Ηδονοβλεψίας, ωτακουστής, παρατηρητής…

Ηδονοβλεψίας, ωτακουστής, παρατηρητής…

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο θεατρικό έργο που είδε ο Κώστας Μουρσελάς ήταν τα «Παραμύθια του Αντερσεν», στο Εθνικό Θέατρο. «Σ’ άρεσε Κωστάκη;», τον ρώτησε η μητέρα του συμμαθητή του, που τους συνόδευε. «Μου άρεσε πολύ. Αλλά έτσι μπορώ να γράψω κι εγώ», απάντησε ο K. Μουρσελάς. Το πρώτο του θεατρικό κείμενο, με τον τίτλο «Ερημιά», το έγραψε στο σπίτι του στον Πειραιά, μολις επέστρεψε από την παράσταση του Εθνικού. Κάπως έτσι ξεκίνησε τη σχέση του με τα θεατρικά κείμενα. Λίγο πριν, σε ηλικία 13 ετών, είχε επιχειρήσει «έφοδο» και στη λογοτεχνία, γράφοντας ένα μυθιστόρημα.

Και τα δύο πρωτόλεια κείμενα του Κώστα Μουρσελά λανθάνουν, όχι όμως και οι αναμνήσεις του, οι πολλές εικόνες από τις διαφορετικές εποχές που έζησε, τους διαφορετικούς δρόμους που δοκίμασε να περπατήσει. H συζήτηση ξεκίνησε σαν συνέντευξη για το νέο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «O πόθος καίει τα σωθικά» (Κέδρος), αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε μια διήγηση που είχε απ’ όλα: Το ξετύλιγμα της ζωής του, τις εμπειρίες του, το πώς ξεκίνησε να γράφει, πότε πρωτοείδε θέατρο, πόσο η ιδεολογική του ένταξη σε νεαρή ηλικία επηρέασε τη γραφή του. Κι όλα αυτά με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, αφού όπως λέει: «Δεν παίζω θέατρο, είμαι αυθεντικός. Αυτό με κάνει και ερωτεύσιμο, θέλω να πω ότι ενώ ποτέ δεν ήμουν ωραίος, πάντα μπορούσα να γοητεύσω τις γυναίκες…».

Βιολί και βιβλίο

– Είστε ένας συγγραφέας που ασχολείται με ό,τι υπάρχει γύρω του, με την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούν ότι έχετε απεμπολήσει μια ματιά του κόσμου ιδεολογική. Συμφωνείτε;

– Ζούσα σε μια γειτονιά από τις πιο αντιπνευματικές. Στο σπίτι μου δεν υπήρχε βιβλίο, στη γειτονιά το ίδιο. Αγάπησα το βιβλίο από τα 13 μου και μάθαινα βιολί επί επτά χρόνια. O πατέρας μου είχε φύγει μετανάστης και ζούσα μόνος με τη μητέρα μου, η οποία για να τα βγάλει πέρα νοίκιαζε ένα δωματιάκι στην ταράτσα. Κάποια φορά το είχε νοικιάσει ένας ναυτικός, που μου έφερε ένα ραδιόφωνο Phillips. Αυτό το ραδιόφωνο μού άνοιξε νέους ορίζοντες. Αρχισα ν’ ακούω βιολί, και μαγεύτηκα. Σ’ αυτή τη λαϊκή γειτονιά, ζούσε ένας μοναχικός άνθρωπος, που έπαιζε καταπληκτικό βιολί. Επειδή όμως ντρεπόμουνα να μελετάω και να μ’ ακούει η γειτονιά, με συμβούλευσε να πάρω ένα δεύτερο βιολί, να σπάσω το θηκάρι, και να κρατήσω μόνο το μπράτσο με τις χορδές. Τη λογοτεχνία τη συνάντησα στα Κύθηρα, απ’ όπου καταγόταν η μάνα μου. Είχα κάτι ξαδέλφια εκεί, που διάβαζαν πολύ. Από τους πρώτους συγγραφείς που διάβασα ήταν ο Τσέχωφ και ο Οσκαρ Ουάιλντ.

Μετά ήρθε το θέατρο, κι εκεί από περίεργο δρόμο μπήκα. Δίπλα στο πατρικό μου, έμενε ένας συμμαθητής μου με τη μάνα του. Αυτή η γυναίκα είναι η κυρία Μαρίτσα, στα «Μαλλιά». Αυτή η γυναίκα, η λαϊκή, η αγράμματη, λάτρευε το ωραίο θέατρο, την κλασική μουσική, έκανε ταξίδια στη Γαλλία και επέστρεφε με ζωγραφικούς πίνακες. Με αυτήν τη γυναίκα πρωτοπήγα στο θέατρο. Παράλληλα με όλα αυτά εντάχθηκα και στο αριστερό κίνημα, αλλά μ’ ένα λάθος τρόπο. Μπήκα χωρίς να ξέρω τι κάνω. Περισσότερο σαν αντίδραση προς τους δικούς μου. Ούτε αδικημένος ένιωσα ούτε πείνασα. Ομως παίζαμε τη ζωή μας τότε. O φίλος μου, ο Παντελίδης, εκτελέστηκε. Εγώ έμεινα ένα χρόνο φυλακή.

Τυχαία αφετηρία

– Αυτές οι εμπειρίες τι σας άφησαν;

– Πέρασαν στα «Μαλλιά». Μου άφησαν την πορεία, τη διαδρομή και την περιπέτεια. Γνώρισα την κατάσταση της ήττας και μέσω αυτής ανακάλυψα τον άνθρωπο. Εκεί άρχισε η μεταστροφή μου. Τι θέλω να πω: Στη φυλακή που ήμουν, μας έβγαζαν κάποιες ώρες στο προαύλιο. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα κτίριο που έβαζαν τις πόρνες. Αυτές έβγαιναν σ’ ένα φεγγίτη και μας προκαλούσαν δείχνοντας το στήθος τους. Εγώ κοίταζα, γιατί μου άρεσε. Οι υπόλοιποι, λες και ήταν άγιοι, δεν κοίταζαν. Από τη μια τους θαύμαζα και από την άλλη συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καμιά δουλειά μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι οδηγούμαι αλλού, σε συμπεριφορές που δεν είχα τη δύναμη να τις κάνω. Ισως γιατί η αφετηρία μου δεν ήταν ιδεολογική, αλλά τυχαία.

– O τρόπος που παρατηρούσατε τους ανθρώπους και τον κόσμο είναι αυτός με τον οποίο πλησιάζετε τους χαρακτήρες σας στα κείμενά σας;

– Είχα καταφέρει από μικρός να αποστασιοποιούμαι, να γίνομαι παρατηρητής σε σημείο επικίνδυνο. Ημουνα ηδονοβλεψίας, ωτακουστής και παρατηρητής. Στο τρένο διάλεγα απέναντι από ποιους θα καθήσω. Ανεβοκατέβαινα διαρκώς με τον Ηλεκτρικό, γιατί για μένα η Αθήνα είναι η Μόσχα. Ζούσα στον Πειραιά συγκλονιστικά πράγματα, που δεν συνειδητοποιούσα ότι τα ζω. Μέσα σε πενήντα τετραγωνικά ήταν όλη η πραγματικότητα της κοινωνίας. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι όλο το παιχνίδι παίζεται στον άνθρωπο, όχι στις ιδέες.

– Σήμερα, ο τρόπος που πλησιάζετε τους χαρακτήρες σας, θεωρείτε ότι σας κάνει πιο πλήρη μέσα από την πεζογραφία ή μέσα από το θέατρο;

– Το θέατρο είναι η βασίλισσα. Για τον πολύ απλό λόγο ότι εκεί ανακαλύπτω τη λαϊκότητα της τέχνης. Από ελιτίστας -γιατί ήμουνα ελιτίστας- πήγα προς το λαϊκό. Αυτό που είναι σαφές, λιτό και ακριβές και φτάνει σε πλατύτερα στρώματα και αφορά πλατύτερα στρώματα, αυτό με ενδιαφέρει. Το θέατρο το υπηρετεί αυτό καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη τέχνη.

Δεκαέξι θεατρικά

Ο Κώστας Μουρσελάς γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και εργάσθηκε ως δημόσιος υπάλληλος μέχρι το 1969, οπότε απολύθηκε από τη χούντα. Από τότε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Εχει γράψει δεκαέξι θεατρικά έργα. Το 1989 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» (Κέδρος), το οποίο μέχρι σήμερα έχει πουλήσει 200 χιλιάδες αντίτυπα. Για την τηλεόραση έγραψε τη σειρά «Εκείνος κι εκείνος», και τέσσερα σενάρια.

Η τέχνη είναι μπλόφα

«Κοιτάξτε το παράδειγμα τού «Εκείνος κι εκείνος». Στο ξεκίνημά του ήταν παράλογο θέατρο. Ελεγα όμως ότι εγώ θα το περάσω στον κόσμο, θα βρω παγίδες. Γιατί τι είναι η τέχνη; Παιχνίδι είναι, μπλοφάρουμε. Αν βρεις καλή μπλόφα, και πιάσει, μπορεί να λες ό,τι θες και παρ’ όλα αυτά να μιλάς απλά. Ηταν εκατόν τριάντα δύο μονόπρακτα, παράλογο θέατρο. Εκεί βρήκα την τεχνική να θίγω τα κοινωνικά προβλήματα μέσω του παραλόγου. Ενα παράδειγμα: Μια μέρα μου τηλεφωνεί μια κυρία και μου ζητάει να με γνωρίσει. Ερχεται στο σπίτι μου στο Κολωνάκι -όταν το λέω αυτό μου έρχεται να κλαίω- με το γιο της, ένα χλωμό 17χρονο αγόρι». H φωνή του Κώστα Μουρσελά σπάει, τα μάτια του βουρκώνουν. «Ηρθα να σας φιλήσω το χέρι, γιατί μου σώσατε το παιδί μου. Ηταν μπλεγμένο στα ναρκωτικά και δεν βρίσκαμε τρόπο να τον σώσουμε. Αρχίσαμε να βλέπουμε μαζί το «Εκείνος κι εκείνος» και να το συζητάμε. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ανακαλύπτει ότι αυτοί οι δύο ήρωες, με τα πενιχρά τους μέσα, μπορούν να είναι ευτυχισμένοι και ανεξάρτητοι. Είναι εκτός συστήματος, είναι του περιθωρίου και δεν έχουν ανάγκη τα ναρκωτικά για να είναι ευτυχισμένοι…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή