Περί αισθητικής θεωρίας

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νέλσον Γκούντμαν

Γλώσσες της τέχνης

εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. 367

Μ ε τις «Γλώσσες της τέχνης» η παράδοση της αναλυτικής φιλοσοφίας αποκτά, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της στη ρευστή περιοχή των τεχνών. Η αυστηρότητα της αναλυτικής σκέψης, που δεν διστάζει να παραβλέψει τη γενικότητα χάριν της ακρίβειας, σε συνδυασμό με τις θεωρίες των συστημάτων και των δομικών σχέσεων, επιτρέπει στον Γκούντμαν να κινηθεί με σταθερά βήματα και να συγκροτήσει λειτουργικούς σχηματισμούς εννοιών ευρείας κλίμακας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το βιβλίο αυτό έγινε συχνή παραπομπή των σημειολόγων και, γενικότερα, των θεωρητικών της τέχνης κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Πολλές επικρίσεις

Βεβαίως, υπήρξαν (και συνεχίζουν να διατυπώνονται) αντίθετες απόψεις για διάφορα σημεία του έργου του. Η Λίντια Γκερ λ.χ. επικρίνει ιδιαίτερα εμφατικά τις αναλύσεις του στα μουσικά έργα, ο Αρθουρ Ντάντο στέκεται κριτικά απέναντι στις αντιληπτικές δυνατότητες του αναλυτή των έργων τέχνης ή στις περιγραφές των διαγραμμάτων ως προς τους ζωγραφικούς πίνακες, ενώ άλλοι μελετητές διατυπώνουν ενστάσεις για την υποβάθμιση του ρόλου των ιστορικών συνθηκών και πολιτισμικών παραμέτρων εν σχέσει με το καλλιτεχνικό φαινόμενο. Επιτιμητικές ή πολεμικές πάντως, οι αναφορές στο έργο του δεν παύουν να υπογραμμίζουν τη σημασία του στη διεθνή συζήτηση των αισθητικών θεωριών.

Στόχος του βιβλίου του δεν είναι αμιγώς η άρθρωση μιας αισθητικής θεωρίας που να πραγματεύεται τα ζητήματα της τέχνης, της αισθητικής εμπειρίας ή της σύστασης κριτηρίων για την αξιολόγηση των έργων τέχνης. Επιδιώκει αφ’ ενός να αφαιρέσει το έδαφος στήριξης από τις θεωρίες εκείνες που προάγουν μια αόριστη (αν όχι μεταφυσική) αντίληψη της τέχνης και αφ’ ετέρου, να κινηθεί στον ενδιάμεσο χώρο της αισθητικής, της γνωσιολογίας και της ψυχολογίας.

Εννοιες-κλειδιά

Για να το πετύχει αυτό επεξεργάζεται ένα αρκετά σύνθετο σύστημα, το οποίο διακρίνει, περιγράφει και ταξινομεί τα έργα τέχνης, σχηματίζοντας κατηγορίες και υποκατηγορίες σχέσεων μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ των έργων και των αντικειμένων αναφοράς τους. Αποτέλεσμα του συστήματος αυτού είναι ορισμένες κεντρικές έννοιες, που λειτουργούν ως κλειδιά για τον νέο σημειογραφικό χάρτη της τέχνης. Η κατάδειξη, η «αναπαράσταση ως…», η έκφραση, ο δειγματισμός (ο οποίος ορίζεται ως κατοχή κάποιων ιδιοτήτων συν την αναφορά σε κάτι), η καταδήλωση και η μεταφορά, είναι ορισμένα από τα κλειδιά αυτά που ξεκλειδώνουν με συνέπεια πολλά χαρακτηρολογικά ζητήματα.

Η εμμονή στην ανάλυση και στον προσδιορισμό των υποπεριπτώσεων καθιστά τη σκέψη του πότε δυσπρόσιτη για τον μέσο αναγνώστη, (όπως στην περίπτωση του τετάρτου κεφαλαίου σχετικά με τη θεωρία της σημειογραφίας) και πότε διαυγή και αποκαλυπτικά εύστοχη. Ενα παράδειγμα για του λόγου το αληθές: η μεταφορά προσδιορίζεται ως μία σχέση ανάμεσα σε ένα κατηγόρημα και σε ένα αντικείμενο που ενδίδει, την ίδια στιγμή που ανθίσταται σε αυτό το κατηγόρημα. Αρα, μια αυτονόητη, χωρίς ένταση μεταφορά, απλώς δεν είναι μεταφορά.

Τέσσερα συμπτώματα

Το εγχείρημα του Γκούντμαν καταλήγει στον επαναπροσδιορισμό τόσο της αισθητικής στάσης και εμπειρίας, όσο και της αισθητικής αξίας. Ενώ ο δεύτερος στόχος δεν καταφέρνει να βγει από το πλαίσιο της σχετικότητας, ο πρώτος επιτυγχάνεται με σαφή και χιουμοριστικό τρόπο. Απορρίπτονται αρχικά μία προς μία οι αντιλήψεις για την παθητική θέαση, για την ακραιφνή μη εννοιακή διαμεσολάβηση, για την άδολη ενατένιση ή για την ηδονική ικανοποίηση των αισθήσεων. Τονίζεται στη συνέχεια ο αυθαίρετος χαρακτήρας της διχοτομίας μεταξύ επιστήμης και τέχνης, ενώ υπογραμμίζεται ότι στην αισθητική εμπειρία τα συναισθήματα λειτουργούν γνωσιακά, είναι δηλαδή σύμφυτα στις γνωσιακές πράξεις και αποτελούν πηγή μιας ιδιάζουσας γνώσης. Οδηγείται τέλος στον ορισμό, όχι ενός χειροπιαστού αισθητικού κριτηρίου, αλλά τεσσάρων συμπτωμάτων που τείνουν να είναι παρόντα στην αισθητική εμπειρία: τη συντακτική πυκνότητα, τη σημαντική πυκνότητα, τη συντακτική ολοκλήρωση και τη δειγματιστική ιδιότητα.

Με τα συμπτώματα αυτά ο Goodman φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τις κατ’ αυτόν υπερβατικές έννοιες και τα έωλα κατηγορήματα, όπως το «άρρητο» νόημα ή η «αμεσότητα» της έκφρασης, που στοιχειώνουν την παραδοσιακή αισθητική. Στους οπαδούς αυτής της αισθητικής οι «Γλώσσες της τέχνης» ίσως να μοιάζουν κάπως «στεγνές» και αυστηρές, αποτελούν όμως ένα θαρραλέο εγχείρημα και ένα απαραίτητο βιβλίο στην ανοιχτή περιπέτεια της αισθητικής θεωρίας.

* Ο Γ. Π. Πεφάνης είναι λέκτωρ στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή