Διακρινοντας

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μυθιστόρημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη «Ο παππούς μου και το Κακό» (Κέδρος, σελ. 314) τρύπωσε και εγκαταστάθηκε μέσα μου. Δύο από τα βασικά του μοτίβα ανεβαίνουν κάθε τόσο στα χείλη μου, εκφράζοντας ίσως βαθύτερες αλήθειες. Ο αναγνωρισμένος μεταδικτατορικός πεζογράφος διέθετε πάντοτε ένα απαράμιλλης εκφραστικότητας γλωσσικό εργαλείο. Ωστόσο, στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του «Ανωφελές διήγημα» (1993) και «Στην κοιλάδα των Αθηνών» (2000), χρησιμοποίησε το εργαλείο αυτό με τρόπο -θα έλεγα τουλάχιστον σήμερα- στατικό: Δημιουργώντας κείμενα με σπάνιας ομορφιάς λυρικές συλλήψεις, διαρκείς ανατάσεις και συνεχείς εξάρσεις, χωρίς όμως κάποιον βαρύνοντα καλλιτεχνικό προσανατολισμό. Με το τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης πέτυχε αντιθέτως μια αρμονικότατη και πυκνότατη σύνθεση μορφής και νοήματος – κείμενο ισάξιο της νεανικής του «Ιστορίας» του 1982.

Η υπόθεση; Ενας ζαβός αφηγητής εξιστορεί, μέσω μιας ακατάσχετης συρροής παραλογισμών, την πολιτική πορεία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και στην ιστορία αυτή αναμειγνύει ενεργά τον παππού του, ακατάβλητο εμπνευστή και καθοδηγητή των ανισόρροπων ιδεών του, αλλά και δεξί χέρι, υποτίθεται, του Εθνάρχη, τον οποίο αμφιβάλλουμε αν έχει ουδέποτε συναντήσει. Για την ερμηνεία όλων των γεγονότων, παππούς και εγγονός έχουν παράξενες αντιλήψεις. Κύρια αιτία όλων των κακών που πλήττουν τον άνθρωπο, την πολιτική και βεβαίως τον μέγα Κυβερνήτη, είναι η βαρύτητα – η φοβερή δύναμη που κρατά τα πράγματα κολλημένα στο χώμα και δεν τα αφήνει να ανέβουν προς τους ουρανούς όπου κατοικούν οι αγγελικές δυνάμεις. Χωρίς τη βαρύτητα δεν θα υπήρχε, πιστεύουν, κακό, συνδέοντας ταυτόχρονα την εξέλιξη των ιστορικών συμβάντων με τις θεωρίες περί κληρονομικότητας, και εν συνεχεία με τις μηχανές εσωτερικής καύσεως και τον εφευρέτη τους Χένρυ Φορντ. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η συμβολή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη: Ο λόγος του ήρωά του είναι από τη μια μεριά γεμάτος παραδοξολογίες, μανιχαϊσμούς, θεϊκά οράματα, τερατολογίες και βιβλικούς συμβολισμούς. Και ταυτόχρονα υποδύεται όλο το τυπικό του αυστηρά επιστημονικού συλλογισμού, υιοθετώντας υποθέσεις εργασίας, αναπτύσσοντας επιχειρήματα, ελέγχοντας τα συμπεράσματά του μέσα από σαφείς διακρίσεις μεταξύ βεβαιωμένων και εικαζομένων γεγονότων, χρησιμοποιώντας μια επαγωγικά αποδεικτική μέθοδο. Αρα; αναρωτιούνται κάθε τόσο παππούς και εγγονός, ζητώντας από τον συνομιλητή τους να συναγάγει μόνος του τα «προφανή» συμπεράσματα των συλλογισμών τους. (Αρα; αναρωτιέμαι συχνά πυκνά κι εγώ μαζί με τον σαλό ήρωα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, παλεύοντας μέσα από ένα μείγμα θετικισμού και μαγικής σκέψης να βρω άκρη σε δαιδαλώδεις αδιέξοδους συλλογισμούς).

Το δεύτερο αφηγηματικό μοτίβο του έργου συνδέεται με την κυριαρχία του υπερθετικού βαθμού. Το χωριό του ήρωα κείται στο κέντρο του νομού Ηρακλείου, στο κέντρο δηλαδή της Κρήτης, στο κέντρο συνεπώς της Μεσογείου, στο κέντρο επομένως του σύμπαντος κόσμου. Η αρκετά λοξή χωριάτικη οικογένειά του εξευγενίζεται με βασιλικά προσωνύμια όπως Γεώργιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, κ.λπ. Ο παππούς εξιδανικεύεται ως πρωτοποριακός, ο Βενιζέλος ως θεόπνευστος, η Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία 1898-1913 ως το άριστο πολίτευμα. Εξ ου και η αντίδραση του μοναδικού του φίλου «Μα τόσο πια! Τόσο πια εσείς οι Κρητικοί!» – φράση εμβληματική που, υπερβαίνοντας το ζήτημα της φημισμένης κρητικής μεγαλαυχίας, προχωρεί στο αφάνταστα κρισιμότερο ζήτημα της αποδοχής του άλλου και του φυσικού του εγωκεντρισμού. («Μα τόσο πια! Τόσο πια εσείς οι…» σκέφτομαι συχνά πυκνά, προσπαθώντας να αποδεχθώ μαζί με τον σαλό ήρωα του Γιατρομανωλάκη ότι «καθένας μας κατέχει το κέντρο της γήινης γεωμετρίας, όντας ταυτόχρονα κάτω από το απόλυτο κέντρο του ουράνιου θόλου»).

Από παιδί και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Αμφισβητώντας τα αυτονόητα, ο αθώος αυτός λοξός ήρωας θέτει έτσι σημαντικότατα προβλήματα, στα οποία συγκαταλέγονται επίσης η φύση του κακού, το ευθύγραμμο, η κυκλικότητα και η ελαστικότητα του χρόνου, το κρίσιμο ζήτημα του κατά πόσον εμείς αφηγούμαστε τις ιστορίες μας ή εκείνες μας κατασκευάζουν. Φορέας απίστευτων στερεοτύπων, ο ήρωας μετατρέπεται ακόμα σε μέσον ανάδειξης της γελοιότητας του υπερεθνικιστικού λόγου και των ανόητων τοπικισμών μέσα στους οποίους ζούμε. Η αντινομία αποτελεί το βασικό κλειδί του μυθιστορήματος: Κείμενο ρεαλιστικό (παππούς και εγγονός αποτελούν αναγνωρίσιμους γραφικούς τύπους), το έργο αποδίδει ταυτόχρονα μια αίσθηση του απίθανου και του μαγικού. Κείμενο ποιητικό, το μυθιστόρημα αποτελεί ταυτόχρονα και σχόλιο πολιτικό – η σκηνή του αναθέματος στον Βενιζέλο είναι συγκλονιστική. Κείμενο λυρικό, αποτελεί τέλος και έργο βαθύτατα σαρκαστικό. Οταν, ωστόσο, συλλάβεις τον κώδικα της γραφής του, «Ο παππούς μου και το κακό» έχει στην πραγματικότητα τελειώσει· γι’ αυτό πιστεύω πως το σημαντικό αυτό μυθιστόρημα θα κέρδιζε, αν από το σώμα του έλειπε ολόκληρο το τελευταίο τμήμα της ιστορίας του Βενιζέλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή