«Λαβ στόρι» από τον Βιτόριο Ντε Σίκα

«Λαβ στόρι» από τον Βιτόριο Ντε Σίκα

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οι εραστές» («Αmanti») γυρίστηκαν το 1968 από τον Βιτόριο Ντε Σίκα με δύο λαμπρούς πρωταγωνιστές: τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τη Φέι Ντάναγουεϊ. Εκείνα τα χρόνια ο Μαστρογιάνι μεσουρανούσε έχοντας παίξει σχεδόν τα πάντα με επιτυχία (από τους πληθωρικούς ήρωες του ονειρικού Φελίνι και τους αλλοτριωμένους αστούς του υπαρξιακού Αντονιόνι, έως τους γήινους καθημερινούς τύπους της commedia al’ italiana). H Ντάναγουεϊ μόλις είχε κάνει ένα δυναμικό ξεκίνημα ως παρτενέρ του Γουόρεν Μπίτι στο γκανγκστερικό «Μπόνι και Κλάιντ» του Αρθουρ Πεν (1967) ενώ την ίδια χρονιά, με τους «Εραστές», είχε σταθεί και στο πλευρό του Στιβ Μακ Κουίν στην κοσμοπολίτικη αστυνομική περιπέτεια «Υπόθεση Τόμας Κράουν».

Κοσμοπολίτικο είναι και το περιβάλλον των «εραστών». Πρόκειται για ένα μελό, χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής, με ιταλική φινέτσα. Την παραγωγή του την υπογράφει ο Κάρλο Πόντι με διάχυτη την επιθυμία να βρεθεί στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας του γαλλικού «Ενας άνδρας και μια γυναίκα» (1966). Σε εκείνο το φιλμ ο έρωτας αποκτούσε για πρώτη φορά στυλ χάριν της σκηνοθεσίας του Κλοντ Λελούς και κατακτούσε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και τις καρδιές εκατομμυρίων θεατών, κυρίως, γυναικών. Ενας οδηγός ταχύτητας σε αγώνες αυτοκινήτων (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) ερωτευόταν μια γυναίκα που εργαζόταν στον κινηματογράφο (Ανούκ Εμέ)… Στους «Εραστές» τα μεγέθη, σε ό,τι αφορά τους πρωταγωνιστές και το σκηνικό, είναι ανάλογα.

Εκείνος και εκείνη

Είκοσι δύο χρόνια μετά το νεορεαλιστικό «Κλέφτη των ποδηλάτων», την κορυφαία ταινία του, ο βετεράνος πια Βιτόριο Ντε Σίκα μπαίνει σε μια αριστοκρατική έπαυλη που μοιάζει με μικρό παλάτσο και στη συνέχεια ανεβαίνει σε ένα χιονοδρομικό κέντρο στις επιβλητικές Αλπεις. Σε αυτό το περιβάλλον κινηματογραφεί την περιπέτεια ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που ζουν μια ακραία κατάσταση, στην οποία δοκιμάζεται περισσότερο η αγάπη και λιγότερο ο έρωτας. Καταλύτης στο «λάβ στόρι» του Ντε Σίκα είναι μια ανίατη αρρώστια από την οποία πάσχει η ηρωίδα του.

Στο μελόδραμα πρωταγωνιστούν μια Αμερικανίδα, η Τζούλια, και ένας Ιταλός, ο Βαλέριο, που συναντήθηκαν τυχαία σε ένα αεροδρόμιο. Εκείνη είναι σχεδιάστρια μόδας. Εκείνος είναι μηχανικός σε μονοθέσια αγωνιστικά αυτοκίνητα και εμπνευστής μιας απλής αλλά θαυματουργής μπάρας ασφαλείας για την πίστα της Μόντζα, που αποσβένει όλες τις τριβές της πρόσκρουσης, σώζοντας τον οδηγό και το αυτοκίνητο που βγαίνουν από τον δρόμο.

Η ταινία αρχίζει με την Ελα Φιτζέραλντ να τραγουδάει το θαυμάσιο «A place for lovers» και την Τζούλια μπροστά σε μια τεράστια βίλα που δεσπόζει σε μια πανέμορφη ερημική περιοχή της βορείου Ιταλίας. Το κτίριο είναι φροντισμένο μέσα και έξω μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, αλλά άδειο από ζωή σαν να το εγκατέλειψαν ξαφνικά οι ένοικοι. Η εικόνα του αποπνέει αίσθηση λεπτής μελαγχολίας που αποτυπώνεται στη φωτογραφία του Πασκουάλε Ντε Σάντις με απαλά και φωτεινά χρώματα, δημιουργώντας μια ρευστή ατμόσφαιρα, που παραπέμπει άλλοτε στην άνοιξη και άλλοτε στο φθινόπωρο. Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε την Τζούλια σε ένα στενό έρημο δρόμο του διπλανού χωριού. Αίφνης, ένα αδέσποτο σκυλί και ένας μπόγιας σπάζουν τη σιωπή.

Η δεύτερη συνάντηση

Η Τζούλια επιστρέφει στη βίλα και βλέπει τυχαία στην τηλεόραση τον Βαλέριο να παρουσιάζει τα σχέδιά του. Θυμάται τη σύντομη συνάντησή τους στο αεροδρόμιο και το διακριτικό φλερτ του. Βρίσκει το τηλέφωνό του και τον προσκαλεί. Δεν του ζητεί παρά να ζήσουν το παρόν δίχως δεσμεύσεις για το μέλλον. Υστερα από μια μικρή σκηνή ζήλιας του Βαλέριο σε ένα πάρτι, όπου η Τζούλια έχει συγκεντρώσει Ιταλούς φίλους της, το ζευγάρι «αποδρά» στις Αλπεις. Ολα κυλούν στον ρυθμό της ευτυχίας μέχρι τη στιγμή που μια φίλη της Τζούλια, που έχει κινήσει γη και ουρανό για να την εντοπίσει, φτάνει στις Αλπεις και την πιέζει να επιστρέψουν με την επόμενη πτήση στην Αμερική, για να ξεκινήσει αμέσως τη θεραπεία της. Η παρουσία της νεοφερμένης αναγκάζει την Τζούλια να αποκαλύψει στον Βαλέριο την αλήθεια, που πλησιάζει σαν απειλητική σκιά στον ηλιόλουστο ορίζοντα του ξαφνικού έρωτά τους…

Το σενάριο των «Εραστών» δεν είναι ό,τι καλύτερο πήρε στα χέρια του ο Ντε Σίκα στη διάρκεια της πλουσιότατης καριέρας του. Τη σκηνοθεσία του, όμως, τη διακρίνει η σιγουριά του έμπειρου κινηματογραφιστή. Βλέποντας σήμερα τους «Εραστές» αποκτά κανείς μια εικόνα του μελοδράματος σε μια εποχή που τα οικογενειακά και κοινωνικά αδιέξοδα αποσύρονταν πρόσκαιρα από τη συνταγή του και η μοίρα, που καθορίζει de facto τη ζωή των πρωταγωνιστών του, έπαιρνε τη μορφή μιας ανίατης ασθένειας. Η πλοκή συνέχιζε να αναπτύσσεται μέσα από καταστάσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα, αλλά ήταν μέσα σε ένα περιβάλλον απολύτως συμβατό με το όνειρο του καταναλωτισμού στο οποίο έμπαινε με ταχύτητα ο δυτικός κόσμος. Σημείο αναφοράς αυτής της «κατηγορίας» του μελό είναι το «Love Story», μια τεράστια εμπορική επιτυχία του Χόλιγουντ στην αυγή της δεκαετίας του 1970.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή