«Οι εντάσεις δημιουργούν καλή μουσική»

«Οι εντάσεις δημιουργούν καλή μουσική»

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το άλμπουμ «Who Hurt You?» των Drog-A-Tek απέσπασε διθυραμβικές κριτικές σε περιοδικά σαν το βρετανικό «Wire». Το ενδιαφέρον είναι πως το συγκρότημα ζει και δημιουργεί στην Αθήνα! Στη γιουροβιζιονόπληκτη χώρα μας βεβαίως αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα. Αν η σύγχρονη τζαζ εξακολουθούσε να δημιουργεί νέες μουσικές φόρμες, χωρίς να αναλώνεται σε αναμασήματα του ενδόξου παρελθόντος, τότε οι Drog-A-Tek θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τζαζίστες. Αν ο όρος «αβάντ-γκαρντ» είχε πλέον κάποιο νόημα, τότε θα έπαιζαν αβάντ-γκαρντ. Τα πιο προχωρημένα παιδιά της μητρόπολης πάνε στις συναυλίες των Drog-A-Tek και οι τελευταίοι -έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται- εκπαιδεύουν τα αυτιά του κοινού σε νέα μουσικά ακούσματα. Μιλήσαμε με τον μπασίστα τους Μάκη Κεντεποζίδη για τη σύγχρονη αντίληψη του ήχου, τον θάνατο των τραγουδιών του Τσιτσάνη και για το πώς «μαλλιοτραβιούνται» οι καλλιτέχνες προκειμένου να προσθέσουν… πάθος στο έργο τους. Μπερδευτήκατε; Σήμερα το βράδυ οι Drog-A-Tek θα εμφανιστούν στο Φεστιβάλ της Βαβέλ, στην Τεχνόπολη (Γκάζι). Είναι μια καλή ευκαιρία να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα…

– Δύσκολα θα μπορούσε να κατατάξει κανείς σε συγκεκριμένη κατηγορία τη μουσική σας. Εσείς πώς θα τη χαρακτηρίζατε;

– Στηριζόμαστε στον αυτοσχεδιασμό και σίγουρα αποτελούμε παρακλάδι της πειραματικής σκηνής. Κινούμαστε συνεχώς προς κάθε κατεύθυνση επειδή δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα την ιδανική φόρμα. Οσο περισσότερο παίζουμε, ανακαλύπτουμε συνεχώς νέες μορφές.

«Συχνοτικό» παιχνίδι

– Ως προς τη μουσική φόρμα, δίνετε έμφαση στο παιχνίδι με τις συχνότητες και όχι τόσο στον ρυθμό ή στη μελωδία. Δεν αποστασιοποιείστε έτσι από τον μέσο ακροατή;

– Το «συχνοτικό» παιχνίδι παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αποτελεί πλέον παράμετρο που κεντρίζει την προσοχή του κοινού. Από τη δεκαετία του ’70, την εποχή των Faust και των Throbbing Gristle, οι μουσικοί πειραματίζονταν με τις συχνότητες του ήχου και σήμερα η μουσική στηρίζεται κυρίως σε αυτή την επεξεργασία. Ο ήχος μας είναι δύσκολος για τον μέσο ακροατή, όμως το κοινό χρειάζεται «γυμναστική» – ούτε ο Τζίμι Χέντριξ ήταν κατανοήσιμος όταν ξεκίνησε. Πολλά παιδιά στη μητρόπολη που ζούμε δοκιμάζουν να ακούσουν τέτοιους ήχους. Και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την αποδοχή: παίζουμε το ίδιο άνετα σε μια αίθουσα με πέντε θεατές και σε ένα φεστιβάλ με χίλιους. Το πείραμα εκπαιδεύει ταυτόχρονα και το κοινό και τον μουσικό και εμείς εξελισσόμαστε μαζί με το κοινό. Ο ρυθμός, τώρα, μας ενδιαφέρει. Απλώς κινούμαστε σε έναν τόπο με λειψά ρυθμικά ακούσματα. Πρέπει δηλαδή να σκεφτούμε ποια είναι η αποδοχή της μαύρης, της κατεξοχήν ρυθμικής μουσικής στη χώρα μας. Η μελωδία εμπεριέχεται στη μουσική μας… με περικοπές! Χρησιμοποιούμε την ελάχιστη ποσότητα.

«Η πραγματικότητα μάς ξεπερνά»

– Οπως στο «If» όπου το ακορντεόν και τα ακουστικά όργανα παραπέμπουν στην ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Αισθάνεστε Ευρωπαίοι ως προς τη μουσική σας κουλτούρα;

– Το μυστικό της τεχνικής είναι πως ενώνει διαφορετικά πράγματα: τον τροχό με τον άξονα. Το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική και ιδιαίτερα στην Ελλάδα που λόγω γεωγραφικής θέσης μπορεί να ενώσει την εσωτερικότητα της Ανατολής με τον ορθολογισμό της Δύσης και την κίνηση του σώματος που συναντούμε στην Αφρική.

– Ομως ο δίσκος σας θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί από Γερμανούς ή Βέλγους και όχι από Τζαμαϊκανούς ή Κουβανούς…

– Στις μητροπόλεις του δυτικού κόσμου έχει δημιουργηθεί μια κοινή μουσική πλατφόρμα, παγκόσμια μάλλον παρά εθνική. Πρόκειται για τον καταναγκασμό του περιβάλλοντος και των βιωμάτων. Λατρεύουμε τα τραγούδια του Τσιτσάνη, δεν ζούμε όμως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η αναπαραγωγή τέτοιων προτύπων θα ήταν προσχεδιασμένη. Ζούμε πράγματα εφήμερα και στιγμιαία, κατασκευάζουμε λοιπόν την εικόνα του σήμερα και, ευτυχώς, η πραγματικότητα μας ξεπερνά το ίδιο γρήγορα. Μιλώ για τον μετασχηματισμό του στυλ: πρωτοτυπείς, αφομοιώνεσαι, αλλάζεις. Υπάρχουν καλλιτέχνες που σχεδιάζουν τη μουσική τους, όπως ο Μπράιαν Ινο που μελετώντας την ανατολική μουσική, μιλάει για «αραβικά μπλουζ». Οι πιστοί της αμεσότητας όμως δεν μπορούν να προσχεδιάσουν, δεν μπορούν σε άγνωστα αντικείμενα να δώσουν γνωστές μορφές, μόνο και μόνο για να μην δημιουργήσουν ένα χάσμα που θα τους αποκόψει απ’ το κοινό.

– Η εγκατάσταση του Τζο Ντέιβις στην οποία συμμετείχατε, σόκαρε το κοινό;

– Οχι, και αυτό το διαπιστώσαμε τη στιγμή που παίζαμε μέσα στην εγκατάσταση. Δεν σοκάρει πλέον η τέχνη. Μπορεί ένας καλλιτέχνης να προκαλέσει σοκ στο Λονδίνο, τη στιγμή που τόσα άτομα σκοτώθηκαν στις εκρήξεις του μετρό; Εμείς όταν λέμε πως θα θέλαμε να σοκάρουμε το κοινό, εννοούμε πως δεν θα το ταΐσουμε εύκολη μουσική. Επειδή τα στυλ μετασχηματίζονται πρέπει να ανακαλύψεις τους νόμους της αλλαγής και να τους χρησιμοποιήσεις. Η μουσική βιομηχανία -η οποία δημιουργεί προϊόντα στα μέτρα της- κινείται πάντα λίγο πιο αργά από τον καλλιτέχνη και έτσι εκείνος θα έχει πάντα ένα μικρό περιθώριο ελιγμών αν συνεχίσει να κινείται αρκετά γρήγορα.

«Μουσική κολλεκτίβα»

– Αυτοαποκαλείστε «μουσική κολλεκτίβα». Τι σημαίνει αυτό;

– Πως έξι άτομα προσπαθούν να ενώσουν διάφορες δεξιότητες και να κατασκευάσουν ένα πολύπλοκο περιβάλλον. Υπάρχει κάποιος που ασχολείται με προβολές βίντεο και διαφανειών στις συναυλίες μας. Δύο άλλοι κατασκευάζουν ηχητικά ready-mades που κλείνουν μέσα τους τη μουσική των υπολοίπων. Δημιουργείται δηλαδή ένα περιβάλλον ήχου. Κατά τα άλλα, είμαστε ένα συγκρότημα με τεράστιες διαφωνίες και τσακωμούς, γιατί πιστεύουμε πως οι εντάσεις -και όχι η συνήθεια- φτιάχνουν την καλή μουσική. Ο συναρπαστικότερος σύντροφος του ανθρώπου είναι η περιπέτεια. Να μπαίνεις στο στούντιο και να μην γνωρίζεις εκ των προτέρων αν θα μπορέσεις να συνεννοηθείς – και σημειώνω πως όλες μας οι ηχογραφήσεις είναι ζωντανές. Αν ήμασταν ζευγάρι θα ζούσαμε με πάθος και μαλλιοτραβήγματα!

Ποιοι είναι οι Drog-Α-Τek

Οι Drog-A-Tek αποκαλούν εαυτούς «μουσική κολλεκτίβα» και πρωτοεμφανίστηκαν το 2001, παίζοντας ένα είδος ηλεκτρονικής πειραματικής μουσικής που ξένισε τα αυτιά ακόμα και όσων είχαν εξοικειωθεί με τους ήχους που παράγουν οι υπολογιστές και τα συνθεσάιζερ. Εκτοτε η μουσική τους έχει μετεξελιχθεί, ο ήχος είναι πιο ισορροπημένος και στις «παραστάσεις» τους τηρείται η σωστή αναλογία εικόνας, ήχου, πειραματισμών και ρυθμού. Οι STMC (κατά κόσμον Θάλεια Ιωαννίδου, τρομπέτα και ακορντεόν), Voltnoi (Γιώργος Κωνσταντινίδης, κιθάρα και λούπες), Rhythmatik (Στέφανος Κωνσταντινίδης, πλήκτρα), Paranormale (Δημήτρης Εμμανουήλ, λούπες και μελόντικα), Quetempo (Μάκης Κεντεποζίδης, μπάσο) και Monochrome (Αντώνης Βλαστός, πλήκτρα) υπήρξαν μέλη συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’90 και ως Drog-A-Tek έχουν κυκλοφορήσει ένα σινγκλ μαζί με τους Tank (2002), το άλμπουμ «23:46» (2002), το 12ιντσο «Mancine/Marley Lemep» (2003), το 7ιντσο «Humanitarian Help» (2004), το CD «Sonic Ouf» (2004) και το πρόσφατο «Who Hurt You». Πρόπερσι, ο Αμερικανός visual artist Τζο Ντέιβις τους κάλεσε να συμμετέχουν στην εγκατάστασή του «Money Folds Exhibition».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή