ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συμπτωματική αλληλουχία δύο πολύ διαφορετικών, αλλά και εξαιρετικά ερεθιστικών ταξιδιών στην καθ’ ημάς Ανατολή πρόσφεραν στους πολυπληθείς εχθρούς της στήλης τη χαρά να πιστεύουν ότι, πάει το «Υποβολείο», πάπαλα.

Αχ, φίλοι μου εχθροί, μαζί σας είμαι κι εγώ, αλλά όνειρον ήτο και πάει. Τα κεφάλια μέσα τώρα. Και πώς να τη μαζέψεις την έρμη κεφαλή, που τη στοιχειώνουν ακόμα εικόνες, ατμόσφαιρες, μυρώματα κι ανάσες τόπων και ανθρώπων που ήσαν μια φορά, αλλά και σημερινών, όλο ζωντάνια – η Αίγυπτος των αισθήσεων και παραισθήσεων, για πολλοστή φορά, και η Καππαδοκία η Αγιοτόκος, η χώρα η ανεκλάτητη, για πρώτη φορά, αν και τόσο επιθυμητή χρόνια τώρα. Εδώ ας σταθώ. Στη Χετιτική Κατπαντούκα, που θα πει Χώρα των Ωραίων Αλόγων. Στο μυστηριώδες οροπέδιο του μονότονου ορίζοντα όπου παραφυλάνε και σε αιφνιδιάζουν οργιαστικές συνθέσεις στις θεοτικές σχισμές ή εξάρσεις του εδάφους του – όργιο της Φύσης που ενέτεινε η ανθρώπινη μέθεξη, το χέρι που έσκαψε και λάξευσε. Οι μυριάδες κώνοι, με τα καπελάκια τους ή ξεσκούφωτοι, γαλακτεροί ή καφετιοί, ροζ ή ώχρα, γλυπτά της Φύσης και του καιρού, σκαμμένα με αμέτρητες εκκλησίες (πάνω από 3.000!), σπίτια, τάφους, περιστεριώνες… Σε τέτοια μαλακά ηφαιστιογενή πετρώματα σκάλισαν οι Καππαδόκες πολιτείες ολόκληρες, υπόγειες, κρυφές, όπου ζούσαν μήνες ή και χρόνια όταν ενέσκηπταν επιδρομείς -Πέρσες, Αραβες, Τούρκοι, Μογγόλοι… Οι χριστιανοί έφυγαν από εδώ με την ανταλλαγή πληθυσμών, το ’24, αφήνοντας πίσω τα μερακλίδικα αρχοντικά που σου ματώνουν σήμερα την ψυχή στο Προκόπι, τη Σινασό, την Καρβάλη και τα δεκάδες άλλα χωριά με τα τούρκικα πια ονόματα. Εδώ εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από την Καστοριά και τα Γρεβενά κυρίως, όπως ο παππούς του φιλοπρόοδου δημάρχου της Σινασού Μουσταφά Οζέρ. Ο παππούς μου, μας έλεγε, δεν αποχωριζόταν ποτέ ένα μικρό πουγκί – για το σάβανο και την κηδεία του, νομίζαμε. «Αστο πια, παππού», του είπαν μια φορά, «έχεις παιδιά κι εγγόνια να φροντίσουν την κηδεία σου».

«Δεν είναι για την κηδεία» είπε σκυθρωπός. «Είναι για να γυρίσω στην πατρίδα μου, την Καστοριά». Πώς να συγκρατήσεις τα μάτια ακούγοντας τέτοια πράγματα· ακούγοντας τον εφοπλιστή Γρηγόρη Χατζηελευθεριάδη να διηγείται στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, με δάκρυα στα μάτια κι ένα φουρτουνιασμένο ρακί στο χέρι, μέσα σ’ ένα αρχοντικό της Σινασού που το έχουν κάνει ζεστή πανσιόν, ότι οι γονείς του δεν μιλούσαν στα παιδιά τους για την πατρίδα τους τη Σινασό -δεν το άντεχαν. Και ποτέ δεν την ξαναείδαν. Αλλά πήγαν τώρα τα παιδιά και τα εγγόνια τους, μαζί με όλους όσοι μετείχαμε στο καππαδοκικό προσκύνημα που οργάνωσε η μνήμων και πείσμων «Ελληνική Εταιρεία». Και βρήκαμε εκεί τον Οικουμενικό -και Ουσιαστικό- Βαρθολομαίο, που λειτούργησε σε εγκαταλελειμμένες εκκλησιές της Σινασού και της Μαλακοπής, όπως κάνει κάθε χρόνο πια σε πολλές περιοχές των χαμένων πατρίδων.

Με την άδεια των τουρκικών αρχών φυσικά, που όλο και κάτι δίνουν για τη διάσωση εκκλησιών. Και τους κατηγορούμε για διάφορα, χωρίς να κοιτάζουμε τα δικά μας απερίγραπτα χάλια, που δεν έχουμε δεήσει, οι Ευρωπαίοι, ούτε τη λειτουργία ενός τζαμιού να επιτρέψουμε. Αλλά από το κεφάλι βεβαίως βρωμάει το ψάρι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή