Υποθεσεις

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ετσι που πάνε τα πράγματα -έτσι που τα οδηγούν οι ίδιοι δηλαδή, γιατί τίποτε δεν πορεύεται μόνο του ή κινημένο από κάποια ειμαρμένη- κάμποσοι πολιτικοί πρέπει να παραγγείλουν σε κάποιον καλλιτέχνη να τους γράψει με ωραία γράμματα ένα ρητό, να τους το κορνιζάρει και να τοποθετήσουν την κορνίζα στο γραφείο τους. Για να υπάρξει μάλιστα αποτέλεσμα, το καλύτερο είναι να τοποθετήσουν την κορνίζα απέναντί τους κι όχι πίσω από την κεφαλή τους, ώστε να τη βλέπουν διαρκώς -όταν τηλεφωνούν, όταν κουβεντιάζουν, όταν ονειρεύονται τον επόμενο θώκο, όταν βυθίζουν το βλέμμα το μέλλον- και, πιθανόν, να φρονηματίζονται. Κι ακόμα καλύτερα θα ήταν αν έβρισκαν έναν παλιό μάστορα και του ζητούσαν να τους γράψει το ρητό πάνω στον καθρέφτη τους, όπως μια φορά κι έναν και καιρό ήταν γραμμένο το «Καλημέρα!», για να μας εγκαρδιώνει πρωινιάτικα, να λειτουργεί δηλαδή σαν φάρμακο προληπτικής θεραπείας. Ετσι δεν θα υπάρχει τρόπος να αποφεύγουν την ανάγνωση, η οποία, όπως θρυλείται, τυγχάνει μητέρα της γνώσης. Ακριβώς τη στιγμή που θα καθρεφτίζονται, και πριν προλάβει να πιάσει τη διαβρωτική δουλειά του ο ένδον Νάρκισσος, θα βλέπουν την επιγραφή και ίσως να υπολογίζουν σοβαρά το μήνυμά της, που είναι άλλωστε αρκετά απλό και δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφο με τις ικανότητες του προφήτη Δανιήλ, στον οποίο είχε προσφύγει ο βασιλιάς Βαλτάσαρ, ο γιος του Ναβουχοδονόσορα, για να του ερμηνεύσει το κακοσήμαδο «Μανή θεκέλ φαρές» που έγραψαν στον τοίχο του παλατιού του μυστηριώδεις χείρες.

Ποιο είναι λοιπόν το ρητό που ωφέλιμο θα ήταν να το κορνιζάρουν αρχαιοπρεπώς γραμμένο οι πολιτικοί μας (αλλά όχι μόνον αυτοί), υιοθετώντας τη μέθοδο της προληπτικής θεραπείας; Μα το επιτιμητικό ερώτημα που απηύθυνε ο Οδυσσέας, «πολύμητις» αυτός, άκρως συνετός, προς τον Αγαμέμνονα, τον άνακτα τον μεθυσμένο από την πολλή εξουσία: «Ποίόν σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;» – ποιος λόγος ξέφυγε από το φράγμα των δοντιών σου; Αν, επί παραδείγματι, ο κ. Δ. Κωστόπουλος, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Απασχόλησης και πιο πρόσφατο «γλωσσικό θύμα», είχε εξοπλίσει το πολιτικό του γραφείο με μια τέτοια προειδοποιητική κορνιζούλα, δεν θα το σκεφτόταν δύο και τρεις φορές πριν εκθέσει σοβαρότατα τον ίδιο του τον αρχηγό, και πρωθυπουργό της χώρας, εμφανίζοντάς τον σαν υπερασπιστή της αδιαφάνειας και της συγκάλυψης του σκανδάλου στο Χρηματιστήριο; Αν ο κ. Πολύδωρας, αρχαιογνώστης άλλωστε, ενστερνιζόταν τη συμβουλή του Οδυσσέα, δεν θα απέφευγε να μιλήσει περιφρονητικότατα για έναν ολόκληρο λαό, τους «αδελφούς μας Πακιστανούς», όπως ειρωνικά τους αποκάλεσε, οι οποίοι έχουν τάχα εθνικό σπορ τις αλληλοαπαγωγές; Και ο κ. Βουλγαράκης, αν δεν επέτρεπε και αυτός στη γλώσσα του να προτρέξει της διανοίας του (ή στον εαυτό του ως υπουργό Δημόσιας Τάξεως να προτρέξει του εαυτού του ως υπουργού Πολιτισμού), δεν θα προσπαθούσε να πει για τις απαγωγές των Πακιστανών κάτι περισσότερο φιλοσοφημένο από το ότι ήταν «ή προβοκάτσια ή φάρσα»; Και ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας M. Κεφαλογιάννης, που, ευρισκόμενος στο Κατάρ, προέβη στη γνωστή εμπειρική διάγνωση περί γενικευμένου καραγκιοζισμού; Και ο κ. Χρίστος Μαρκογιαννάκης, κάπως παλαιότερα, που ενέδωσε στον πειρασμό των εξομολογήσεων και των κατά εισαγγελέων επιθέσεων, μη αντιλαμβανόμενος (από στιγμιαία συγκίνηση ή από τη ζάλη διαρκείας που προκαλεί η εξουσία) ότι ο λόγος του μαγνητοφωνείται; Και ο κ. Αδάμ Ρεγκούζας, που επίσης δεν αντελήφθη ότι βιντεοσκοπούνταν οι δημόσιες μεν, πάντως όχι και τόσο συνετές πολιτικά δηλώσεις του; Δεν θα γλίτωναν την οδύσσεια στην οποία τους καταδίκασε η ελευθεροστομία τους αν έπαιρναν υπόψη τους την προς πολιτευομένους και άλλους τινές οδηγία του Οδυσσέα;

Στην εξουσία δεν υπάρχει υπερβολική δόση, αφού εκδηλώνεται πάντοτε η όρεξη για περισσότερη, αλλά δεν υπάρχει και μικρή, ακίνδυνη δόση. Και ασήμαντο να είναι το σκήπτρο που σου δόθηκε, η υπεροψία και η μέθη καιροφυλακτούν για να εγκατασταθούν σαν μοναδικές φυσιολογικές συμπεριφορές – κι όπως είναι παλαιόθεν γνωστό, η μέθη χαλαρώνει το χαλινό της γλώσσας, αν δεν τον κόβει. Αυτό βεβαίως δεν είναι κακό, υπό την προϋπόθεση ότι εκείνος που ελευθερώνει τα φτερωτά του έπη δεν τα αφήνει αμέσως έπειτα να χαθούν στους ουρανούς της αμνησίας ή της ανυποληψίας, αλλά διατηρεί την πατρότητά τους και αναγνωρίζει πλήρως την ευθύνη που απορρέει από αυτήν. Εκείνο που βλέπουμε πάντως να επικρατεί σαν πολιτική συνήθεια είναι να ψευτοδιορθώνεται η πρώτη «πλάνη», η αμετροέπεια, με μια δεύτερη, την κατάφωρη ψευδολογία: «Παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις μου», «τα λεγόμενά μου παρουσιάστηκαν αποσπασματικά» κτλ. Σαν να προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο περίφημος «πολιτικός πολιτισμός» δεν έχει εξοικειωθεί ακόμα με τον τεχνολογικό πολιτισμό, με το (προδοτικό) μαγνητόφωνο και το (αποκαλυπτικό) βίντεο δηλαδή.

Αν προσπαθούσε κανείς να μετρήσει τη σχετικώς πρόσφατη σοδειά των βαρύγδουπων δηλώσεων που έγιναν τη μια στιγμή για να αποσυρθούν την αμέσως επομένη από αξιωματούχους καθε λογής -κρατικούς, κομματικούς κοινοβουλευτικούς, αυτοδιοικητικούς, εκκλησιαστικούς-, θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα, όσο φιλότιμος κι αν είναι, όσο μεγάλη μνήμη κι αν διαθέτει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του. Το αντίθετο εγχείρημα (να προσδιορίσει, δηλαδή, ποιοι παρέμειναν πιστοί στα λεγόμενά τους ακόμα κι όταν πιέστηκαν) είναι οπωσδήποτε ευχερέστερο. Από μια άποψη, μάλλον δυσάρεστη, είναι σαν να ζούμε σε διαρκή προεκλογική περίοδο: ο λόγος εκφέρεται σαν να μην έχει κόστος, σαν να διεκδικεί μόνο και μόνο να κολακέψει, όχι να εγγραφεί στη μνήμη μας με τη σοβαρότητά του, αλλά να γλυκάνει την ακοή μας. Το ξέρουν-δεν το ξέρουν, το αισθάνονται-δεν το αισθάνονται, πολλοί πολιτικοί μας μοιάζουν εγκλωβισμένοι στον αστερισμό του Κλέωνα, αλλά κι εμείς μαζί τους, καθηλωμένοι. Μάστορας της δημαγωγίας ο Αθηναίος πολιτικός, είχε επιπλέον την ωμότητα και την αλαζονεία να καταγγέλλει, στην Εκκλησία του Δήμου, τα ίδια τα σαγηνευμένα θύματα της ρητορικής του, να τα ελεεινολογεί επειδή ηττώνται από την ηδονή της ακοής και παρασύρονται, αντί να συσκέπτονται για το συμφέρον της πόλης: «Απλώς τε ακοής ηδονή ησσώμενοι και σοφιστών θεαταίς εοικότες καθημένοις μάλλον ή περί πόλεως βουλευομένοις».

Οσο κι αν θα μπορούσε να μας κακοφανεί, δεν γίνεται να μη σκεφτούμε ότι ο Κλέων βρίσκει τη δικαίωσή του ενόσω ως πολίτες παραμένουμε «θεατές των λόγων και ακροατές των έργων». «… Ειώθατε θεαταί μεν των λόγων γίγνεσθαι, ακροαταί δε των έργων, τα μεν μέλλοντα έργα από των ευ ειπόντων σκοπούντες ως δυνατά γίγνεσθε, τα δε πεπραγμένα ήδη, ου το δρασθέν πιστότερον όψει λαβόντες ή το ακουσθέν, από των λόγων καλώς επιτιμησάντων», έψεγε ο Κλέων τους συμπολίτες του (στη μετάφραση του Ελευθέριου Βενιζέλου: «Συνηθίζετε να είσθε θεαταί των λόγων και ακροαταί των έργων, κρίνοντες το δυνατόν των μελλόντων γεγονότων από τους ωραίους λόγους των ρητόρων, ενώ ως προς τα ήδη τετελεσμένα, παρέχετε ολιγωτέραν πίστιν εις το ό,τι είδατε τελούμενον υπό τας όψεις σας παρά εις το ό,τι ακούσατε λεγόμενον από ευφραδείς επικριτάς»). Εν μέρει ή εν όλω, η κλεώνεια μομφή θίγει και εμάς, τους «απογόνους», τουλάχισον όσους από ραθυμία ή απογοήτευση παραμένουμε θεατές (και δη τηλεθεατές) των λόγων των πολιτικών και ακροατές των έργων τους, ακροατές τού «θα» τους. Οσο για το γιατί οι πολιτικοί εξακολουθούν να φέρονται σαν να βρίσκονται στην αντιπολίτευση ακόμα κι όταν κυβερνούν, εξακολουθούν δηλαδή να εμφανίζουν σαν έργο τις αγορεύσεις και τις επαγγελίες τους, μια πρώτη εξήγηση είναι ότι πέφτουν και πάλι θύματα της γλώσσας, αυτή τη φορά ωστόσο με τη βούλησή τους: Αντί να νιώθουν σαν υπουργοί (ή υφυπουργοί), υπό το έργον δηλαδή, προτιμούν να νιώθουν σαν λογοθέτες της βυζαντινής εποχής, σαν επικεφαλής κάποιου λογοθεσίου. Κι έτσι ο τόνος μετατοπίζεται μοιραία από το έργο στο λόγο, στη γλυκαντική ρητορική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή