καθώς η ηρωίδα ανακλητικά φέρνει στην επιφάνεια κρίσιμες στιγμές σημαντικών οικογενειακών σχέσεων (μητέρα, πατέρας, αδελφή, θείες), αποφασιστικών γνωριμιών (Βέρθα), μικρών απωλειών ή τραυματικών θανάτων. Στη «Μέρα που λέγεται σήμερα» οι αισθήσεις, ωστόσο, που γεννιούνται μέσα από τις σημαντικές αυτές εμπειρίες δεν συντίθενται σε συνεκτικό σύνολο. Ούτε εσωτερικά δημιουργείται μια πάλλουσα συνείδηση που αναπολεί, νοσταλγεί, απορεί ή υποφέρει. Ούτε εξωτερικά πλάθεται το φέρον πρόσωπο, ο ζωντανός μυθιστορηματικός χαρακτήρας. H συνθετική διαδικασία μοιάζει κάπως με την αποτυχία της μαγειρικής όταν τα ξεχωριστά υλικά δεν κατορθώνουν να δέσουν σε ένα γευστικό έδεσμα, να μεταμορφωθούν σε κάτι διαφορετικό, σε κάτι ανώτερο, σε κάτι Αλλο. Αν η εικασία μου για το πρωτότυπο τέχνασμα των δεκαεννέα διηγημάτων που στην πορεία του βιβλίου αυξάνονται σε είκοσι είναι σωστή, η αδυναμία που μόλις περιέγραψα παρεμποδίζει το εύρημα να αναπτύξει πλήρως τη δυναμική του.

Στο «Εγκώμιο του αιώνα» λαμβάνει αντιθέτως χώρα διαφορετική διαδικασία. H Αθηνά ξαναγυρνά στην παρισινή γειτονιά των καλλιτεχνών όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια για να βρει τον γλύπτη πατέρα της και τον γείτονα Φιλίπ να αναπολούν την ηρωική εποχή των μεγάλων μύθων και της πίστης που υπήρξε ο 20ός αιώνας: Τότε που έβγαινες από το σπίτι κι έπεφτες πάνω στον Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Μπέκετ. Τότε που έβλεπες ταινίες σαν τη «Λα Στράντα», τον «Γατόπαρδο», το «Μπλόου απ» και τον «Μπάρυ Λίντον». «Τώρα που τελείωσε, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι ο Εικοστός ήταν εκπληκτικός, μονολογεί ο πατέρας. Γεμάτος, σύνθετος, όλο ανατροπές, δεν σ’ άφηνε να πάρεις ανάσα». Σε αντίθεση προς τη σημερινή εποχή της πλήξης και της αδράνειας όπου κυριαρχεί η αίσθηση ότι πέφτουμε στο κενό ακίνητοι σαν πετρωμένοι.

Η πεμπτουσία της κάθε εποχής αναδύεται στο «Εγκώμιο του αιώνα», πιστεύω, με ένταση και αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της ιχνογράφησης τριών εξαιρετικά ζωντανών χαρακτήρων. Απολύτως ανιδιοτελή, μεγάλα απροσάρμοστα παιδιά, ονειροπόλοι βυθισμένοι στα οράματα για τα οποία πάλεψαν σε όλη τους τη ζωή, ο πατέρας και ο Φιλίπ αυτοϊχνογραφούνται σε επεισόδια όπως η παρασκευή και η γευστική ανάλωση του φουά γκρα ή το ξεκαρδιστικό πάθημα της θυρωρού με τις χελώνες, ενώ το σημερινό απόλυτο κενό εκπροσωπεί η σιωπηλή Αθηνά που ανοίγει το στόμα της μόνο για να φάει. Σε αντίθεση προς το προηγούμενο διήγημα, ο τονισμός κρίσιμων λεπτομερειών προσδίδει βιωματική εγκυρότητα στην καταγραφή των συναισθημάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή