Ο μέγας ερασιτέχνης του ελληνικού σινεμά

Ο μέγας ερασιτέχνης του ελληνικού σινεμά

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 1970 και μετά, κάθε φορά που ο ελληνικός κινηματογράφος ήθελε να δηλώσει το πρόσωπό του, στρεφόταν στον Αλέξη Δαμιανό. Από χθες στη θέση του θα βρίσκεται μόνο το έργο του. O σκηνοθέτης, που ονομάστηκε «πατριάρχης» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, εμπλουτίζοντας το κινηματογραφικό μας «λεξιλόγιο», πέθανε χθες το μεσημέρι, στο σπίτι του στην Εκάλη, σε ηλικία 85 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Εδώ και μια πενταετία, περίπου, ο Αλ. Δαμιανός είχε αποσυρθεί οριστικά από την πολιτιστική πραγματικότητα. Καθηλωμένος από την άνοια, ζούσε πλαισιωμένος από την οικογένειά του, στενή και ευρύτερη: Τη γυναίκα του Αρτεμη, τους γιους του Μάρκο και Πανίκο (η τραγική απώλεια της κόρης του Χριστίνας, είχε επιβαρύνει την κατάστασή του) και τις τακτικές επισκέψεις δύο σκηνοθετών, με τους οποίους τον συνέδεε αδελφική φιλία, τον Λάκη Παπαστάθη και τον Γιάννη Σολδάτο. Οι ίδιοι βρέθηκαν και στο σπίτι του, λίγο μετά το ήσυχο τέλος του, το οποίο «είχε αφήσει στο πρόσωπο του μια γαλήνια, τρυφερή έκφραση».

Τρεις μόλις ταινίες υπέγραψε μέσα σε τριάντα χρόνια ο Αλέξης Δαμιανός. Και κατόρθωσε μέσα στις δύο πρώτες, το «Μέχρι το πλοίο» (1966) και την «Ευδοκία» (1970), να συμπυκνώσει με τρόπο τραχύ και σκληρό, χωρίς εξωραϊσμούς και καλλιγραφίες, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Χάραξε δικό του μονοπάτι, υπονομεύοντας αξίες και μυθολογίες, χτίζοντας το δικό του οικοδόμημα πάνω σε ένα μόλις διαφαινόμενο υπόστρωμα ηθογραφίας και μελοδράματος. Ανελέητο φως, τρομακτική δύναμη εικόνων, φαντασμαγορία και συμβολισμός συμβαδίζουν με τον άγριο νατουραλισμό. H «ζωική ορμή» των ταινιών του στηρίχτηκε σε υλικά χωμάτινα, σε ποίηση σκληρή και ακατέργαστη. Οι αρχετυπικοί ήρωές του «μιλούν» με διαβρωτική ειλικρίνεια, παραβαίνουν κανόνες και τιμωρούνται για την «ύβρι» που διαπράττουν. O Αλέξης Δαμιανός, αυτός ο ερασιτέχνης του κινηματογράφου (δεν είχε κάνει σπουδές), που ενδεχομένως να αγνοούσε γωνίες λήψης, φωτισμούς, χρήσεις του χρώματος, έφτιαξε το δικό του συντακτικό.

Φλόγα και δίψα

Οπως έγραφε ο κριτικός Κώστας Σταματίου, «μπρούτος, αδέξιος, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, εισέβαλε στο χώρο του μακαρίως κοιμωμένου ελληνικού κινηματογράφου και με την πρώτη του κιόλας απόπειρα, το «Μέχρι το πλοίο», τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα». Οπλο του, η εσωτερική του φλόγα, η δίψα του να πει αλήθειες για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. H ίδια φλόγα που τον οδηγούσε να τραγουδάει, να ψέλνει, να καλλιεργεί το χωράφι του στη Βόρεια Εύβοια, να θαυμάζει το κρασί που έφτιαξε, να κόβει και να λειαίνει μόνος του τα πατώματα του σπιτιού του στην Εκάλη, να μοντάρει σε ένα μικρό δωμάτιο κομμάτι κομμάτι επί χρόνια, τον «Ηνίοχο», την τελευταία του ταινία. Οταν παρουσιάστηκε σε εκδήλωση το βιβλίο του «Πηγές ερημικές (Ηνίοχος)» (εκδόσεις Λιβάνης – Νέα Σύνορα), προβλήθηκε μια ταινία του Λάκη Παπαστάθη που με την Εύα Στεφανή κινηματογραφούσαν στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του. Το ντοκουμέντο αυτό τελείωνε με τη φράση του Αλ. Δαμιανού: «Δεν την αντέχω τόση αγάπη». Παραγνωρισμένος στην αρχή (ο μύθος του Δαμιανού, δημιουργήθηκε αργά και σταθερά), ύστερα αποτραβηγμένος ο ίδιος, δεν στερήθηκε ποτέ φίλους και αγάπη, ιδιαίτερα από νέα παιδιά.

Ηθοποιός και συγγραφέας

Το βιογραφικό του περιλαμβάνει τις ιδιότητες του ηθοποιού, σκηνοθέτη θεάτρου και θεατρικού συγγραφέα. O γεννημένος το 1921 στην Αθήνα, Αλέξης Δαμιανός σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετείχε ως ηθοποιός στο θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών (1946) όπου παίχτηκε και το πρώτο του έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», δράμα σοσιαλιστικού ποιητικού ρεαλισμού. Το 1948 δημιούργησε το «Πειραματικό Θέατρο» (όπου ανέβασε και δυο έργα του «Το σπιτικό μας» και «T’ αγρίμια»), το 1961 ίδρυσε το θέατρο «Πορεία» στο οποίο σκηνοθέτησε πολλά ελληνικά και ξένα έργα. Το «Ανοιχτό κλουβί», έργο δικό του, που παρουσίασε το ’63, αποπειράται να συνδυάσει μορφικά τον Καραγκιόζη, τον συμβολισμό και τη διαλεκτική με ποιητικό ένδυμα. Συμμετείχε ως ηθοποιός στους θιάσους Δημ. Παπαμιχαήλ και Αλ. Αλεξανδράκη, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση στον δημοφιλή «Παράξενο ταξιδιώτη» (1971). Στον κινηματογράφο, πρωτοέπαιξε στον «Κλέφτη» του Π. Βούλγαρη και ακολούθησαν το «Ναι μεν αλλά…» του Π. Τάσιου, ο εμβληματικός ληστής στον «Καιρό των Ελλήνων» του Λ. Παπαστάθη, η «Παρεξήγηση» του Δ. Σταύρακα, ο «Καβάφης» του Γ. Σμαραγδή, το «Αίνιγμα» του Γ. Σολδάτου, κ.ά.

Το βιογραφικό του σκιαγραφεί ένα αμάλγαμα, πυκνό σε συστατικά, δημιουργικό, πολυποίκιλο (ακόμη και επιτυχή πειράματα με βιολογικές καλλιέργειες στην Εύβοια, περιλαμβάνει). H τρίτη και τελευταία ταινία που υπέγραψε (ο «Ηνίοχος» το 1995) ήταν το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του, κατέληξε μύθος λόγω της περιπετειώδους κατασκευής της κυρίως και όχι του αποτελέσματος που προκάλεσε μάλλον αμηχανία. Το 2004, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οργάνωσε μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. O ίδιος δεν μπόρεσε να παραστεί. Είχε όμως δηλώσει σε συνέντευξή του το 2000: «Παλιά δεν έδινα και πολλή σημασία στα βραβεία και στις κριτικές. Τώρα που γέρασα, δίνω περισσότερη. Θλιβερό δείγμα παρακμής!». Και συνέχισε συμπυκνώνοντας τη ζωή και το πιστεύω του: «Οι άνθρωποι της γενιάς μου έκαναν αυτό που ήταν να κάνουν. Αυτό που τους αντιστοιχούσε. H εφηβεία μας ταυτίστηκε με την λαμπερή ανάταση ενός ολόκληρου λαού. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν φοβήθηκαν ποτέ, παρά μόνο το φόβο. Σήμερα συνθλίβονται και για πρώτη φορά φοβούνται την ευτέλεια που μας κατακλύζει».

Ο Αλέξης Δαμιανός, που οργιζόταν με όσους «δοξολογούν τα τίποτα. Το τίποτα», κηδεύεται αύριο, 11 π.μ., από το B΄ Νεκροταφείο, δημοσία δαπάνη.

Ενα ξημέρωμα στην Πάρνηθα για μια σκηνή της «Ευδοκίας»

Ο Λάκης Παπαστάθης αφηγείται την εμπειρία του ως βοηθός του Αλέξη Δαμιανού στην «Ευδοκία». H περίοδος εκείνη είναι το αντικείμενο βιβλίου που έγραψε και θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες (εκδόσεις Πατάκη).

«…Η σκηνή της κούνιας στην Πάρνηθα είναι το πρώτο γύρισμα της ταινίας. Ξεκινήσαμε από το παλιό Χόλιγουντ στην πλατεία Κάνιγγος, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Κομβόι αυτοκινήτων ανέβαινε στην Πάρνηθα. Γεννήτριες και φορτηγά. Τράβελινγκ και τα παρελκόμενα. Φωτιστικά καζάνια της εποχής. Σαν εκστρατεία. Σχεδόν τίποτε από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε, γιατί ο Δαμιανός ξέρει να δουλεύει με το τίποτα. Μόλις φτάσαμε στην Πάρνηθα και στο σημείο που θα γυριζόταν η σκηνή, ο Αλέξης άρχισε να λέει ιστορίες για τον πατέρα του. «Εδώ κατασκηνώναμε, εδώ μου διάβαζε ο πατέρας Ομηρο, εκεί παίζαμε θέατρο, σ’ αυτό το σημείο πρωτοένιωσα ερωτική επιθυμία για μια θεία μου, εκεί τραγουδούσαμε, εκεί ανάβαμε φωτιά, κάτω από αυτό το δέντρο σκότωσα το πρώτο μου πουλάκι». Λες και χρειαζόταν όλα αυτά για να στήσει τη σκηνή. Με το που ξημέρωσε, πρωτοακούστηκε το μοτέρ. O Γιώργος και η Μαρία, με τα καλοκαιρινά, κρύωναν πολύ στο πρωινό αγιάζι και δεν κρατιότανε, θέλανε να παίξουν για να ζεσταθούν. Οσοι ζήσαμε τη σκηνή εκεί, είχαμε την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη, συγκίνηση από το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου την πραγματική στριγκλιά της Ευδοκίας και την ηχώ της στα βουνά, τον κίνδυνο, το δέσιμό της με τη φύση, το ιδιαίτερο και μυστηριώδες θρησκευτικό αίσθημα (…). Τέλος, ποτέ, ίσως, άλλοτε δεν είδα τόσο φωτεινό τον Αλέξη Δαμιανό».

* Στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση για τον Αλέξη Δαμιανό του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που επιμελήθηκε ο Γ. Σολδάτος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή