O Γιάννης Παππάς για τον Φώτη Φωτιάδη

O Γιάννης Παππάς για τον Φώτη Φωτιάδη

6' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα 1995, καλεσμένος από τον τότε πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Χαράλ. Σμπαρούνη να μιλήσω με θέμα που θα προτιμούσα, καθώς θα απευθυνόμουνα σε συνέδριο γιατρών, σκέφτηκα το γιατρό της Πόλης Φώτη Φωτιάδη, το φωτεινό πρόδρομο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (1849-1936). Παρακάλεσα τότε τον εγγονό του Φωτιάδη γλύπτη Γιάννη Παππά, που τον χάσαμε πριν από λίγες μέρες (1913-2005) να μου δώσει σημείωμα σχετικό με αναμνήσεις του από τον παππού του. Αποσπάσματα από το κείμενό του χρησιμοποίησα τότε στην ομιλία μου. Σήμερα παρέχω στον αναγνώστη μου στοιχεία και κομμάτια από το πλούσιο αυτό σημείωμα που μου έστειλε ο αείμνηστος φίλος. Το σημείωμα, καλογραμμένο, αξίζει να γίνει πλατύτερα γνωστό, έστω και με αποσπάσματα μόνο. Σκιαγραφεί ζωντανά τα χαρακτηριστικά του παππού.

Επιβλητικός

Ο Φωτιάδης ήταν επιβλητική ανδρική φυσιογνωμία: πανύψηλος και παράξενος με τα πλούσια γένια του. Θυμάμαι κι εγώ μια συνάντησή μου μαζί του στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στην οδό Πατησίων· φορούσε πλατύγυρη ρεπούμπλικα και είχε επιβλητικό παράστημα. O Φωτιάδης, καθό πλούσιος, είχε στην Πρίγκιπο μεγάλο κτήμα με μεγάλο σπίτι, σχεδιασμένα και τα δύο από τον αδελφό του Περικλή, σημαντικό αρχιτέκτονα. Το κτήμα του ο Φωτιάδης το καλλιεργούσε με αγάπη.

Μετά το θλιβερά γεγονότα του 1922 εγκατέλειψε την Πόλη, ήρθε στην Ελλάδα και έζησε στην Κηφισιά σε μικρό σπίτι. Αγαπούσε πάντα τις πολύωρες πεζοπορίες στην Πεντέλη και στο Τατόι. Μιλούσε με χωρικούς και τσοπάνηδες «για ν’ ακούει γνήσια δημοτική». Είχε δανείσει σε έναν από αυτούς κάποτε ένα αντίτυπο της Ιλιάδας του Πάλλη. Του τη γύρισε εκείνος λέγοντάς του: «Αυτά, γιατρέ μου, τα καταλαβαίνω. Κάτι σαν πιο ελληνίζον να μου δώσεις να διαβάσω». O Φωτιάδης αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική. Είχε ένα καλό πιάνο. Στον τοίχο του γραφείου του υπήρχε χαλκογραφία του Μπετόβεν και φωτογραφία προτομής του. Είχε αγαπήσει τη μουσική από τα χρόνια των σπουδών του στη Γερμανία. O Φωτιάδης, μας λέει ο Παππάς, δεν αγαπούσε το μαύρο χρώμα. «Το μόνο μαύρο χρώμα που υπήρχε στο άμεσο περιβάλλον του ήταν ένα ράφι στη βιβλιοθήκη του. Είχε ντύσει κατάμαυρα όλα τα βιβλία των καθαρευουσιάνων».

Αργότερα κατοίκησε ο Φωτιάδης στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Επαιρνε το τσάι του με τον εγγονό του. «Ηταν γνώστης και τεχνίτης στην παρασκευή του τσαγιού. Προμηθευόταν το τσάι από την Κεϋλάνη». Στο δεκαπενταετή εγγονό, που περνούσε τότε την κρίσιμη ηλικία του, είπε κάποτε: «Να ξέρεις ότι στη ζωή το ωραιότερο και το ιερότερο πράγμα είναι ο έρωτας».

Στη δεκαετία του 1930 ο Φωτιάδης είχε χάσει τη σύντροφο του βίου του. Κατοικούσε τότε μαζί με την οικογένεια του γαμπρού του, του Αλέξανδρου Παππά, του χειρουργού πατέρα του Γιάννη, στη λεωφόρο Κηφισίας κοντά στον Ευαγγελισμό, όπου χειρουργούσε ο Αλέξανδρος Παππάς. Λιτό το υπνοδωμάτιο του παππού «εντελώς γυμνό, το κρεβάτι, το κομοδίνο με ένα κερί και μια ντουλάπα. Στους τοίχους ούτε ζωγραφιές ούτε φωτογραφίες, τίποτε. Στο γραφείο χαμηλές βιβλιοθήκες και σχετικά λίγα βιβλία». Ποιοι τον επισκέπτονταν; Μας πληροφορεί ο Παππάς. «Οι τακτικοί φίλοι που τον έβλεπαν στην Κηφισιά, την Αθήνα και την Αίγινα ήταν ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης, ο Ελισαίος Γιανίδης, ο Μαλακάσης, ο Φιλήντας, ο Φάνης Μιχαλόπουλος, ο Οκτάβιος Μερλιέ (ο παππούς τον έλεγε Οκτάβιο Κοτσιφίδη· merle=κότσιφας), ο Απ. Μελαχρινός. Οταν ο Πάλλης ήταν στην Αθήνα, περνούσε πάντα να τον δει, όπως και ο Πετροκόκκινος. Στην Αίγινα ερχόταν μερικές φορές ο Καζαντζάκης με τον Πρεβελάκη. Ηταν εύθυμος και χιουμορίστας. O παππούς θέλησε να βαφτίσει το τελευταίο παιδί φτωχών ψαράδων στην Αίγινα. Τα βαφτίσια έγιναν στο παλιό σπίτι του Σπυρίδωνος Τρικούπη, όπου έμενε η οικογένεια Παππά. «Μαζεμένοι όλοι στη σάλα γύρω στην κολυμπήθρα. O γέροντας επιβλητικός με τα ωραία του γένια, με γυμνό το παιδί στην αγκαλιά του. Είπε το «Πιστεύω»· ύστερα: «Αποτάσσεται τω Σατανά;» O παππούς απάντησε: «παπά μου, απεταξάμην φευ προ πολλού». Ολοι γέλασαν. Τι χαρούμενη ώρα!». Αγαπούσε τα θαλάσσια μπάνια. Ενώ του τα είχε απαγορεύσει ο καρδιολόγος, εκείνος «έφευγε κρυφά το απομεσήμερο μες στη μεγάλη ζέστη, την ώρα που όλο το σπίτι κοιμόταν, τυλιγμένος σε άσπρο μπουρνούζι, με το ραβδί του. H μορφή αυτού του ωραίου ισχνού γέροντα στην ακροθαλασσιά μες στο εκθαμβωτικό φως με φόντο τη θάλασσα και τα βουνά της Επιδαύρου και των Μεθάνων ήταν μια εικόνα που σε έφερνε κοντά στην αρχαία Ελλάδα».

Ο παππούς «το καλοκαίρι του 1936 δεν πήγε εξοχή. Υπέφερε από την καρδιά του. Εμεινε στην Αθήνα ξαπλωμένος στο δωμάτιό του. Ημουν κι εγώ στην Αθήνα. Την προηγούμενη του θανάτου του με φώναξε προς το βράδυ για συντροφιά. Τίποτε δεν έδειχνε ότι το τέλος ήταν τόσο κοντά. Δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από το νου.

»Κάπου κάπου αναστέναζε βαθιά και καθόταν στο κρεβάτι, τον ανακούφιζε. Πέρασε η ώρα. Μου λέει: «Πήγαινε να πλαγιάσεις». Πήγα, λοιπόν και ξάπλωσα, ύπνο όμως δεν είχα. Αργότερα με φώναξε με αλλαγμένη φωνή. Θα ήταν μετά τα μεσάνυχτα. «Ελα, κάθισε, μου λέει, εδώ στο κρεβάτι. Δεν πειράζει που σε σήκωσα, μπορείς να ξενυχτήσεις μια φορά κι εσύ για τον παππού σου». Είχε καθίσει στο κρεβάτι, υπέφερε πολύ, ήταν φανερό. «Αγκάλιασέ με και τρίβε μου την πλάτη». Μείναμε αρκετή ώρα έτσι. Εβλεπα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα να τον βοηθήσω. Ξύπνησα όσους ήταν στο σπίτι -μα αλήθεια δεν θυμάμαι καθόλου ποιοι ήταν- τέτοια ήταν η ταραχή μου. Γύρισα στον παππού. Τον κράτησα για λίγο και του είπα: «Πάω να φέρω γιατρό».

»Βγήκα τρέχοντας -ήταν πανσέληνος· έρημοι οι δρόμοι. Στον «Ευαγγελισμό» είχε πιάτσα ταξί· είχα μια διεύθυνση και ένα όνομα. Ξύπνησα τον γιατρό, με ακολούθησε αμέσως. Φτάσαμε στο σπίτι πολύ γρήγορα. Είχε πεθάνει. Στο κομοδίνο το κερί αναμμένο και η Οδύσσεια. O τάφος του είναι στο κοιμητήριο της Κηφισιάς. Ωραίος και φροντισμένος, πάντα με λίγα λουλούδια όχι από ανθοπωλείο».

Υπήρξε ο Φωτιάδης «λιτός, τακτικός, καλαίσθητος. Είχε έμφυτη αρχοντιά, ευγένεια με όλους, ήπιους τρόπους, ανεπιτήδευτος. H φιλοδοξία του περιοριζόταν στις ιδέες που πίστευε και υποστήριξε και όχι στην προβολή του ονόματός του». Ανιδιοτελής. Αφομοίωσε την αρχαία ελληνική σκέψη και την έκανε ζωή του. Είχε άμεση επαφή με τα αρχαία κείμενα. Ηταν πολύγλωσσος. Ηξερε ακόμη και αραβικά. Βρισκόταν σε αδιάκοπη πνευματική δραστηριότητα. Θαύμαζε τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο. Ζητούσε από τους νέους σεβασμό των πρεσβυτέρων. «Αν δεν έχεις γέροντα, να δώσεις ν’ αγοράσεις» έλεγε κατά την παροιμία. Συνήθιζε να απαγγέλλει Goethe. Και μάλιστα το ποίημά του «Zueignung» αναπόληση του παρελθόντος, των φίλων που έφυγαν. Απάγγελνε και Ομηρο «για να ασκεί τη μνήμη του». Αγάπησε ιδιαίτερα την ποίηση και τη μουσική.

Πείρα και σοφία

Η πληροφορία του Παππά για τη σοφία του Φωτιάδη συμπίπτει με εκείνη του Αλέκου Δελμούζου ότι «η γνώμη του βαριά από πλούσια κατασταλαγμένη πείρα και σοφία. Χωρία από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους κλασικούς στην πρωτότυπη γλωσσική τους μορφή έρχονται συχνότατα στα επιχειρήματά του τόσο φυσικά, αναγκαία και πειστικά που δεν ξεχώριζες αν είναι τωρινά ή περασμένα, δικά του ή ξένα. Σου θύμιζε ανθρωπιστή άλλων καιρών» (αντλώ το χωρίο από το βιβλίο του Παπακώστα, σ. 34-5, που μνημονεύω στο τέλος του άρθρου). Κατά τον Παππά και την προηγούμενη μέρα του θανάτου του κρατούσε στα χέρια του την «Οδύσσεια» του Berard.

O Παππάς υπήρξε πιστός θεματοφύλακας του δημοτικισμού, καθώς με τις φροντίδες του διατηρήθηκε το πλούσιο αρχείο του Φώτη Φωτιάδη, που αποτελεί σημαντικό μαρτύριο των δημοτικιστικών αγώνων κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα· τότε που ο γιατρός της Πόλης ανακινεί το θέμα της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση του έθνους με την έκδοση του βιβλίου του «H γλώσσα μας κι η πνευματική μας αναγέννησις» (1902). Μνημονεύω έναν άλλο θαυμαστό θεματοφύλακα τεκμηρίων του δημοτικιστικού κινήματος: τον αείμνηστο φίλο μου και συνάδελφο Σταμάτη Καρατζά (1913-1986) που μας διέσωσε πλήθος επιστολών κορυφαίων δημοτικιστών. O Παππάς φιλοτέχνησε το 1933 λιθογραφία του Φωτιάδη και ο πατέρας του το 1931 ελαιογραφία του. Εικονίζονται στο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα: «O Φώτης Φωτιάδης και το Αδελφάτο της εθνικής γλώσσας. H αλληλογραφία», ΕΛΙΑ, Αθήνα 1985.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή