Το θέατρο στον μεσαίωνα

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιωσήφ Βιβιλάκης

Θεατρική αναπαράσταση στο Βυζάντιο και στη Δύση

Εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν

Ποια είναι η παρουσία του θεάτρου στη βυζαντινή αυτοκρατορία; Με ποια κριτήρια και με ποιους όρους μπορεί να τεκμηριωθεί μια διαφοροποιητική ανάγνωση των θεατρικών πραγμάτων στη Νέα Ρώμη, χωρίς να υποπίπτει αφ’ ενός στον εθνοκεντρικό ρομαντισμό του Σάθα, ο οποίος πρόβαλε το ιδεολογικό πρόταγμα της ιστορικής συνέχειας και, αφ’ ετέρου, στην ισοπεδωτική αντίληψη που διαγράφει το λήμμα «θέατρο» από το μεγάλο βιβλίο του Βυζαντίου;

Στο σύντομο μελέτημά του ο Βιβιλάκης προσπαθεί να συμπυκνώσει μια εκτενή θεματική περιοχή της ελληνικής θεατρολογίας και να συγκρίνει τα συναφή ιστορικά δεδομένα δύο πολιτισμών. Το ζήτημα που τον απασχολεί είναι οι θεατρικές αναπαραστάσεις στη βυζαντινή Ανατολή σε αντιπαραβολή με τη μεσαιωνική Δύση. Οι δύο γεωγραφικοί όροι τίθενται βάσει των διαφορετικών κόσμων που αντιπροσωπεύουν τόσο στο ιστορικό και κοινωνικό, όσο και, κυρίως, στο θρησκευτικό επίπεδο.

Εκκλησία και πλατείες

Στη Δύση οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για να αναπτυχθεί μέσω του λειτουργικού δράματος και την ενοποιητική λατινική γλώσσα το θρησκευτικό θέατρο, στην αρχή στο πλαίσιο της λειτουργικής πράξης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και στη συνέχεια, με την αφομοίωση των επιμέρους λαϊκών γλωσσικών ιδιωμάτων και την έξοδο των δρωμένων από το ιερό στον περίβολο της εκκλησίας και στις πλατείες. Ετσι, από τον 12ο αιώνα και μετά το θρησκευτικό θέατρο περνά στα χέρια των τοπικών κοινοτήτων και των συντεχνιών.

Αντιθέτως στο Βυζάντιο είναι αναμφισβήτητη η διστακτικότητα μπροστά στις ενδεχόμενες αποκλίσεις από το λατρευτικό τυπικό, οι οποίες μπορούσαν εύκολα να ολισθήσουν προς τον επίφοβο χώρο του θεάματος. Με τον όρο «θέαμα» μπορούμε τώρα να μεταφράσουμε τις χειρότερες εκδοχές του μιμοθεάτρου και τις πιο ζοφερές εικόνες του ιπποδρόμου. Επίσης μπορούμε να ακούσουμε καθαρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου για κάθε μορφή μιμήσεως που μπορεί να αφήσει αφρούρητη την απρόσιτη μορφή του Θεού και, ακόμα χειρότερα, να εκτρέψει την πίστη προς την πολυθεΐα. Η μίμηση και το θέαμα ανοίγουν εύκολα την πόρτα του θεάτρου, το οποίο πια θα θεωρείται κοινό διδασκαλείο ασελγείας, δημόσιο γυμνάσιο ακολασίας και καθέδρα λοιμών, κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Ο Βιβιλάκης υπενθυμίζει εύλογα τη διάκριση των βυζαντινών μεταξύ θεάτρου και δραματικής λογοτεχνίας: το πρώτο υπάγεται στο συνονθύλευμα του θεάματος, η δεύτερη όμως προστατεύεται, αλλά και ενεργοποιείται προκειμένου να ενισχυθεί η πατερική διδασκαλία. Σε αυτήν θα εντάξει τα έργα των αρχαίων κλασικών, αλλά και τα κείμενα της κοσμικής γραμματείας των Βυζαντινών, κυρίως τους διαλόγους, και θα υπογραμμίσει τα δραματικά στοιχεία στους Βίους των αγίων, στο κοντάκιο κ.α. Εδώ βεβαίως συγκαταλέγεται και ο περίφημος βυζαντινός κέντρων «Χριστός Πάσχων», που αποδόθηκε στον Γρηγόριο τον Θεολόγο και παρουσιάστηκε από σκηνής μόλις το 1964 από τον Αλέξη Σολομό.

Θεατρικότητα στη λατρεία

Ολα αυτά τα στοιχεία, όπως και οι σκηνές της έγερσης του Λαζάρου, του Νιπτήρος ή του Αρατε Πύλας, παρά τις δραματικές εντάσεις που δημιουργούν, παραμένουν στον περιορισμένο κύκλο των εορτών και των τοπικών εθιμικών πλαισίων, ενώ δεν παρέχουν καμία βάση για ένα βυζαντινό θέατρο, πιστοποιούν όμως τον σεβασμό των λογίων για τη δραματική τέχνη.

Στο δοκίμιό του ο συγγραφέας, αφού εκθέσει με σαφήνεια τους όρους της προβληματικής του, επανέρχεται στη συνέχεια σε αρκετά κεντρικά σημεία της, για να τα διευκρινίσει καλύτερα και να τα εμπεδώσει ο αναγνώστης. Θα τονιστεί λοιπόν ότι οι Πατέρες γνώριζαν την ουσία του θεάτρου, ότι οι λατρευτικές μορφές διαθέτουν μία θεατρικότητα, η οποία μάλιστα θα περιγραφεί στη βάση μιας σκηνικής εικόνας του ναού (αρχιτεκτονικά στοιχεία, χειρονομίες, κίνηση, φωτισμοί, άμφια, ψαλμοί) και ότι οι λόγοι άρνησης της Ορθοδοξίας να δεχτεί αυτόνομους από τη λατρεία θεατρικούς τύπους, ανάγονται αποκλειστικά στον χώρο της θεολογίας. Ο τελευταίος στόχος είναι και ο πιο σημαντικός, γι’ αυτό αφιερώνονται πολλές σελίδες για να σχολιασθεί ο «Κύκλος των Παθών» της Κύπρου, για να εξεταστεί ξανά η θεατρική εμπειρία της μεσαιωνικής Δύσης από τις απλούστερες δραματοποιήσεις του πασχαλινού κηρύγματος έως τις πιο σύνθετες μορφές του θρησκευτικού θεάτρου, για να συζητηθεί η θεατρομαχία που διατύπωσε ο Συμεών, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τον 15ο αιώνα – αρκούντως γνωστή στη θεολογική σκέψη.

Ο Βιβιλάκης τραβάει με ευαίσθητη και προσεκτική κίνηση τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την απόλαυση της όψεως, που προσφέρει το θρησκευτικό θέατρο, από την πνευματική σύλληψη του θείου, στην οποία προτρέπει η ζωγραφική εικονογράφηση, για να φανεί έτσι καλύτερα η διαφορά ανάμεσα στη ζωντανή ενσάρκωση, που αντιμάχονταν οι βυζαντινοί λόγιοι, και στην αφαιρετική παραπεμπτικότητα, την οποία δέχτηκαν ως καίριο και «ασφαλή» εκφραστικό τρόπο.

(1) Ο Γ.Π. Πεφάνης είναι λέκτωρ στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή