Μισέλ Πικολί, ο κυρίαρχος της σκηνής

Μισέλ Πικολί, ο κυρίαρχος της σκηνής

8' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πιστεύει ότι στο θέατρο ο ηθοποιός είναι κυρίαρχος. Και έχει κάθε δικαίωμα να το υποστηρίζει. Γιατί πολύ λίγοι ηθοποιοί στον κόσμο διαθέτουν το εκτόπισμα του Μισέλ Πικολί. Το βιογραφικό του και μόνο δίνει μια συνοπτική γεύση της εμβέλειάς του: 140, περίπου, κινηματογραφικοί ρόλοι, συνεργασία με την αφρόκρεμα των Ευρωπαίων σκηνοθετών, αξιοζήλευτη θεατρική παρουσία και σκηνοθετική δραστηριότητα. Γιατί ο Μισέλ Πικολί το 1994 και σε ηλικία 69 ετών γύρισε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία. Ακολούθησαν άλλες δύο μεγάλου μήκους και στο ερχόμενο Φεστιβάλ των Καννών (11 – 22 Μαΐου) θα προβληθεί η τρίτη του απόπειρα. «Δεν ήθελα ποτέ να καταλήξω ένας γέρος, διάσημος ηθοποιός του θεάτρου ή του κινηματογράφου», λέει στην «K» θεωρώντας την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία όχι απλώς φυσική συνέχεια της δουλειάς του αλλά απαραίτητη…

Ο Μισέλ Πικολί εγκαινιάζει την ένατη δεκαετία της ζωής του (γεν. 1925) εισβάλλοντας στη μυστική ζωή του Αντον Τσέχοφ. Πώς θα ένιωθε άραγε ο Ρώσος συγγραφέας γνωρίζοντας ότι παρουσιάζεται στο θέατρο η αλληλογραφία του με την Ολγα Κνίπερ; Για πρώτη φορά ο Μισέλ Πικολί αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο ηθικό δίλημμα. «Το χέρι σου σφιχτά μες στο δικό μου», ο τίτλος του έργου της Κάρολ Ροκαμόρα που αποτελείται από 412 γράμματα που αντάλλαξαν ο Τσέχοφ με την ηθοποιό και γυναίκα του Ολγα Κνίπερ. H παράσταση, σκηνοθετημένη από τον Πίτερ Μπρουκ, με τη Νατάσα Πάρι να υποδύεται την O. Κνίπερ, θα παρουσιαστεί στην Αθήνα, τον Μάιο, με πρωτοβουλία της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας.

Οι κριτικές που συνοδεύουν τις εμφανίσεις τους (μετά τη Γαλλία περιόδευσαν και σε άλλες χώρες) διθυραμβικές. «Από το πρώτο λεπτό που ο Μισέλ Πικολί εμφανίζεται στη σκηνή ξέρουμε ότι θα ζήσουμε μια μεγάλη θεατρική στιγμή», έγραψε η «Le Monde». H φράση έρχεται στο μυαλό μου όταν στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής ακούω τη φωνή του.

«Η σκηνοθεσία είναι φυσική συνέχεια…»

– Τι τράβηξε την προσοχή σας στην αλληλογραφία ανάμεσα στον Τσέχοφ και στην Ολγα Κνίπερ και θελήσατε να τη «ζωντανέψετε» σκηνικά;

– O πρώτος λόγος είναι ότι είχα ήδη συνεργαστεί δύο φορές με τον Πίτερ Μπρουκ σε ένα γερμανικό έργο και στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Οταν μου πρότεινε αυτήν τη δουλειά, θεώρησα ότι είναι αναγκαίο για μένα, εντελώς εγωιστικά, να προσπαθήσω να εισχωρήσω ακόμη περισσότερο στη μυστική ζωή του Τσέχοφ.

– Ποιες ήταν οι πηγές πάνω στις οποίες βασιστήκατε για να μπορέσετε να ενσαρκώσετε τον Τσέχοφ;

– Δεν έχω διαβάσει ό,τι αφορά τον Τσέχοφ, αλλά έχω διαβάσει όλα του τα διηγήματα, έχω διαβάσει το εξαιρετικό βιβλίο του «Σαχαλίνη», ένα ρεπορτάζ θα λέγαμε σήμερα γι’ αυτόν τον τόπο εξορίας, για τη ζωή του ως γιατρού, ως θεατρικού συγγραφέα, το πάθος του για τα βιβλία. Υπάρχει μια φράση του Νίτσε που μου αρέσει πολύ: Πόσα χρόνια μού απομένουν για να μείνω νέος; O Τσέχοφ πέθανε 44 ετών, πολύ νέος. Αλλά πόσα χρόνια θα έπρεπε να ζήσει ακόμη για να κατανοήσουμε το μέγεθος και την αξία του; Βάζω στον εαυτό μου ένα ηθικό δίλημμα με αυτήν την παράσταση: Θα δεχόταν άραγε ο Τσέχοφ να τον ενσαρκώσουμε μέσα από τα γράμματά του, να περάσουμε δηλαδή σε ένα χώρο τόσο προσωπικό; Θα ήταν γι’ αυτόν σοκαριστικό, χυδαίο, απολύτως αδιάκριτο ή, αντιθέτως, θα το έβρισε διασκεδαστικό, αστείο; Δεν ξέρω. Είναι ένα συνειδησιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζω με αυτό το έργο.

Πηγή της ιστορίας

– O τρόπος που ο Πίτερ Μπρουκ σκηνοθετεί, πιστεύετε ότι είναι μια στάση απέναντι στη ζωή ή στην τέχνη;

– Και τα δύο. Το θέατρο είναι ένα εργαστήρι μέσα από το οποίο διερευνούμε τη ζωή ώστε να την κατανοήσουμε, να αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις του κακού. Το θέατρο, με αυτόν τον τρόπο, είναι από τις βασικές πηγές της ιστορίας της ανθρωπότητας.

– Ποιο είναι το στοιχείο που εκτιμάτε περισσότερο στον Π. Μπρουκ;

– O Μπρουκ είχε μια σπουδαία καριέρα στην Αγγλία. Ηταν διάσημος, συνεργαζόταν με τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς, οι σκηνοθεσίες του ήταν μεγάλες παραγωγές, με εντυπωσιακά και πλούσια σκηνικά. Κάποια στιγμή, δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί, αποφάσισε να αναζητήσει άλλα πράγματα στο θέατρο. Σκέφτομαι ότι ίσως ένιωσε κορεσμό και θέλησε να ψάξει τα μυστικά του θεάτρου. Πήγε στην Αφρική, άρχισε να ασχολείται με πράγματα απολύτως ταπεινά, ανακάλυψε μια βαθιά ενέργεια, την ουσία του θεάτρου. Εγκατέλειψε τα εμφανή θεατρικά μεγέθη για να δοθεί σε άλλα μεγέθη, πιο μυστικά.

– Μοιράζεστε τις ίδιες ιδέες και αρχές μαζί του;

– Ναι. Πολύ. Δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον οι σκηνοθέτες που σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και την όψη των πραγμάτων, αδιαφορώντας για τον συγγραφέα. O Μπρουκ έχει μια μετριοφροσύνη.

– Και απλότητα ίσως…

– Είναι περισσότερο από αυτό. Είναι η αναζήτηση της ουσίας.

Οι σκηνοθέτες

– Εχετε συνδέσει την κινηματογραφική παρουσία σας με συγκεκριμένους σκηνοθέτες. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε τον Σοτέ, τον Μπουνιουέλ, τον Γκοντάρ, τον Φερέρι, χωρίς εσάς.

– Είχα πολλή τύχη και ήμουν πολύ διαθέσιμος στους σκηνοθέτες ηθοποιών. Οταν είσαι ηθοποιός, πρέπει από τη μία να έχεις χαμηλό προφίλ και από την άλλη να ξέρεις να παίρνεις την εξουσία στα χέρια σου. Στο θέατρο, για παράδειγμα, ο ηθοποιός είναι ο κυρίαρχος. Στη σκηνή δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον ηθοποιό. Για το κοινό, ο ηθοποιός είναι και ο σκηνοθέτης. Τον ρυθμό της παράστασης τον ορίζει ο ηθοποιός. Πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι το κείμενο είναι «δικό μας».

– Θα μπορούσατε ίσως να κάνετε κάποιο σχόλιο πιο προσωπικό για τους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαστήκατε στενά;

– Με τον Σοτέ, τον Φερέρι, τον Λουί Μαλ, ακόμη και με τον Γκοντάρ, είχα μια βαθιά, μυστική σχέση. Μια σχέση, κάποιες φορές, αδελφική, μια απόλυτη συνενοχή. Συχνά ανακάλυπτα ότι ταυτιζόμουν περισσότερο με τον σκηνοθέτη με τον οποίο συνεργαζόμουν παρά με το πρόσωπο που έπρεπε να υποδυθώ!

– Γιατί είπατε «ακόμη και με τον Γκοντάρ»;

– Γιατί ο Γκοντάρ είναι ένας μεγάλος μοναχικός. Αλλά σέβομαι πολύ τη μοναξιά του όπως και το χιούμορ του.

Πίσω από την κάμερα

– Ενας ηθοποιός που περνάει στη σκηνοθεσία προκαλεί ρήξη στην καριέρα του ή πρόκειται για φυσική συνέχεια;

– Για μένα είναι φυσική συνέχεια και, ακόμη περισσότερο, απαραίτητη. Δεν ήθελα ποτέ να καταλήξω να είμαι ένας γέρος, διάσημος ηθοποιός του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Από την αρχή που ασχολήθηκα με το σινεμά, είχα ένα πάθος γι’ αυτό που αποκαλούμε τεχνική της κατασκευής μιας ταινίας. Μια ταινία δημιουργείται πίσω από την κάμερα, όχι μπροστά. Μπροστά υπάρχουν τα ντεκόρ, ο φωτισμός, αλλά και όλα αυτά γεννιούνται πίσω από την κάμερα. H παρουσία του ηθοποιού, ακόμη, οφείλεται ουσιαστικά σε όσους βρίσκονται πίσω από την κάμερα.

– Συμμετέχετε στο ερχόμενο Φεστιβάλ των Καννών με μια καινούργια ταινία σας, την τρίτη κατά σειράν, μεγάλου μήκους, «C’ est pas tout a fait la vie dont j’ avais rv» («Δεν είναι ακριβώς η ζωή που ονειρεύτηκα»).

– Εγραψα το σενάριο μαζί με τη γυναίκα μου, τη Ludivine Clerc – είναι το δεύτερο στο οποίο συνεργαζόμαστε μετά το «La plage noire» (βασισμένο σε βιβλίο του Φρανσουά Μασπερό). Αναφέρεται στη συνύπαρξη ενός άντρα με δύο γυναίκες, τη σύζυγό του και την ερωμένη του. Είναι ίσως μια κωμωδία κάπως δηκτική, σκωπτική, δυσάρεστη, ίσως φιλοσοφική. Δεν ξέρω. Οταν τη δείτε, θα μου πείτε…

Εποχές και πρότυπα

– Εχετε σημαδέψει τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο όχι μόνο ως ένας μεγάλος ηθοποιός αλλά και ως ένας πολύ γοητευτικός ηθοποιός. Υπάρχουν, πιστεύετε, ηθοποιοί που να μπορούν να ενσαρκώσουν το αρχέτυπο του θηλυκού, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό στην «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ;

– H Μπαρντό ενσάρκωνε την «απόλυτη» γυναίκα σε μια συγκεκριμένη εποχή. Κάθε εποχή έχει το δικό της γυναικείο πρότυπο. Το δικό της πρότυπο ομορφιάς. Αρα, η ομορφιά ανανεώνεται, οι ηθοποιοί ανανεώνονται. Τι αποτελεί πρότυπο ομορφιάς; Το πρόσωπο της Μανιάνι, της Ειρήνης Παπά, της Κατρίν Ντενέβ; Θα μπορούσε να αφηγηθεί κανείς μέσα από αυτά τα πρότυπα την εξέλιξη της θηλυκότητας, δηλαδή την εξέλιξη του άνδρα…

– Εάν ένας σκηνοθέτης ξαναγύριζε την «Περιφρόνηση», ποια ηθοποιός θα έπαιζε την Μπαρντό;

– Δεν υπάρχει.

– Γιατί;

– Γιατί η Μπαρντό επελέγη από τον Γκοντάρ σε μια πολύ συγκεκριμένη εποχή και σε μια στιγμή της ζωής του, επίσης πολύ συγκεκριμένη. Υπάρχει κάτι που απεχθάνομαι και αυτό είναι το «ριμέικ». Δεν μπορούμε να κάνουμε ριμέικ. Γι’ αυτό και το σινεμά είναι μοναδικό. Κάθε ταινία συνδέεται με την εποχή της και αυτό ακριβώς καταγράφουν οι ιστορικοί του κινηματογράφου και με αυτό ακριβώς το πνεύμα διδάσκουν την ιστορία στα πανεπιστήμια.

Εύθραυστη η επιτυχία

– Στην ταινία του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, «Γυρίζω σπίτι», όπου ενσαρκώνετε έναν μεγάλο ηθοποιό του θεάτρου, λέτε: «… Ακολουθώ απαρέγκλιτα μια αρχή. Υστερα από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, αρνούμαι να δεχθώ να κάνω πράγματα απλά και μόνο επειδή αμείβονται καλά». Ασπαστήκατε και εσείς στην καριέρα σας αυτήν την αρχή;

– Πάντα. Είχα την τύχη να ξεκινήσω να κάνω αυτήν τη δουλειά χωρίς να σκέφτομαι τα χρήματα, είχα την τύχη να ανακαλύψω πόσο αναγκαία είναι τα χρήματα σε αυτό το επάγγελμα, αλλά και πόσο εύθραυστο είναι το χρήμα· πόσο εύθραυστη είναι η επιτυχία, πόσο οδυνηρή είναι η αναμονή για δουλειά. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι πρέπει να είσαι φτωχός για να μπορείς να είσαι καλλιτέχνης ούτε, ακόμα λιγότερο, ότι πρέπει να είσαι πλούσιος για να είσαι καλλιτέχνης.

Στην εξουσία ενός «διεθνούς γκανγκστερισμού»

– Στην ταινία σας «La plage noire», εκφράζετε απογοήτευση για την πολιτική.

– Οχι απογοήτευση για την πολιτική. Είναι η απογοήτευση, η κούραση των ανθρώπων που έχουν υπάρξει στρατευμένοι. H στιγμή που είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν ή αναρωτιούνται γιατί υπήρξαν στρατευμένοι. Γιατί αγωνιστήκαμε εναντίον μιας δικτατορίας; Τι σημαίνει επανάσταση; H στιγμή που αρχίζουν να χάνουν την ελπίδα τους για την ικανότητα της πολιτικής να παρακολουθεί τα προβλήματα των ανθρώπων.

– Εσείς σε ποιο σημείο βρίσκεστε; Εχετε αρχίσει να αναρωτιέστε;

– Εγώ ποτέ δεν υπήρξα στρατευμένος σε ένα κόμμα, ασχολήθηκα όμως με την πολιτική με πάθος. Από πολύ νωρίς άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι η πολιτική, τι είναι η εξουσία, η εξουσία της κατάκτησης, η εξουσία του χρήματος, ενός «διεθνούς γκανγκστερισμού» που γιγαντώνεται ολοένα και περισσότερο.

– Εχετε πει ότι ένα από τα θέματα που σας αγγίζουν περισσότερο είναι η εξορία. Τι σκέφτεστε γι’ αυτούς τους πληθυσμούς που μετακινούνται από μια χώρα σε μιαν άλλη αναζητώντας μια καλύτερη ζωή;

– Προέρχομαι από μια χώρα αποικιοκρατική. Οταν ήμουν παιδί είχαμε ένα θείο στρατηγό που πολεμούσε στην Ινδοκίνα, στη Μαδαγασκάρη και στη βόρεια Αφρική. Το διαμέρισμά του στο Παρίσι ήταν γεμάτο από δέρματα πιθήκων και τίγρεων. Αναρωτιέμαι γιατί δεν είχε και δέρματα ανθρώπων… Μου προκαλούσε ανέκαθεν άφατο πόνο να βλέπω πλούσιες χώρες να θέλουν να κατακτήσουν τις φτωχές αν και κατέχουν ήδη τεράστια πλούτη. Δείτε τι συμβαίνει με την Αφρική. Αποικία των Γάλλων, των Αγγλων, των Βέλγων και του παγκόσμιου χρήματος. Μια χώρα με πλούσια εδάφη και εξαιρετικά φτωχούς ανθρώπους. Ισως γι’ αυτό εμείς, που προερχόμαστε από αποικιοκρατικές χώρες, αισθανόμαστε ένοχοι με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Σήμερα υπάρχει μια νέα αποικιοκρατία. Γι’ αυτό είναι απολύτως φυσικό, άνθρωποι τόσο φτωχοί και τόσο προδομένοι να θέλουν να μετακινηθούν σε χώρες πλούσιες.

– O Μισέλ Πικολί με τη Νατάσα Πάρι θα εμφανιστούν στο θέατρο Ιλίσια 11-15 Μαΐου. Πληροφορίες: Αττική Πολιτιστική Εταιρεία. Τηλ.: 6944-356.721, 6944-754.242. Για κρατήσεις θέσεων: 210-72.10.0450 και 210-72.16.317, 10-1 το πρωί και 5-9 το απόγευμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή