Ερμηνεύοντας το μεγάλο ταξίδι του Φάουστ

Ερμηνεύοντας το μεγάλο ταξίδι του Φάουστ

7' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην ερώτηση τι ακριβώς περιλαμβάνει το θέαμα πάνω στον «Φάουστ» του Γκαίτε που θα παρουσιάσει στην Αθήνα ο Πέτερ Στάιν, από αύριο έως και την Παρασκευή, απαντάει στα ιταλικά: voce recitante. Στα ελληνικά, σε ελεύθερη απόδοση, η παράσταση ονομάστηκε «Φαντασία για ηθοποιό και πιάνο». Σε αυτήν την περίπτωση ο Στάιν, ένας από τους επιφανέστερους Γερμανούς σκηνοθέτες με διεθνή ακτινοβολία, περιορίζεται στον ρόλο του ερμηνευτή. Το δηλώνει εξαρχής στην πρωινή μας συνομιλία από τη Ρώμη όπου βρίσκεται και το επαναλαμβάνει αρκετές φορές, ούτως ώστε να μην αφήσει καμία αμφιβολία για τον βαθμό της συμμετοχής του: «Η ιδέα είναι του συνθέτη Αρτούρο Ανεκίνο. Πρόκειται για κοντσέρτο με απαγγελία. Μου ζήτησε ο ίδιος να διαβάσω το κείμενο που ενσωμάτωσε στη μουσική του, ξέροντας ότι γνωρίζω τον Φάουστ πολύ καλά. Ο ρόλος του πιανίστα Τζιοβάνι Βιταλέτι είναι επίσης πολύ σημαντικός. Το 70% της παράστασης».

Το θηριώδες βιογραφικό του Στάιν με σκηνοθεσίες-σταθμούς στο θέατρο και στην όπερα δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, «ερασιτεχνικές» δοκιμές ή αδόκιμες πρωτοτυπίες. Και μόνο το γεγονός ότι έχει ανεβάσει τον «Φάουστ», και τα δύο μέρη, χωρίς περικοπές, σε μια παράσταση που διαρκούσε πάνω από 20 ώρες, με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντς, κάνει το σημερινό εγχείρημα να φαίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον και προκλητικό. Επίσης, ο Στάιν δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή: «Το 1992 πρωτοδιάβασα στο Ζάλτσμπουργκ. Ασχολήθηκα με τον «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Πούσκιν, τον «Βιασμό της Λουκρητίας» του Σαίξπηρ, τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου» του Φλωμπέρ. Δεκατέσσερα χρόνια επί σκηνής, όχι όμως ως ηθοποιός αλλά ως αναγνώστης. Με ευχαριστεί πολύ αυτό, αλλά δεν ξέρω αν έχει ενδιαφέρον. Εσείς θα το κρίνετε».

Και είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια ο Γερμανός σκηνοθέτης έχει πυκνώσει τις επισκέψεις του στην Ελλάδα. Μετά την «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ, που ανέβασε στην Επίδαυρο το 2002, επέστρεψε πέρυσι με τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Στη χώρα μας, εκτός από κοινό, έχει αποκτήσει και πολύ στενούς φίλους. Τους απαριθμεί: τον σκηνογράφο Διονύση Φωτόπουλο και ηθοποιούς, κυρίως κοπέλες, με τις οποίες συνεργάστηκε στον Χορό των δύο τραγωδιών. Στα 69 του χρόνια ο Στάιν μοιάζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον γενέθλιο τόπο του: «Στη Γερμανία πλέον δεν με ξέρει σχεδόν κανείς. Ετσι είμαι πολύ ευτυχής σε άλλες χώρες όπως η Ελλάδα, η Αγγλία, η Ρωσία. Οι άνθρωποι περιμένουν κάτι από μένα και ενδιαφέρονται για το έργο μου».

Στοίχημα με την «αιώνια νεότητα»

– Γιατί αποφασίσατε να ξαναμπείτε στην περιπέτεια του Φάουστ;

– Ο Γκαίτε για τους Γερμανούς είναι ο συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη γλώσσα με τον καλύτερο τρόπο. Η γλώσσα είναι η βάση της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Είναι πολύ σημαντικός για τους Γερμανούς, όχι μόνο ως καλλιτέχνης αλλά ως ιστορική, πολιτική, πολιτιστική προσωπικότητα. Οσο για τον «Φάουστ» είναι ένας μύθος. Τα παιδιά έρχονται από μικρά σε επαφή με το κείμενο αυτό γιατί αποτελεί την κορύφωση της γερμανικής γλώσσας. Οταν ήμουν στο σχολείο, μού παρουσίασαν το Α΄ μέρος του Φάουστ και διαμαρτυρήθηκα ότι υπάρχει και Β΄ μέρος, αλλά μου απάντησαν: «Οχι, δεν είναι για σένα, είναι πολύ δύσκολο». Εγώ όμως πείσμωσα και άρχισα να τον διαβάζω. Από τότε δεν έχω σταματήσει. Είναι μια μάχη ζωής. Είναι έργο δύσκολο και επίσης πολύ μεγάλο. Μπορώ να μιλάω ώρες για την προσέγγισή μου στον «Φάουστ». Στα 50 μου, μπόρεσα να αντιμετωπίσω το Β΄ μέρος του Φάουστ σαν θεατρικό κείμενο και προσπάθησα να το μεταφέρω στη σκηνή το 2000.

– Αναφέρεστε στην 26ωρη παράσταση…

– Ας μην υπερβάλλουμε, ήταν μόλις 21 ώρες! Η παράσταση που θα δείτε στην Αθήνα δεν είναι δική μου ιδέα, δεν υπάρχει σκηνοθεσία, είναι κονσέρτο. Πρέπει να είμαι ακριβής με τη μουσική, με τον ρυθμό, είμαι ένας ερμηνευτής και τίποτα άλλο. Το μεγαλύτερο μέρος αναφέρεται στη Νύχτα της Βαλπούργης. Είναι ο τόπος όπου όλα είναι αληθινά και συγχρόνως τραγικά.

Το στοίχημα με τον Μεφιστοφελή

– Ο Φάουστ είναι κυνηγός του απόλυτου, ζητάει την αναμέτρηση με το άγνωστο. Ο έρωτας με τη μορφή της Μαργαρίτας, τον φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο Γκαίτε για να τον οδηγήσει να χάσει το στοίχημα με τον Μεφιστοφελή;

– Το θέμα είναι ότι το στοίχημα με τον Μεφιστοφελή δεν είναι ένα πραγματικό στοίχημα. Είναι απλώς μια φόρμα. Ο Φάουστ ο ίδιος θέλει να απομακρυνθεί από τη θρησκεία, να διευρύνει τους ορίζοντές του, να αναλύσει τα πάντα και να καταλάβει τα πάντα, να κάνει τα πάντα, όχι να τα καταλάβει μόνο. Ο Μεφιστοφελής τον βοηθάει σε αυτό, όπως και στην επαφή του με το Θεό. Ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής δεν αντιμάχονται αλλά ο ένας βοηθάει τον άλλον. Η ιδιοφυΐα του Γκαίτε ανακάλυψε μια μορφή αντίθεσης, διαρκούς αντιλογίας. Γιατί όπου υπάρχει αντιλογία υπάρχει και θέατρο. Αν όλοι συμφωνούν, δεν υπάρχει εξέλιξη. Το θέατρο είναι σύγκρουση. Χρησιμοποιώντας αυτήν την αντιλογία μίλησε για πολύ σύνθετα πράγματα με δραματικό τρόπο. Το «στοίχημα», εν τέλει, δεν είναι και τόσο σημαντική ιστορία. Το σημαντικό κομμάτι είναι ο έρωτας του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Ο Φάουστ θέλει να αποκτήσει την εμπειρία ενός έρωτα με μια πολύ νεότερη του γυναίκα. Η Μαργαρίτα είναι μόλις 16. Αλλά πολύ γρήγορα ο έρωτας αρχίζει να φθίνει. Δεν την αγαπάει πια, δεν την επιθυμεί. Ο Φάουστ χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον του και πηγαίνει από το ένα πράγμα στο άλλο. Πολύ σύγχρονη αυτή η παρατήρηση του Γκαίτε. Το πρόβλημά μας σήμερα είναι ότι κυνηγώντας το μέλλον χάνουμε το παρόν. Δεν ζούμε πραγματικά, αλλά σκεφτόμαστε το επόμενο βήμα. Αυτή είναι η βάση της σχέσης του Φάουστ με τον Μεφιστοφελή από τη μία και τον Θεό από την άλλη.

Η αιώνια νεότητα

– Υπάρχει μια «εμπορευματοποίηση» της ουσίας του Φάουστ, η συρρίκνωση στο αντάλλαγμα της «αιώνιας νεότητας».

– Μέσα από αυτό μπορείτε να δείτε πόσο σύγχρονο και σημαντικό είναι το αποτύπωμα του Γκαίτε σήμερα. Ο Φάουστ, θέλοντας να αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή εμπειρία, ζητάει από τον Μεφιστοφελή να τον κάνει νέο. Στη διάρκεια του έργου αρχίζει και πάλι να γερνάει. Γερνάει και πεθαίνει. Αρα η νεότητα δεν τον βοηθάει σε τίποτα. Η επιθυμία της αιώνιας νεότητας αποδεικνύεται στο έργο μια ψευδαίσθηση. Ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Είμαστε όλοι καταδικασμένοι να πεθάνουμε. Η κοινωνία που δεν δέχεται τα γηρατειά είναι άρρωστη.

– Σε ένα σημείωμά σας για την παράσταση γράφετε ότι «θεωρείτε πως οι μεγάλοι έρωτες είναι καταδικασμένοι».

– Ακόμη και αν κρατήσει 50 χρόνια, ο θάνατος έρχεται και όλα τελειώνουν! Κάθε μεγάλη ερωτική σχέση εμπεριέχει το τέλος της.

Ομαδική δουλειά

Ο Αρτούρο Ανεκίνο συνεργάζεται με τον Πέτερ Στάιν εδώ και 15 χρόνια, περίπου. Εχει γράψει τη μουσική για πολλές παραστάσεις του, «Τίτο Ανδρόνικο», «Πενθεσίλεια», «Γλάρο», «Μπλακ Μπερντ», «Φάουστ» (για την εκδοχή των 21 ωρών που παρουσιάστηκε στο Αννόβερο το 2000). «Από αυτήν τη σκηνική μουσική γεννήθηκε η ιδέα του «Φάουστ – Φαντασία», ενός κοντσέρτου για πιάνο και αφήγηση γραμμένου για δύο μεγάλους ερμηνευτές, τον Στάιν και τον Βιταλέτι», σημειώνει ο Ανεκίνο. «Τελικά, πώς να το ονομάσουμε; Ενα κοντσέρτο; Ενα σημείο, όπου δύο βιρτουόζοι συνδιαλέγονται; Είναι δύσκολο να βρεθεί ένας ορισμός. Σίγουρα είναι το αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς. Ενα ταξίδι μέσα στο μεγάλο ταξίδι του Φάουστ… Ενας διαφορετικός τρόπος ακρόασης…».

Η παράσταση θα δοθεί στο θέατρο «Ιλίσια – Ντενίση», από αύριο έως τις 26 του μηνός. Περιλαμβάνεται στο φεστιβάλ «Θέατρο πέρα από τα όρια» που διοργανώνει η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία σε συνεργασία με τις «Νύχτες Πρεμιέρας».

Για κρατήσεις θέσεων: 210-72.16.317, 210-72.10.045, 210-72.34.567. Τιμές εισιτηρίων: 50, 40, 35 και 25 ευρώ.

Το δεύτερο μέρος

Απόσπασμα από το βιβλίο του I.N. Θεοδωρακόπουλου για τον «Φάουστ» του Γκαίτε που δημοσιεύεται στο πρόγραμμα της παράστασης:

«…Το πρώτο μέρος του Φάουστ, έλαβε την τελική του μορφή κατά το 1806, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν πενήντα επτά χρονών, και αποτελείται από τέσσερις χιλιάδες εξακόσιους στίχους. Για το πρώτο μέρος ο ποιητής εργάσθηκε με διακοπές περίπου τριάντα τέσσερα χρόνια. Κατά την περίοδο αυτήν της ζωής του έγινε και η συλληψη του δεύτερου μέρους του Φάουστ, αλλά το δεύτερο μέρος το περάτωσε ο ποιητής ολίγο καιρό προτού πεθάνη. Κυριώτατα ο Γκαίτε το δεύτερο μέρος του Φάουστ το επεξεργάσθηκε κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του. Μεγάλη ώθηση για να αποπερατώση το μέρος αυτό που χρόνια πολλά τον αποσχολούσε τούδωκε ο θάνατος του Βύρωνος στο Μεσολόγγι κατά το 1824 (…) Μετά το Μεσολόγγι ο ποιητής συλλαμβάνει και αναπτύσσει την τραγωδία της Ελένης, δηλαδή την τρίτη πράξη του δεύτερου Φάουστ σε όλες σχεδόν τις λεπτομέρειές της. O Βύρων, ο ρωμαντικός του Βορρά, με την απεριόριστη νοσταλγία του για το ελληνικό κάλλος είναι η ιστορική μορφή που εξιδανικεύεται και μυθοποιείται με άλλο όνομα μέσα στο δράμα, με το όνομα του Ευφορίωνος. Το εφήμερο τέκνο του Φάουστ και της Ελένης είναι ο Ευφορίων (…).

Οπως φαίνεται από το ημερολόγιο του ποιητού, τον τελευταίο καιρό της ζωής του δουλεύει σχεδόν κάθε μέρα την ύλη του δεύτερου Φάουστ. Στις 22 Ιουλίου του 1831 γράφει στο ημερολόγιό του: «ετελείωσα το κύριο έργο… είναι όλο καθαρογραμμένο». O ποιητής, όταν τελείωσε τον δεύτερο Φάουστ, συγκέντρωσε όλα τα χειρόγραφα σε ένα δέμα και, αφού το σφράγισε, το εκλείδωσε στο γραφείο του. Κανείς άλλος δεν άκουσε από το στόμα του ποιητού ολόκληρο το κείμενο αυτό εκτός από τη νύφη του. O ποιητής φαίνεται οτι δεν αισθάνεται την ανάγκη να υποβάλη στην κρίση της εποχής του το έργο αυτό της ζωής του. (…) H διαίσθηση αυτή του ποιητού για την τύχη του έργου του ήταν προφητική, γιατί πράγματι πολύ αργά κατά τον δέκατον ένατον αιώνα αναγνωρίσθηκε η πραγματική αξία του δευτέρου μέρους του Φάουστ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή