Μα πιο πολύ, μισώ τη γειτονιά μου…

Μα πιο πολύ, μισώ τη γειτονιά μου…

5' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην εμβληματική για τη ζωή στα παρισινά προάστια και την ανορθολογική τους βία, ταινία του Ματιέ Κασοβίτς «Το μίσος», μια αλληλουχία σκηνών συμπυκνώνει την υπαρξιακή δυσφορία και επιθετικότητα της δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών των γαλλικών μητροπόλεων. Η παρέα των πρωταγωνιστών, αραβικής και αφρικανικής καταγωγής, εγκλωβισμένοι στις πολυκατοικιουπόλεις, τη λαθραία συναλλαγή και την ανία, αποφασίζει, ένα βράδυ, να διαβεί το «μεγάλο σύνορο». Να πάει στην απαστράπτουσα καρδιά των Παρισίων. Βοηθούντων των κινηματογραφικών απροόπτων, οι νεαροί αυτοί, που έχουν οι ίδιοι αυτοαποκληθεί εδώ και δύο δεκαετίες rebeu, αναδιπλασιάζοντας την αντιστροφή του arabe (δυσβάσταχτη παραμόρφωση μιας ταυτότητας που δεν είναι πια δική τους, αλλά που εξακολουθεί να τους στιγματίζει κοινωνικά), βρίσκονται εν μέσω εγκαινίων έκθεσης σύγχρονης ζωγραφικής. Η αμηχανία και οι ενδυματολογικές τους διαφορές δεν θα τους εμποδίσουν να επικοινωνήσουν με τις κομψές γυναίκες στην γκαλερί. Η αφέλεια και η ακραία τους αργκό θα τις γοητεύσουν, προσωρινά. Πολύ γρήγορα, όμως, το φλερτ θα καταλήξει σε παρεξήγηση και η χαρά σε επιθετικότητα. Η βόλτα στο Παρίσι αποδεικνύεται εφιάλτης και καταδείκτης ότι, εν τέλει, «ο καθένας ανήκει στον κόσμο του».

Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί την αίσθηση απόλυτης αποξένωσης των προαστιακών ανθρώπων και τη συνακόλουθη βία τού σήμερα; Είναι, όπως μας διηγείται ο στερεότυπος λόγος, απλά αποτέλεσμα κοινωνικής πτώσης, οικονομικής εξαθλίωσης και ρατσισμού; Ή, όπως κάποιοι υπαινίσσονται, προϊόν πολιτισμικής επιθετικότητας των μουσουλμάνων, ίσως και της Αλ Κάιντα;

Κοινωνικός αποκλεισμός

Η οικονομική ύφεση, η αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους και η απόλυτη κυριαρχία του οικονομικού φιλελευθερισμού πάνω στην παγκοσμιοποίηση, όπως πρόσφατα σημείωνε ο Κ. Τσουκαλάς, μαζί με την εμφάνιση μιας «νέας αριστοκρατίας» αδιάφορης τόσο από τη παραγωγή όσο και για τη κοινωνία, για την οποία μιλάει ο Λ. Ζοσπέν, αποτελούν ασφαλώς τους πυροκροτητές ενός υλικού κοινωνικής δυστυχίας, που καιρό τώρα συσσωρεύει η Ευρώπη. Γιατί λοιπόν τώρα (και όχι πριν από δεκαπέντε χρόνια, π.χ.) αυτή η εξέγερση του προαστιακού ανθρώπου και γιατί στη Γαλλία;

Το σημείο που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι οι γονείς των ανήλικων ταραξιών υπήρξαν «ολοκληρωτικοί μετανάστες». Πρώτη γενιά μεταναστών που έφτασαν στη Γαλλία τα χρόνια του μεταπολεμικού θαύματος και εργάστηκαν ως ανειδίκευτοι εργάτες. Προερχόμενοι από τις πρώην αποικίες της Βόρειας και Κεντρικής Αφρικής, έζησαν λιτά, με μηδενική πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά της γαλλικής κοινωνίας. Η μισθωτή εργασία και η οικογένεια ήταν οι δύο άξονες μιας ζωής που, δίχως να έχει προοπτικές αλλαγής, δεν είχε απειληθεί από τον κίνδυνο της ανεργίας, της πολιτισμικής αλλαγής και της υπαρξιακής αποσταθεροποίησης. Η δεύτερη γενιά βίωσε την ανάπτυξη της ακροδεξιάς ξενοφοβίας και την αποβιομηχάνιση, αντέδρασε, πάλεψε για τα δικαιώματά της. Δεν εξοργίστηκε όμως ποτέ, δεν εξεγέρθηκε, όπως κάνουν σήμερα τα παιδιά της. Τι έχει αλλάξει λοιπόν;

Μια πρώτη δέσμη απαντήσεων δίνει έμφαση στον περιορισμό του ιστού κοινωνικής προστασίας και στην παγίωση της ανεργίας αυτών των πληθυσμών. Αυτό που θα οξύνει όμως τις μορφές ανέχειας είναι η διαιώνιση του κοινωνικού αποκλεισμού, η αναπαραγωγή της κοινωνικής μειονεξίας των μεταναστευτικών οικογενειών. Οι εμπρηστές του σήμερα δεν είναι μετανάστες τρίτης γενιάς αλλά Γάλλοι πρώτης γενιάς, που απολαμβάνουν (σε αντίθεση με τους προγόνους τους) πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Παραμένουν όμως αποκλεισμένοι από τον κυρίαρχο μεσοαστικό τρόπο ζωής, όπως ακριβώς και οι δύο προηγούμενες γενιές. Η αδυναμία της τρίτης γενιάς να εξέλθει από το κοινωνικό περιθώριο, σε συνδυασμό με τη συνεχώς αναιρούμενη υπόσχεση της πλήρους συμμετοχής στη γαλλική ζωή, παράγουν χασματικές συνθήκες και αυτήν τη βία που περιγράφεται από τους ίδιους τους δράστες ως «η μοναδική μορφή έκφρασης». Ο προαστιακός άνθρωπος είναι βεβαίως πολύπλευρος και κάποιες εκδοχές του επέτυχαν την ένταξη στον γαλλικό μεσοαστισμό, στη κατώτερή του κλίμακα έστω.

Οργισμένη νεολαία

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα γνωρίσματα που μπορούν να εντοπιστούν γενικά σε αυτή την οργισμένη νεολαία.

1. Οι νέοι αυτοί βρίσκονται σε σχέσεις κρίσης με την οικογένειά τους. Η τρίτη γενιά μεταφέρει ποικιλοτρόπως την κρίση της ευρωπαϊκής οικογένειας μέσα στην παραδοσιακή αφρικανική δομή, η οποία διαταράσσεται, π.χ., από τα αιτήματα της ελεύθερης συμβίωσης. Σήμερα οι προσωπικοί προσανατολισμοί των νέων αυτών κατευθύνονται από το κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα: σεξουαλική ελευθεριότητα, προγαμιαίες σχέσεις, εκτός γάμου συμβίωση. Τα πολλαπλά επεισόδια ομαδικών βιασμών των τελευταίων ετών στα προάστια -οι «γυροβολιές», όπως τα λένε- δεν είναι παρά μια παραδοσιοκρατική απάντηση στη γενική κρίση της ανδρικής ταυτότητας υπό συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού.

2. Η σχολική εμπειρία, βασικός πυλώνας της γαλλικής δημοκρατικής ενσωμάτωσης, είναι εξαιρετικά αρνητική. Η πρόωρη εγκατάλειψη και οι ταξικοί αποκλεισμοί της εκπαίδευσης σημαίνουν το αίσθημα μειονεξίας και ενός σαθρού επαγγελματικού μέλλοντος.

3. Η απουσία θρησκευτικής – κοινοτικής πλαισίωσης, η οποία σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες αποτελεί εναλλακτικό πλαίσιο ένταξης, θα τροφοδοτήσει την αίσθηση απουσίας προσανατολισμού και την απώλεια «λόγων να ζεις». Η χαμηλή διείσδυση του Ισλάμ ως μοντέλου κοινοτικής οργάνωσης στη Γαλλία θα προσδώσει σε αυτούς τους νέους εδραία ατομική αυτοδιάθεση, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες της Ευρώπης, θα τους στερήσει όμως μορφές πνευματικής πειθαρχίας και κυρίως δίκτυα κοινωνικής και επαγγελματικής αλληλεγγύης.

4. Σύγχρονες μετρήσεις αποκαλύπτουν ότι η τρίτη γενιά μεταναστών αρνείται να ακολουθεί την επαγγελματική διαδρομή των γονέων. Αυτό σχετικοποιεί την ιδέα πως «δεν υπάρχουν δουλειές» και, ταυτόχρονα, οξύνει το αίσθημα αποκλεισμού μιας και η ανάγκη για κοινωνική ένταξη έχει υπερκεραστεί από την επιθυμία για συμμετοχή στον κόσμο της κατανάλωσης. Δηλαδή: δουλειές με καλύτερες απολαβές και κύρος και όχι απλώς «δουλειές».

5. Μαγνητικό παράδειγμα επιτυχίας που θεωρείται νόμιμη και δίκαιη υπήρξε ο αθλητισμός, ο οποίος με επικεφαλής τον Ζιντάν πρόβαλε την ικανότητα των μεταναστών για απόλυτη κοινωνική επιτυχία και όχι απλώς για στοιχειώδη ύπαρξη. Η γαλλική ιθαγένεια και η προσέγγιση του καταναλωτικού ευδαιμονισμού είναι ακριβώς τα στοιχεία που προκαλούν την όξυνση αυτής της δυσφορίας, που μετατρέπεται σε «μίσος». Το όνειρο ενός French dream, η καταναγκαστική επιθυμία για συμμετοχή στον θαυματουργό κόσμο της προσιτής χλιδής, σε συνδυασμό με το μπλοκάρισμα της κοινωνικής κινητικότητας, αποσυντονίζει σήμερα την υπαρξιακή πυξίδα αυτής της νεολαίας.

Η φοβική συσπείρωση

6. Ενισχυτική της βίας είναι και η αντικουλτούρα που δανείζονται την τελευταία 15ετία αυτοί οι νέοι. Δεν είναι «μετανάστες» όπως οι γονείς τους, δεν είναι πλέον «Αραβες», δεν είναι όμως ούτε «Γάλλοι», δεν είναι «πετυχημένοι», μα δεν είναι και οι «homeless» της Αμερικής του 1980. Μέσα από τη μουσική και την τηλεοπτική εικόνα, θα ενδυθούν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το hip-hop ύφος ζωής της, των αφρο-λατινο-αμερικανικών περιθωριακών. Μια αμερικανική αντικουλτούρα που εν μέρει εξηγεί και την οργάνωση της ζωής σε συμμορίες δρόμου, την παράνομη οικονομική δραστηριότητα και την προϊούσα επιθετικότητα. Η μεικτή σύσταση αυτών των ομάδων που αναπαράγονται μέσα σε μια ατέρμονη και ανιαρή περιθωριακότητα, η συνύπαρξη Αράβων και μαύρων, προκύπτει από αυτήν ακριβώς την εμμονή στους αμερικανικούς υπο-προλεταριακούς συμβολισμούς. Και σε μεγάλο βαθμό καταρρίπτει και την αραβο-κεντρική προσέγγιση του φαινομένου.

Το θέμα παραμένει ανοικτό και η φοβική συσπείρωση της γαλλικής κοινωνίας γύρω από την κρατική καταστολή δεν μπορεί παρά να αυξάνει το αίσθημα δυσφορίας και αποτυχίας. Ο μεγάλος κοινωνικός φραγμός, αυτός που παράγει σήμερα την αίσθηση μιας χαμένης γενιάς, βρίσκεται σήμερα επέκεινα της τριτοκοσμικής εξαθλίωσης και της ανάγκης απλώς να «ζει κανείς». Το αίτημα είναι «η πλήρης ζωής», η απόλυτη συμμετοχή στον κοινωνικό κόσμο, η διάβαση του συνόρου και η είσοδος στο Παρίσι. Να είναι άραγε τυχαίο ότι οι νέοι αυτοί δεν έσπασαν ακριβές βιτρίνες στις όχθες του Σηκουάνα, αλλά έκαψαν τα αυτοκίνητα του δικού τους γείτονα; Να είναι τυχαίο ότι περισσότερο απ’ όλα μισούν τη δική τους γειτονιά και όχι τα beaux quartiers του κέντρου;

* Ο Π. Παναγιωτόπουλος είναι λέκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή