Το χιούμορ δεν φοβάται εποχές

Το χιούμορ δεν φοβάται εποχές

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αντονι Νίλσον

«Ψέμα στο ψέμα»

Σκηνοθεσία: Π. Φιλιππίδης Θέατρο «Μουσούρη»

Να και μια περίπτωση όπου θα μας ζηλεύει ακόμα και το λονδρέζικο θέατρο! Και το γράφω αυτό μισοσοβαρά και μισοαστεία. «Τι! Μέσα στον Απρίλιο και παίζεται ακόμα το «Ψέμα στο Ψέμα»;», θα μπορούσαν ν’ απορήσουν οι Βρετανοί θεατράνθρωποι για τη μακροβιότητα μιας «δικής τους» κωμωδίας σε εδάφη όπου συνήθως δεν ευδοκιμεί το βρετανικό χιούμορ.

Κι αυτό γιατί ειδικά στην αγγλοσαξονική θεατρική πρακτική υπάρχουν (ακριβώς όπως γίνεται και σ’ εμάς με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα) καθαρά εποχικά έργα την περίοδο των χριστουγεννιάτικων γιορτών. Ετσι, από τον Νοέμβριο μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου τα πιο πολλά από τα βρετανικά θέατρα, ακόμα και οι Λυρικές σκηνές του Ενωμένου Βασιλείου τους, παρουσιάζουν έργα τα οποία έχουν σχέση με παραμύθια, μπαλέτα με ωραίες κοιμωμένες και ψεύτικο χιόνι, όπως επίσης και τις περίφημες κωμικές «παντομίμες» τους που καταναλώνονται εκεί όπως εδώ τα ζεστά κάστανα τον Δεκέμβριο. Είναι κι αυτό μέρος της χριστουγεννιάτικης παράδοσης.

Ετσι λοιπόν και η κωμωδία «Ψέμα στο Ψέμα» του Αντονι Νίλσον, η πλοκή της οποίας διαδραματίζεται μια χιονισμένη παραμονή των Χριστουγέννων, όταν πρωτοπαίχθηκε στην κάτω αίθουσα του «Ρόγιαλ Κορτ» του Λονδίνου είχε δεδηλωμένη ημερομηνία λήξης: την 11η Ιανουαρίου του 2003.

Ενα σημαντικό στοιχείο, λοιπόν, αυτής της καγχαστικής κατάμαυρης κωμωδίας είναι ακριβώς η παράφραση της εποχικής της καταγωγής. Το ότι υπάρχουν εκεί μέσα χαρακτήρες που ονομάζονται «Βαλταζάρ», χριστουγεννιάτικα κάλαντα και γενικά μία στραγγαλισμένη εποχική εορταστική ατμόσφαιρα ενισχύουν τη σαρκαστική διάθεση του καλού συγγραφέα.

Το δίδυμο των Εγγλέζων αστυνομικών που αναλαμβάνει μια «Αγια Νύχτα» τη δύσκολη αποστολή ν’ ανακοινώσει σ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πως η κόρη τους σκοτώθηκε σ’ ένα αυτοκινητικό δυστύχημα προκαλώντας μία χιονοστιβάδα κωμικών παρεξηγήσεων και ανατροπών, είχε την τύχη να ενσαρκωθεί εδώ από δύο εκπληκτικούς κωμικούς: τον Πέτρο Φιλιππίδη και τον Παύλο Χαϊκάλη. Ομως, δεν είναι ασφαλώς μόνον η προσωπική αξία του καθενός τους που τους κάνει να λάμπουν με πυροτεχνικούς σπινθηρισμούς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ταίριασαν, «έδεσαν» μαζί, δημιουργώντας ένα συμπαγές ντουέτο το οποίο μπορεί άριστα να συγκριθεί με άλλους κλασικούς του είδους, όπως το δίδυμο «Χοντρός – Λιγνός» από τους οποίους πρέπει να έχουν διδαχθεί πολλά γι’ αυτήν εδώ τη δουλειά. Κυρίως πρέπει να μελέτησαν ιδιαίτερα τις απολαυστικά κωμικές παύσεις τους. Μ’ έναν αριστοτεχνικά ευφυή διάλογο που θυμίζει Βρετανούς μάστορες του είδους σαν τον Τζο Ορτον και τον Ιβλιν Γουό (πρώτης τάξεως η μετάφραση του Θοδωρή Πετρόπουλου), όταν δεν ξεκαρδίζεσαι παραμένεις μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

(Χαρακτηριστικό δείγμα της σουρεαλιστικής λογικής του έργου: 

– «Θέλω να πω ότι τα πενήντα δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Σήμερα πενήντα ετών είσαι απλώς μεσήλικας. Πενήντα είναι όπως όταν ήσουνα σαράντα πριν από δέκα χρόνια…».

– «Τι, δηλαδή; Τριάντα;…». )

Κι αν ο Φιλιππίδης και ο Χαϊκάλης φέρνουν στο μυαλό την εδώ τουλάχιστον αποδεδειγμένα όχι πλέον αμίμητη τεχνική των «Λόρελ και Χάρντι», ο Ηλίας Λογοθέτης βάζει υποψηφιότητα για ν’ αμφισβητήσει το «αξεπέραστος» ενός από τους δυο – τρεις πραγματικά παγκόσμια μεγάλους κωμικούς όλων των εποχών: του Μπάστερ Κίτον. Είναι από τους ελάχιστους ηθοποιούς που μπορούν και βγάζουν γέλιο παραμένοντας παγερά σοβαροί. Με ένα παρόμοιο τρίδυμο η παράσταση είχε ήδη εξασφαλίσει την απρόσκοπτη πορεία της μέχρι και τις μεγάλες ζέστες. Μόνο και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο οι Εγγλέζοι θεατρώνες θα είχαν κάθε λόγο να ζηλεύουν.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί

Εννοείται ότι για τους υπόλοιπους είναι εξαιρετικά δύσκολο να σταθούν δίπλα στους τρεις κορυφαίους. Ομως τόσο η Νεφέλη Ορφανού (ο χαρακτήρας της είναι μιας μητέρας που ασκεί τη θεραπευτική του Καραγκιόζη, δηλαδή της άκριτης χειροδικίας στις περιπολίες που επιχειρεί εναντίον των υπόπτων παιδόφιλων στα λονδρέζικα δρομάκια), όσο και η Σοφία Ολυμπίου ως παρανοϊκή γραία που θυμάται κυρίως τις νεανικές της σεξουαλικές αταξίες, ακολουθούν ικανοποιητικά, παρά τις περιστασιακές εξάρσεις υπερβολής.

Ο Βασίλης Ρίσβας, ως ο ιερωμένος με ροπές στον τραβεστισμό, ισορροπεί το γκροτέσκο με το ευπρεπές του σχήματός του, με αποτέλεσμα να κάνει μία αξιοπρεπέστατη κωμική φιγούρα. Κι όσο για τη νέα γενιά μέσα στην παράσταση, την Αννα Στίλβη και την Ειρήνη Τσιάρη, αυτές προσφέρουν απλώς τη δροσερή ανάσα των νιάτων τους.

Σκηνοθεσία – σκηνικά

Ο Πέτρος Φιλιππίδης σκηνοθέτησε την παράσταση επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του κυρίως στους χρόνους και στις παύσεις. Αυτό που ονομάζουμε -πλέον και εδώ- τάιμινγκ. Και όπως παίζει και ο ίδιος στην παράσταση, είναι αναπόφευκτο να του ξεφεύγουν αρκετά μέτρα. Και όπως πάλι η παράσταση συχνά παρασύρεται από τα κύματα γέλιου του κοινού, είναι μοιραίο να πέσει σε αρκετές παγίδες πλατειασμού.

Παρ’ όλα αυτά, εγώ τουλάχιστον γέλασα όχι μόνο με την καρδιά και το μυαλό μου, αλλά και δίχως να μου δημιουργηθούν τύψεις. Επίσης απήλαυσα και τα σκηνικά και τα κοστούμια του Δαμιανού Ζαρίφη, τα οποία συνέβαλαν στο ν’ αποκτήσει το «Ψέμα στο ψέμα» πρόσθετες δόσεις ενός καλόγουστου χιούμορ. Το ίδιο και με τη μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή