1. Γιατί να επιδιώξει η Ευρώπη τον στόχο μιας «ολοένα συνεκτικότερης Ενωσης»;

1. Γιατί να επιδιώξει η Ευρώπη τον στόχο μιας «ολοένα συνεκτικότερης Ενωσης»;

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αντιμετωπίζω το ζήτημα της δικαιολόγησης μιας επιθετικής αντίληψης ως προς το μέλλον της Ε.Ε. και από τις δύο οπτικές, δηλαδή:

– Την οπτική της στοχοθεσίας και

– Την οπτική των προβλημάτων με τα οποία είμαστε σήμερα αντιμέτωποι λόγω ήδη ειλημμένων αποφάσεων.

Η στοχοθεσία της γενιάς των ιδρυτών (Σουμάν, Ντε Γκάσπερι και Αντενάουερ) απώλεσε μεγάλο μέρος από την αρχική της σημασία. Ωστόσο, οι ελίτ της Ε.Ε. αντικατέστησαν στο μεταξύ τους αρχικούς στόχους με μιαν άλλη ατζέντα.

Το πρόγραμμα των ιδρυτών

Μέχρι τη γενιά του Χέλμουτ Κολ η ισχυρότερη κινητήρια δύναμη της ενοποίησης υπήρξε η επιθυμία να μπει ένα τέρμα στην ιστορία των αιματηρών πολέμων στην Ευρώπη. Ενα δεύτερο κίνητρο, που ασπαζόταν, ειρήσθω εν παρόδω, και ο Αντενάουερ υπήρξε η σταθερή πρόσδεση της Γερμανίας στην Ενωση, που θα απάλυνε την ιστορικά θεμελιωμένη δυσπιστία απέναντι σ’ ένα έθνος ασταθές πολιτικά αλλά εκ νέου ενδυναμωμένο οικονομικά σε σύντομο διάστημα, στο κέντρο της Ευρώπης. Μολονότι όλες οι πλευρές είναι σήμερα πεπεισμένες ότι ο πρώτος από τους δύο αυτούς στόχους επετεύχθη οριστικά, ο στόχος της διασφάλισης της ειρήνης επιβιώνει σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κοσσόβου έγινε ξεκάθαρη μια λεπτή διαφορά στη δικαιολόγηση της ανθρωπιστικής επέμβασης.

Η χρησιμοποίηση των νατοϊκών δυνάμεων αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία από τη σκοπιά των εθνικών τους προτιμήσεων, οι οποίες διευρύνθηκαν με τον στόχο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα ηπειρωτικά κράτη φάνηκαν να προσανατολίζονται περισσότερο με βάση τις αναδυόμενες αρχές ενός μελλοντικού οικουμενικού συστήματος δικαιωμάτων του πολίτη, παρά με βάση τις παροντικές αναγκαιότητες μιας πολιτικής διεθνούς τάξης και ασφάλειας, όπως αυτές παρουσιάζονται από τη σκοπιά μιας υπερδύναμης που στοχάζεται με όρους παγκοσμιότητας. (…)

Ο δεύτερος στόχος, η ενσωμάτωση σε μιαν ειρηνική Ευρώπη μιας Γερμανίας που αντιμετωπιζόταν με καχυποψία, μπορεί να θεωρηθεί ότι, εν όψει των παγιωμένων δημοκρατικών θεσμών και των διαδεδομένων φιλελεύθερων φρονημάτων στη χώρα αυτή, δεν είναι πλέον τόσο κρίσιμος.

Υπήρχε ωστόσο εξ αρχής ένα τρίτο, καθαρά οικονομικό συμφέρον για την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελεί σήμερα το πλαίσιο για ένα ολοένα και πυκνότερο δίκτυο οικονομικών σχέσεων, άμεσων επενδύσεων, για κάθε είδους συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά, η ορθολογική προσδοκία κέρδους και συγκριτικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων παρέχει περιορισμένη μονάχα νομιμοποίηση. (…)

Οι οικονομικές προσδοκίες δεν επαρκούν ως κίνητρο για να κινητοποιήσουν τον λαό να υποστηρίξει πολιτικά το ριψοκίνδυνο σχέδιο μιας Ενωσης άξιας του ονόματος αυτού. Για τον σκοπό αυτό χρειάζονται κοινοί αξιακοί προσανατολισμοί. (…)

Μέχρι τώρα, τα νέα συντάγματα αποτελούσαν ιστορικές απαντήσεις σε καταστάσεις κρίσης. Αλλά πού βλέπει κανείς κρίση στις εν συνόλω μάλλον ευημερούσες και ειρηνικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες μας; Οι μεταβατικές κοινωνίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που επιθυμούν να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει πράγματι να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις ακραίες προκλήσεις της διάλυσης ενός συστήματος – σ’ αυτό όμως απάντησαν με την επιστροφή στο κράτος – έθνος. Ειδικά στις χώρες αυτές δεν ενθουσιάζονται καθόλου με την ιδέα να μεταφερθούν σε ευρωπαϊκές αρχές τα κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία πρόσφατα επανέκτησαν.

Μόνον στα συγκείμενα μιας πολιτισμικής ελκτικής δύναμης, που ξεπερνά κατά πολύ την οικονομική διάσταση, έχουν σημασία τα οικονομικά πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως επιχείρημα υπέρ της περαιτέρω ανάπτυξης της Ε.Ε. (…)

Σ’ αυτόν τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» ως περιεχόμενο του πολιτικού σχεδίου παρέπεμψε ο Γάλλος πρωθυπουργός (ο Λιονέλ Ζοσπέν, σ.τ.μ.) στην εξαιρετική ομιλία του την 28η Μαΐου 2001: «Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι προσπάθειες της Ενωσης επικεντρώνονταν στη δημιουργία της νομισματικής και οικονομικής ένωσης… Σήμερα όμως χρειάζεται μια προοπτική μεγαλύτερης εμβέλειας, διαφορετικά η Ευρώπη θα ξεπέσει σε απλή αγορά και οι ιστοί της θα χαλαρώσουν στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Γιατί η Ευρώπη είναι πολλά περισσότερα από μια αγορά. Αντιπροσωπεύει ένα κοινωνικό μοντέλο, που ωρίμασε ιστορικά…»

Η ατζέντα των επιγόνων

Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, είτε την αντιλαμβανόμαστε ως επιτάχυνση τάσεων που είχαν αναχαιτισθεί επί μακρόν είτε ως μετάβαση σε μια νέα μορφή του καπιταλισμού που αναπτύσσεται στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ των εθνών, έχει σε κάθε περίπτωση κάποια ανησυχητικά χαρακτηριστικά, που είναι κοινά σε κάθε διαδικασία επιτάχυνσης του εκσυγχρονισμού. Σε περιόδους ταχέων δομικών αλλαγών δημιουργείται μια αυξανόμενη ανισοκατανομή του κοινωνικού κόστους. (…)

Στο μέτρο που οι Ευρωπαίοι θέλουν να εξισορροπήσουν τις ανεπιθύμητες κοινωνικές συνέπειες αυξανόμενων διανεμητικών ανισοτήτων και να ασκήσουν επιρροή στην κατεύθυνση μιας επαναρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας, θα πρέπει, κατ’ ανάγκην, να ενδιαφερθούν και για τη διαμορφωτική δύναμη που θα κέρδιζε στον κύκλο των global player μια Ε.Ε. με πολιτική ικανότητα δράσης. (…)

Το επίκαιρο πρόβλημα της διεύρυνσης δεν έγινε κατορθωτό να καταστεί μοχλός για την επεξεργασία βαθύτερων δομικών προβλημάτων. (…) Ετσι προέκυψε: (α) δυσαναλογία ανάμεσα στο πυκνό οικονομικό και στο μάλλον χαλαρό πολιτικό πλέγμα αφενός και (β) το δημοκρατικό έλλειμμα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στις Βρυξέλλες, αφετέρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή