Οι «Νέοι Ελληνες» γεννήθηκαν το 1675

Οι «Νέοι Ελληνες» γεννήθηκαν το 1675

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο Στέφανος Κουμανούδης κατέγραψε, τον 19ο αιώνα, τις «νέες λέξεις» που Ελληνες λόγιοι έπλασαν και δημοσίευσαν από την εποχή της Αλωσης ώς τη δική του εποχή, τους νεολογισμούς δηλαδή που δημοσιεύτηκαν σε έντυπα, βιβλία, περιοδικά ή εφημερίδες, χρονολογεί την παρουσία των όρων «ΝεοΕλλην, ΝεοΕλληνες» στα 1854. Αναφέρει μάλιστα ο Κουμανούδης και τον συγγραφέα που πρώτος, σύμφωνα με τις έρευνές του, τους δημοσίευσε: είναι ο Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, ο οποίος στον Πρόλογο του βιβλίου του Νεοελληνική Φιλολογία χρησιμοποιεί τον τύπο «Νεοέλληνες» – έναν τύπο ο οποίος προϋποθέτει βέβαια τη δημιουργία του νεολογισμού που μας ενδιαφέρει. H άποψη του Κουμανούδη κυριάρχησε και τη βρίσκουμε διατυπωμένη και στο πρόσφατο Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη (α΄ έκδ. 1998· β΄ έκδ. 2002): στο λήμμα «Νεοέλληνας» αναφέρεται πως «η λ[έξη] μαρτυρείται από το 1854» – απόηχος προφανώς της άποψης που είχε διατυπώσει ο Κουμανούδης.

Ο νεολογισμός ωστόσο «νέοι Ελληνες» φαίνεται πως δημιουργήθηκε και δημοσιεύτηκε πολύ παλαιότερα: τον βρίσκουμε σε έντυπο βιβλίο που εκδόθηκε το 1675 και τον τύπο «Νεοέλληνες» στα 1815. Πριν λοιπόν παρουσιάσουμε αυτό το, πρόσφατο, ερευνητικό εύρημα που αφορά τους όρους «νέοι Ελληνες», χρήσιμο είναι να θυμίσουμε την άλλη χρήση του τύπου «Νεοέλληνες» που φαίνεται να έγινε, όπως είπαμε, σε έντυπο του 1815.

O Παναγιώτης Σοφιανόπουλος σε μια επιστολιμαία διατριβή του προς τον Ιωάννη Βηλαρά χρησιμοποιεί τους όρους «Νεοέλληνες, νεοελληνικόν Γένος κ.τ.λ.». Την ύπαρξη αλλά και το περιεχόμενο της διατριβής αυτής την πληροφορούμαστε από τον χειρόγραφο κώδικα του Ιωάννη Οικονόμου, κώδικα στον οποίο ο Οικονόμου είχε συγκεντρώσει επιστολικά κυρίως κείμενα λογίων της εποχής του. Ανάμεσα στα κείμενα αυτά είναι και η επιστολιμαία διατριβή του Παναγιώτη Σοφιανόπουλου. Στο τέλος του κειμένου της αναγράφεται η φράση: «Κορφοί – εν τη τυπογραφία της διοικήσεως», φράση που οδηγεί στην πεποίθηση ότι το κείμενο που σώζεται στον κώδικα του Οικονόμου αντιγράφηκε από έντυπο που εκδόθηκε στην Κέρκυρα. Μολονότι δεν έχει, ώς σήμερα, εντοπιστεί κάποιο αντίτυπο από το έντυπο αυτό δημοσίευμα, ώστε να επιβεβαιωθεί από αυτοψία η χρήση των όρων, η υπόθεση αυτή φαίνεται πειστική. Ας δούμε όμως τώρα όσα αφορούν την εμφάνιση των όρων «νέοι Ελληνες» σε έντυπο του 1675.

Ούτε Ρωμιοί ούτε Γραικοί

Στη Βενετία τυπώνεται στα 1675 το βιβλίο Ιστορίαι παλαιαί και πάνυ ωφέλιμοι της περιφήμου πόλεως Αθήνης… παρά του λογιωτάτου εν ιερεύσι κυρίου Γεωργίου Κονταρή από τα Σέρβια. Το έργο δεν είναι μια πρωτότυπη συγγραφή του Κονταρή για την ιστορία της αρχαίας Αθήνας, όπως άλλωστε δηλώνεται και στη σελίδα τίτλου του βιβλίου του: Ιστορίαι παλαιαί… αίτινες εσυναθροίσθησαν εκ πολλών και διαφόρων βιβλίων Ελληνικών τε και Ιταλικών. Πρωτότυπα όμως είναι όσα ο Κονταρής γράφει στον Πρόλογό του και τα σχόλια που παρεμβάλλει στα αποσπάσματα των έργων που αποδίδει στα ελληνικά. Για παράδειγμα, όταν ο λόγος για τον Θησέα και τον Μινώταυρο που καταβρόχθιζε το άνθος της αθηναϊκής νεολαίας, βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει και για το «παιδομάζωμα»: «Καθώς συμβαίνει το όμοιον και την σήμερον εις τα μέρη της Τουρκίας, οπού παίρνουσιν τα παιδία τινών πτωχών εις το λεγόμενον παιδομάζωμα και τους φλογίζουσι την καρδίαν».

Στα πρωτότυπα τμήματα του βιβλίου είναι και ο Πρόλογος που απευθύνει ο συγγραφέας στους αναγνώστες του. Εκεί λοιπόν ο Κονταρής δεν αποκαλεί τους Ελληνες της εποχής του Ρωμιούς ή Γραικούς ούτε τους αποκαλεί απλά Ελληνες, αλλά τους ονομάζει «νέους Ελληνες». Να διευκρινίσουμε αμέσως πως ο επιθετικός προσδιορισμός «νέοι» δεν έχει να κάνει με την ηλικία, διότι στην επίμαχη φράση περιέχεται και το ουσιαστικό «παίδες»: ο συγγραφέας απευθύνεται στους «παίδας των νέων Ελλήνων», κατά συνέπεια, καθώς θα πρέπει να αποκλειστεί μια διπλή αναφορά σε ηλικιακά δεδομένα, γίνεται φανερό πως «νέους Ελληνες» αποκαλεί τους Ελληνες της εποχής του.

Μια ακόμα επιβεβαίωση είναι πως, στην ίδια φράση, τους αντιπαραθέτει στους «παλαιούς Ελληνες»: «Από όλα τα σκοτεινά και αινιγματώδη ζητήματα οπού είχαν οι παλαιοί των Ελλήνων σοφοί, ώ φιλομαθείς των ν έ ω ν E λ λ ή ν ω ν παίδες, το πλέον δυσκολογρίκητον και απορίας γέμον ήτον τούτο. Ηγουν το γνώθι σαυτόν». Με τη φράση αυτή ανοίγει τον Πρόλογό του προς τους αναγνώστες του εισάγοντας, για πρώτη όσο γνωρίζω φορά, τον συνδυασμό δύο όρων σε έντυπο, όροι οι οποίοι πολύ αργότερα, και ύστερα από τη μεγάλη χρήση, θα συντεθούν σε μια λέξη.

Σύνδεση με το παρελθόν

Ποια σχέση όμως έχουν αυτοί οι «νέοι Ελληνες» με τους «παλαιούς»; Αμεση και οργανική, υποστηρίζει ο Κονταρής, διότι ανήκουν στο ίδιο γένος. O σκοπός άλλωστε για τον οποίο αποφάσισε να παρουσιάσει το πόνημα αυτό που αναφέρεται στους παλαιούς Ελληνες, είναι ακριβώς αυτός: να κάνει τα παιδιά των νέων Ελλήνων να γνωρίσουν «εαυτά», να συνειδητοποιήσουν δηλαδή «από τι ευγενικόν και περίφημον γένος» κατάγονται και με τον τρόπο αυτό να αναλογιστούν τις υποχρεώσεις που έχουν. H προτροπή είναι ρητή: «Επειδή είμεσθεν απόγονοι τοιούτων μεγάλων και σοφών ανδρών, πρέπον είναι να τους μιμούμεσθεν εις όλα τα καλά ήθη, και να μη κάμνωμεν ουδαμώς πράγματα εκείνων ανάξια». Και την προτροπή την συνοδεύει η επισήμανση ενός κινδύνου: «Οταν δεν μιμούμεσθεν τους προγόνους εις την μάθησιν, εις την φρόνησιν και εις την ανδρείαν, τότε δεν λεγόμεσθεν των Ελλήνων απόγονοι, αλλά μάλιστα τινών ουδαμινών ετέρων βαρβάρων».

Τέλος, ο Κονταρής δεν παραλείπει να τονίσει την «σχεδόν» μοναδικότητα του έθνους των Ελλήνων σε γενναία έργα και ανδραγαθίες. Στο βιβλίο μου, δηλώνει, ο αναγνώστης θα βρει «τοιαύτα γενναία έργα και τοσαύτας ανδραγαθείας των ημετέρων προγόνων, οπού σ χ ε δ ό ν εις ουδένα έ θ ν ο ς θέλει εύρη τινάς ομοίας, εάν αναγνώση των εθνών πάντων τας παλαιάς, και νέας Ιστορίας, τας από κτίσεως Κόσμου γενομένας μέχρι την σήμερον».

Στη Βενετία, συγγραφέας και χορηγός

Το βιβλίο που περιέχει τον νεολογισμό τυπώθηκε στη Βενετία. Ηταν μια έκδοση που την επιμελήθηκε ένας Μακεδόνας, ο Γεώργιος Κονταρής από τα Σέρβια, και την χρηματοδότησε ένας Αθηναίος, ο Πέτρος Γάσπαρης. Το πρώτο λοιπόν ερώτημα που ανακύπτει είναι, πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Η αφορμή για τη συνεργασία τους φαίνεται να ήταν το γεγονός πως και οι δύο βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Βενετία. O Πέτρος Γάσπαρης ήταν βέβαια Αθηναίος την καταγωγή, αλλά έμπορος που διέμενε στην πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης· ήταν μάλιστα εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας, αφού την 6η Απριλίου του 1674 είχε εκλεγεί governatore της αδελφότητας του Αγίου Νικολάου. Ενώ ο από τα Σέρβια καταγόμενος Γεώργιος Κονταρής βρισκόταν στη Βενετία τουλάχιστον από το 1668, αφού γνωρίζουμε από την ιστορία της Φλαγγινιανής Σχολής πως υπηρετούσε εκεί ως επόπτης στο διάστημα από το 1668 ώς το 1675.

H διαμονή στον ίδιο τόπο αποτελεί ασφαλώς πρόσφορη συνθήκη για να αναπτυχθεί μια συνεργασία· αν όμως θέλουμε να βρούμε την βαθύτερη αιτία αυτής της συνεργασίας, πρέπει, νομίζω, να δούμε τον σκοπό που το βιβλίο ήθελε να υπηρετήσει και να ερμηνεύσουμε γιατί ο χορηγός πείστηκε να αναλάβει τη δαπάνη της έκδοσής του. Ή μήπως ακολουθήθηκε η αντίστροφη πορεία; Πρόκειται δηλαδή για βιβλίο γραμμένο κατά παραγγελία του χορηγού;

Δεν σώζονται άλλα στοιχεία που να μας βοηθούν να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα εκτός απ’ όσα προσφέρει το ίδιο το βιβλίο και από κάποια τεκμήρια που προκύπτουν από τη μετέπειτα συμπεριφορά των δύο αυτών προσώπων.

* O κ. Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος είναι διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, αντιπρόεδρος της «Διεθνούς Εταιρείας Μελέτης του 18ου αιώνα» (ISECS).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή