Ενας τρυφερός εναγκαλισμός με τον θάνατο

Ενας τρυφερός εναγκαλισμός με τον θάνατο

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κώστας Παπαγεωργίου

Το μαύρο κουμπί

εκδ. Κέδρος

Σαράντα χρόνια μετά τα πρώτα του «Ποιήματα» (1966), ο Κώστας Παπαγεωργίου συνοψίζει στη νέα του συλλογή τα κεκτημένα του και επιβεβαιώνεται ως ένας φιλοσοφικός, υπαρξιακός ποιητής, σταθερά προσανατολισμένος στην εξερεύνηση του βάθους, και μια από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70.

Το «Μαύρο κουμπί» συγκεφαλαιώνει τη νύκτια, ιωνική κοσμολογία του, στην οποία το ιερό ύδωρ του Θαλή συναντά την ηρακλείτεια πάλη και μεταβολή και το οργανικό συνυφαίνεται με το ανόργανο – σε έναν άγριο κύκλο, όπου η ζωή κυνηγιέται με την άρνησή της. Λαγαρίζει την ποιητική του, που προβάλλει ανάγλυφη στα σύντομα ως επί το πλείστον ποιήματα, αυτοτελή και μαζί συνεξαρτώμενα όπως πάντα, με τον ρυθμό, πότε αρμονικό και πότε σπασμωδικό, να κινηματογραφεί τον ίλιγγο της καταπόντισης, τα τραντάγματα της πτώσης, τις πνοές που μετρούν το ύψος ανάποδα.

Μοιραίο βίωμα

Αφηγηματικά, αποφθεγματικά, με θεατρικές κορυφώσεις, μετα-ποιητικά όπως πάντα, τα νέα ποιήματα αυτά μαρτυρούν ωστόσο εκτός από τη διαρθρωτική συνέχεια και μια σημαίνουσα μεταβολή. Η έλξη που ασκεί στον ποιητή το απύθμενο κενό, ο απροσμέτρητος ζόφος, τα εσωτερικά σπήλαια του σώματος και της ψυχής, καθώς συντονίζονται με τους χθόνιους λαβύρινθους, τις δίνες του νερού και του αέρα, σα να στομώνει, λες, από μια ακλόνητη, έσχατη γνώση, ένα μοιραίο βίωμα. Το «Μαύρο κουμπί» είναι το απόσταγμα μιας κοπιώδους και αιματηρής διαδρομής θανάτου, μια τελική αναμέτρηση που, ασχέτως αποτελέσματος, επιφέρει το τέλος της αγωνίας, αν όχι τη γαλήνη. Μια γαλήνη που πηγάζει από το γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να έχει βρει, θα λέγαμε, επιτέλους τη θέση του στην κλίμακα της νύχτας, αποκρυπτογραφεί πια αποτελεσματικά τα μυστικά ιδεογράμματα των αναμνήσεων, γνωρίζει τους μυστικούς δρόμους που οδηγούν απαρεγκλίτως από τον ουρανό στο χώμα και πίσω στην επιφάνεια της γης.

«Βαρίδια τους βαστούν στον ουρανό

Τους πεθαμένους μου όλους – ειδαλλιώς

Κι άλλο θ’ ανέβαιναν κρυφά ως τη γη».

Εχει συμφιλιωθεί με τη νύχτα, που είναι «μια σκάλα κυλιόμενη διαρκώς απαλά· τα σκαλιά της αθόρυβα σαν σε λάδι κυλούν και αλλοπρόσαλλα τόσο, που δεν ξέρεις να πεις αν στο ανέβασμα ή στο κατέβασμα βρίσκεσαι – απλώς κατεβαίνεις»· και του διασφαλίζει την ελάχιστη ενότητα: «απ’ τη μέση και πάνω μισός· απ’ τη μέση και κάτω ένας άλλος· τη νύχτα ενώνονται κρυφά να παραστήσουν το ένα». Εχει συμβιβαστεί με τη δομική αδυναμία των λέξεων να ονομάσουν το απύθμενο, το περισσότερο και από κενό, με το εύθραυστο της ύπαρξής τους, και τις συμπονά, παύει πια να τις μαστιγώνει, τις συμμερίζεται, τις μεταφέρει με στοργή στο «Κείμενο νερό», τις λυπάται που αναμασούν τον ήχο τους. Και συνεχίζει να τις θεωρεί τη μόνη σωτηρία:

«κι όμως ακόμα υπάρχουν κάτι λέξεις μαγικές

Με βυθισμένο στην καρδιά υγρό καθρέφτη

Εναν υδράργυρο χλιαρό που αν το θελήσει

Αφήνεται και πιάνονται οι σταγόνες του».

Αυτός ο τρυφερός εναγκαλισμός με τον θάνατο, όμως, ανοίγει, απροσδόκητα, μια ρωγμή στο στεγανό και το αδιαπέραστο, σαν να απευθύνει ένα κάλεσμα, σαν να προοιωνίζεται τη δυνατότητα μιας ενότητας, έστω και στα intermundia μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, μεταξύ λόγου και σιωπής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή