O εθνικισμός στα Βαλκάνια

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θάνος Βερέμης

Βαλκάνια από τον 19ο στον 21ο αι. Δόμηση και αποδόμηση κρατών

Εκδόσεις Πατάκη, Σελ. 206

Το βιβλίο του καθηγητού Θάνου Βερέμη αποτελεί σημαντική συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία για τις βαλκανικές υποθέσεις. Επιστήμονας ανοικτός στον επιστημονικό διάλογο στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου και ταυτόχρονα Ελληνας με ιστορική αίσθηση, έχει την ικανότητα να εντάσσει τις βαλκανικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαπενταετίας σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική με κεντρικό θέμα του τη διαδικασία δόμησης και αποδόμησης των εθνών-κρατών. H γραφή είναι πυκνή, αποφεύγει τους πλατειασμούς και τις επαναλήψεις, και είναι προσηλωμένη στο βασικό ζήτημα του βιβλίου.

Στην αφετηρία της αφήγησής του ο συγγραφέας αναδεικνύει τον εθνικισμό ως τη «σταθερή κληρονομιά» της Γαλλικής Επανάστασης στα Βαλκάνια και τη βασική κινητήρια δύναμη της διαδικασίας σύστασης και οικοδόμησης των εθνών-κρατών. Επισημαίνει τη βασική διαφορά μεταξύ των θεωρητικών του εθνικισμού που υποστηρίζουν ότι το κίνημα αυτό είναι προϊόν της νεωτερικότητας και άλλων που τονίζουν ότι τα εθνοτικά στοιχεία προϋπήρχαν της σύγχρονης κοινωνίας και απετέλεσαν τα βασικά συστατικά της νέας ιδεολογίας. O συγγραφέας επισημαίνει, όμως, ότι σε νεώτερες εργασίες γίνεται σαφές πως η εθνότητα ήταν προβιομηχανική πραγματικότητα, ότι η μεσαιωνική παράδοση ήταν η βάση των νεώτερων εθνικιστικών προγραμμάτων και ότι το πολιτικό-εδαφικό στοιχείο που ανέδειξε η Γαλλική Επανάσταση και το εθνοτικό όργανο είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με το δεύτερο να παρέχει αίσθημα ασφαλείας και ταυτότητας που προκύπτει από την ένταξη σε μια ευρεία, πολιτισμικού χαρακτήρα, κοινότητα.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας ασχολείται με τη διαδικασία οικοδόμησης των εθνών-κρατών και επισημαίνει βασικά κοινά στοιχεία αυτής της ιστορικής διαδικασίας: τους επείσακτους δυτικούς θεσμούς, μεταξύ των οποίων και οι μοναρχίες, την ένταση στο εσωτερικό των κρατών μεταξύ πολιτικού-διοικητικού κέντρου και περιφέρειας, σύστοιχη πολλές φορές με αυτήν των προυχόντων και της κεντρικής κυβέρνησης, το αγροτικό ζήτημα, τη διάλυση της ορθόδοξης οικουμενικότητας με τη σταδιακή ανάδειξη «εθνικών» εκκλησιών, την πολιτισμική ομογενοποίηση μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Παράλληλα εξελισσόταν η προσπάθεια του κάθε νέου έθνους-κράτους να προωθήσει την ατζέντα της εκπλήρωσης της δικής του «Μεγάλης Ιδέας», ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν πάντοτε ενεργό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην περιοχή και δεν ήταν τελικά ανεύθυνες για τις συχνές έως ενδημικές συγκρούσεις που θεωρούνται στη Δύση συνώνυμες της Βαλκανικής. Αυτό που πρέπει, πάντως, να συγκρατηθεί είναι ότι τα βαλκανικά κράτη δεν ήταν πάντα παθητικοί δέκτες των επιθυμιών των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά προωθούσαν την ατζέντα τους συνάπτοντας περιφερειακές και ευρύτερες συμμαχίες και ότι αντίστοιχα η δυνατότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να επιβάλλουν τη θέλησή τους στη χερσόνησο ήταν πάντοτε ένα ανοιχτό ζήτημα, το οποίο καθοριζόταν από έναν συνδυασμό διεθνούς και περιφερειακού συσχετισμού.

Ο Ψυχρός Πόλεμος

Στη συνέχεια, το βιβλίο παρακολουθεί τις εξελίξεις της διεθνούς πολιτικής στα Βαλκάνια έως την επέλευση του Ψυχρού Πολέμου, σε συνάρτηση με εσωτερικές εξελίξεις. O διαχωρισμός της Ευρώπης σε δύο συνασπισμούς επηρέασε και τη Βαλκανική, όπου υψώθηκαν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο στρατοπέδων, και μετά τη διαμάχη Μόσχας – Βελιγραδίου, η Γιουγκοσλαβία αναδύθηκε σε σημείο ισορροπίας ακολουθώντας αδέσμευτη πολιτική έναντι των δύο συνασπισμών. Ταυτόχρονα απετέλεσε πεδίο πειραματισμού συμβίωσης εθνοτήτων στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου σοσιαλιστικού συστήματος όπου ο κεντρικός έλεγχος διαρκώς αποδυναμωνόταν και η παρουσία του στρατάρχη Tito έτεινε να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μετέβαλε την κατάσταση ως προς ένα ουσιώδες σημείο το οποίο επισημαίνει ο συγγραφέας: η έννοια της απειλής για την ασφάλεια είχε πλέον εσωτερική και όχι εξωτερική προελευση και αφορούσε κυρίως την ανάδυση εθνικισμών που αμφισβητούσαν τη συνοχή πολυεθνικών μορφωμάτων όπως η Γιουγκοσλαβία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το γιουγκοσλαβικό σύστημα τέθηκε σε δοκιμασία από έναν συνδυασμό παραγόντων: H κατάρρευση του συμφώνου της Βαρσοβίας και η διαφαινόμενη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δεν άφηναν ανεπηρέαστο κανένα πολυεθνικό και ταυτόχρονα σοσιαλιστικό σύστημα, η οικονομική κρίση ωθούσε τις πλουσιότερες δημοκρατίες του Βορρά, τη Σλοβενία και την Κροατία, στην αναζήτηση της ανεξαρτησίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν μόνες το νέο οικονομικό περιβάλλον, ενώ ο εθνικισμός έτεινε να αποτελεί πλέον τον πιο εύχρηστο πολιτικό λόγο που θα διαμόρφωνε την πολιτική ατζέντα στις νέες συνθήκες.

Η ανάμιξη των πληθυσμών στην πρώην Γιουγκοσλαβία δημιουργούσε νέα μειονοτικά ζητήματα στο πλαίσιο των νέων ανεξάρτητων κρατών. Καθώς η πολιτική κουλτούρα εξακολουθούσε να διαφέρει από αυτήν της Δυτικής Ευρώπης όπου η προώθηση των εθνικών συμφερόντων συντελείται μέσω μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της E.E., η τροπή προς τον πόλεμο έγινε αναπόφευκτη. O συγγραφέας επισημαίνει ότι αν και είναι αμφίβολο ότι η σερβική ηγεσία έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τον πόλεμο που ακολούθησε, επισημαίνει ορθά ότι δυτικές κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης έτειναν να περιγράψουν μονομερώς τους «καλούς» και τους «κακούς» της υπόθεσης και να λαμβάνουν τελικά θέση σε μια διαμάχη στην οποία υποτίθεται ότι ήταν αμερόληπτοι μεσολαβητές.

Το «Μακεδονικό»

Παράλληλα ο συγγραφέας εξετάζει το πρόβλημα της αναβίωσης του «Μακεδονικού» και τη συναφή ελληνική εμπλοκή, η οποία χαρακτηριζόταν από μαξιμαλισμό, με συνέπεια να είναι αναποτελεσματική και να αποτρέψει την Αθήνα από την ανάληψη ενός χρήσιμου, ενεργού ρόλου στα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, ο καθηγητής Βερέμης αναδεικνύει τη φύση της ελληνικής στάσης στις εξελίξεις όπως αυτή η στάση διαμορφώθηκε από τον πόλεμο της Βοσνίας έως τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου: οι Ελληνες έτειναν να ταυτίζονται με αυτόν που θεωρούσαν «ασθενέστερο», στην περίπτωσή μας τους Σέρβους έναντι του NATO. O συγγραφέας είναι κριτικός έναντι της αμερικανικής και γενικότερα συμμαχικής επέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο, τονίζοντας ότι δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα, τα οποία υποτίθεται ότι κλήθηκε να επιλύσει: κυρίως την αποκατάσταση σταθερότητας στην περιοχή. Το ζήτημα του διεθνούς καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου παραμένει εκκρεμές, με τους ενδιαφερόμενους να αδυνατούν να διαμορφώσουν μια βάση διαπραγματεύσεων, ενώ στην ίδια τη Σερβία ο Milosevic διατηρήθηκε στην εξουσία έως το τέλος του 2000, χωρίς να επιτευχθεί η διαδοχή από μια ισχυρή και αποτελεσματική δημοκρατική κυβέρνηση. Αυτό δεν σημαίνει όμως, κατά τον συγγραφέα, ότι η ελληνική στάση είναι πολιτικά αποτελεσματική: H «θυμική» αντίδραση, όπως εύστοχα τη χαρακτηρίζει, υπονομεύει την αξιοπιστία της ελληνικής πολιτικής με αυτονόητες δυσμενείς συνέπειες στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου.

* O κ. Σ. Ριζάς είναι ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή