Τα τελευταία ποιήματα του Μπουκόφσκι

Τα τελευταία ποιήματα του Μπουκόφσκι

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τσαρλς Μπουκόφσκι: «H λάμψη της αστραπής πίσω απ’ το βουνό». Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου. Εκδόσεις «Ηλέκτρα», 2005, σελ. 438.

«Υστερα από πολλές δεκαετίες φτώχειας / τώρα που πλησιάζω το χείλος τού / τάφου, / ξαφνικά έχω σπίτι, καινούργιο αυτοκίνητο, / υδρομασάζ, πισίνα, υπολογιστή. // θα με καταστρέψει αυτό; / ε, κάτι θα με κατέστρεφε / αργά ή γρήγορα / ούτως ή άλλως. // τα παλικάρια στις φυλακές, στα σφαγεία, / στα εργοστάσια, στα παγκάκια του πάρκου, στα / ταχυδρομεία, στα μπαρ / δεν θα το πίστευαν / ποτέ. // εδώ δυσκολεύομαι να το πιστέψω ο ίδιος. / δεν έχω αλλάξει: είμαι ίδιος μ΄ εκείνον που έμενε στα / μικροσκοπικά δωμάτια της / πείνας και της τρέλας».

Μιλάει με ένα του ποίημα, απλά και (αυτο)σαρκαστικά όπως σχεδόν πάντοτε, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι (1920-1994), ένα όνομα με σίγουρη θέση στη λογοτεχνική μυθολογία των περασμένων δεκαετιών, τότε που ο τίτλος ενός έργου του, «Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας», είχε γίνει σλόγκαν.

Είναι πιθανό η θέση αυτή να του αποδόθηκε από ορισμένους όχι τόσο λόγω της ποιητικής και πεζογραφικής του αυταξίας ή ιδιαιτερότητας αλλά λόγω του αντικομφορμιστικού βίου του, που τον διήνυσε μέσα στο πέλαγος της αλκοόλης. Μολαταύτα, και παρότι η λογοτεχνία του είναι κατ΄ ουσίαν μια συνεχής αναδιαπραγμάτευση του («έκλυτου» όπως θα έλεγαν αρκετοί) βίου του, το έργο του έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία. H αφηγηματική του ευθύτητα και η γλωσσική του ελευθεριότητα, συχνά στα όρια της ωμότητας και της μελετημένης προβοκάτσιας απέναντι σε κάθε λογής καθωσπρεπισμό, από κοινού με τη δύναμη που απέκτησε με τον καιρό να βγαίνει κάπως έξω από το μύθο του (το ότι δεν τον απαρνείται εντελώς, το φανερώνουν και οι στίχοι «ζούσαμε για το ποτό και / για την τρέλα και για τη / συζήτηση. […] ήταν η Λέσχη απ΄ την Κόλαση / κι εγώ ήμουν Πρόεδρός της. […] μήπως είμαι ο τελευταίος των / τελευταίων;») δίνουν στα κείμενά του ιδαίτερη δύναμη.

Γιος μιας Γερμανίδας και ενός Αμερικανού στρατιώτη πολωνικής καταγωγής (οι δυο τους γνωρίστηκαν στη Γερμανία, στα τέλη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου) ο Μπουκόφσκι αποφάσισε να «μη γίνει ποτέ Αμερικανός», όπως γράφει στο πρώτο ποίημα της συλλογής «H λάμψη της αστραπής πίσω από το βουνό», η οποία, μεταφρασμένη από τη Σώτη Τριανταφύλλου μας γνωρίζει με πιστότητα αυτό το έργο του ποιητή, το οποίο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. O κορμός της αυτοβιογραφικής συλλογής θα μπορούσε να λάβει το χαρακτηρισμό «ποίηση του νοσοκομείου», αφού πρόκειται για στίχους που γράφονται, σαν αντιφάρμακο, όσο ο Μπουκόφσκι νοσηλεύεται άρρωστος από λευχαιμία. Για το αν ο Μπουκόφσκι εμπιστευόταν πράγματι τα γιατρικά της ποίησης, μπορούν να μιλήσουν στίχοι του όπως οι εξής: «δεν υπάρχει άλλος τρόπος: / οχτώ με δέκα ποιήματα το / βράδυ» (στο ποίημα με τον σημαδιακό τίτλο «H μαύρη μου η μοίρα μού χαμογελάει»), «αυτά [τα ποιήματα] τα απειροελάχιστα κομματάκια μαγείας / που αποσπάστηκαν απ΄ τη λαβή τού θανάτου» ή, πολύ απλά: «ναι, το ξέρω ότι γράφω πολλά ποιήματα αλλά δεν το κάνω / από φιλοδοξία, είναι απλώς κάτι / που κάνω / ενώ ζω τη ζωή μου […] το γράψιμο είναι το μόνο που ξέρω να κάνω».

Για τον Μπουκόφσκι, «η ποίηση είναι αυτό που συμβαίνει / όταν δεν μπορεί να συμβεί / τίποτ΄ άλλο». Τα μεθύσια, οι περιστασιακές ερωτικές συνευρέσεις, τα ταξίδια, οι περιπλανήσεις και οι αλλεπάλληλες εργασιακές αλλαγές αποτελούν ξεχωριστά συμβάντα ώσπου, αναπόφευκτα, να καταντήσουν ρουτίνα, συνήθεια, ώσπου να γίνουν απομιμήσεις, αναπαραστάσεις όλο και πιο ξεθυμασμένες των αρχικών επεισοδίων. Οταν πια ο κύριος ή ο μοναδικός στόχος δεν μπορεί να είναι το «επόμενο μπουκάλι» («το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο που είχε / σημασία […] το επόμενο μπουκάλι έλυνε / τα πάντα […] τελικά έγινε συνήθεια»)· όταν ο απολογισμός έχει να μετρήσει «κι άλλες χαμένες μέρες, ξεκοιλιασμένες μέρες, εξατμισμένες μέρες. // κι άλλες χαραμισμένες μέρες, σπαταλημένες μέρες, δαρμένες μέρες, / ακρωτηριασμένες», όταν, τέλος, η νόσος είναι πραγματική -του σώματος- και πραγματικά αδυσώπητη, και όχι ναρκισσιστικό λογοτεχνικό επινόημα ή φάντασμα, τότε η γραφή παύει να είναι απλή βακτηρία και γίνεται βαθιά ανάγκη για να κατακτηθεί ένας στωικισμός που γνωρίζει πως «είναι σπατάλη της καρδιάς / να κλαίγεσαι για παλιά τραύματα». Και ο Μπουκόφσκι γράφει σχεδόν ακατάπαυστα, όπως άλλοι ποιητές, σε άλλους καιρούς και τόπους, έγραφαν ακατάπαυστα για να ξορκίσουν άλλης μορφής κακό, την εξορία ας πούμε.

Απλά γράφει ο Μπουκόφκσκι, πιστός στη αντιλογοτεχνική εκδοχή της λογοτεχνίας, που βέβαια έχει κι αυτή τις κατασκευές και το στυλ της, όσο κι αν εμφανίζεται σαν άμεση και αυθόρμητη. Γράφει σαν να μιλάει με φίλους του σε κάποιο μπαρ ή και σαν να δίνει συνέντευξη. Μοιάζουν με πρόζα τα ποιήματά του, όπου οι στίχοι κόβονται σχεδόν τυχαία. Αναφορές στη μουσική και σε μουσικούς μπορεί να υπάρχουν, τα ίδια τα ποιήματα πάντως δεν ενδιαφέρονται για τη δική τους εσωτερική μουσική. Λείπει επίσης η μεταφυσικού τύπου αγωνία ακόμη και στα ποιήματα περί θανάτου που, όπως θα περίμενε κανείς, δεν είναι λίγα. Σε τούτη την προθανάτια συλλογή του ο Αμερικανός-μη Αμερικανός ποιητής, που διαβάστηκε και εκτιμήθηκε περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην πατρίδα του, ανακεφαλαιώνει το βίο του και αναδιευθετεί τα μοτίβα και τις σταθερές του λογοτεχνικού του έργου.

Κυνικός ή και μηδενιστής, με εφηβική επιθετικότητα παρά την ηλικία του, παραδίδει μια εκτεταμένη ποιητική βιογραφία της γενιάς του, με το δικό του βιογραφικό να ξεχωρίζει μέσα της («δεν καταλαβαίνει κανείς άλλος τι θα πεί να / είσαι μόνος σου στην / κορυφή;»). Σαρκαστής αλλά και αυτοσαρκαζόμενος, ειρωνεύεται τους ατάλαντους καλλιτέχνες κι όσους γράφουν «βολικά, έξυπνα ποιήματα», τους κριτικούς («πάντα θα υπάρχουν κριτικοί / κι όταν πάψουν να υπάρχουν, / αν σταματήσουν ποτέ, τότε / θα ξέρεις / ότι τελείωσε η σύντομη μέρα σου / στον ήλιο»), τη δημοκρατία της πατρίδας του και το λαό της, τους θεούς. Από τον καγχασμό του δεν σώζεται ούτε η συγγραφική τέχνη ούτε οι ψευδαισθήσεις περί καλλιτεχνικής αθανασίας. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ποίημά του «Απλή καλοσύνη»: «πού και πού / κατά τις τρεις το μεσημέρι, / και στα μισά του δεύτερου / μπουκαλιού / καταφτάνει ένα ποίημα / και το διαβάζω / κι αμέσως του κολλάω / μια βρόμικη λέξη – / αθάνατο. // ε, όλοι ξέρουμε πως / σ΄ αυτόν τον κόσμο / η αθανασία μπορεί να ΄ναι μια πολύ σύντομη εμπειρία / ή μακροπρόθεσμα: ανύπαρκτη. // κι όμως είναι ωραίο να παίζεις με / όνειρα / αθανασίας / κι αφήνω το ποίημα στην άκρη σ΄ ένα / ξεχωριστό σημείο / και συνεχίζω με τ΄ / άλλα // -για ν΄ ανακαλύψω πάλι το ποίημα / το πρωί / να το διαβάσω / κι αδίστακτα / / να το κάνω κομματάκια. // κάθε άλλο / παρά / αθάνατο / τότε / ή / τώρα // -μονάχα ένα μεθυσμένο σκουπίδι / μελοδραματικής / βλακείας».

Αν ξέρει κανείς πού πατάει, μπορεί και να πετάξει κάποτε. Εστω κι αν πρόκειται να ξαναπέσει. Και στον Τσαρλς Μπουκόφσκι, η ποίηση επαληθεύεται όπως την όρισε ο Μεξικανός ποιητής Οκτάβιο Παζ, σαν πτήση και πτώση μαζί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή