Το βουβό κύμα και ο ανεπιθύμητος νόστος

Το βουβό κύμα και ο ανεπιθύμητος νόστος

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Σουέλ». Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, σελ. 305

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να πει κανείς πως η μήτρα της τέχνης του λόγου είναι θαλασσινή, όπως και η μήτρα της ζωής άλλωστε. Η θαλασσινή λογοτεχνία, αν με αυτόν τον όρο εννοήσουμε τη μυθιστορηματική ή ποιητική εξιστόρηση των παθών ανθρώπων που ταλανίζονται στα πέλαγα, στη ρότα ενός εμποδισμένου ή διαρκώς αναβαλλόμενου νόστου, είναι πανάρχαιη. Πριν και από την «Οδύσσεια» του Ομήρου, και φυσικά πολύ πολύ πριν από την αφήγηση των περιπετειών του Σεβάχ του Θαλασσινού, στις απαρχές της θαλασσινής λογοτεχνίας οι γραμματολόγοι εντοπίζουν τη λεγόμενη «Ναυαγού Διήγηση». Πρόκειται για μια αιγυπτιακή μυθιστορηματική σύνθεση του 19ου αιώνα π.Χ., μια εξιστόρηση του Κατακλυσμού (η οποία προφανώς θα επηρέασε τις επόμενες, της βιβλικής συμπεριλαμβανομένης), του καταποντισμού ενός νησιού στη μέση του Ωκεανού και της διάσωσης 120 ανθρώπων.

Για να ενταχθούν στην παράδοση αυτής της λογοτεχνίας, οι νεότεροι δεν χρειάζεται καν να γνωρίζουν τη «Ναυαγού Διήγηση». Για τους συγκαιρινούς μας Ελληνες ειδικότερα, το πρότυπο δεν είναι κατ’ ανάγκην (ή από υποχρέωση) η γενέθλια «Οδύσσεια». Το πιο πιθανό, άλλωστε, είναι ότι ένα σύγχρονο θαλασσινό πεζογράφημα θα συσχετιστεί (και ενδεχομένως θα συγκριθεί) με τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία, αυτό το στιβαρό, πολύτροπο αφήγημα, όπου ο ποιητής, που παραμένει ποιητής και στην πεζογραφική του εκδήλωση, επεξεργάζεται τις πλούσιες εμπειρίες του με λυρισμό, ευθύτητα και αυθεντικό χιούμορ, καταγράφοντας τον βίο των πελαγίσιων, από τη σκοπιά βεβαίως του άνδρα ταξιδευτή.

Για την Ιωάννα Καρυστιάνη (γεν. το 1952) η θάλασσα (και τα καράβια) ως πεδίο λογοτεχνικής γραφής δεν είναι ξένο. Εκτός από το σενάριο που έγραψε για τις «Νύφες» (2004), την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, όπου επτακόσιες γυναίκες ταξιδεύουν το 1922 προς την Αμερική και βρίσκονται επί είκοσι μέρες στοιβαγμένες σε ένα ποντοπόρο, με «θαλασσοφαγωμένους» ανθρώπους ασχολήθηκε και στο μυθιστόρημά της «Μικρά Αγγλία» (1995)· εκεί ο λόγος είναι γένους θηλυκού, αφού ο τόνος δεν πέφτει τόσο στα βάσανα των ανδρών που δουλειά τους είναι η ναυτοσύνη, αλλά των γυναικών που, ακίνητες, υπομένουν και περιμένουν, συντηρώντας πάθη που συχνά μένουν βουβά κι αμίλητα επί χρόνια.

Στο καινούργιο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη, το τέταρτο της παραγωγής της, το οποίο τιτλοφορείται «Σουέλ» (σουέλ είναι το βουβό κύμα, ταιριαστό εδώ σαν τίτλος, αφού κάποια πρωτευούσης σημασίας πάθη των μυθιστορηματικών προσώπων μένουν βουβά, να τρώνε την ψυχή), ο κύριος λόγος, γεμάτος σιωπές όμως και αυτός, επιστρέφει στους άνδρες. Ο ήρωας, ο καπετάνιος Μήτσος Αυγουστής, μικρασιατικής καταγωγής (όπως και η συγγραφέας), που μετράει 75 χρόνια ζωής, τα 58 από τα οποία τα έχει διανύσει στη θάλασσα, αρνείται πεισματικά να ξεμπαρκάρει και να περάσει στη σύνταξη, για να έρθει έτσι σε σύγκρουση με την οικογένειά του (τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του), αλλά και με τον κληρονόμο του εργοδότη του, που σαν νεότερος, έχει άλλα αισθήματα πια για τη θάλασσα, άρα και άλλη ηθική.

«Η ζωή είναι μια επιστροφή», γράφει κάποια στιγμή η Καρυστιάνη σε μία από τις φιλοσοφικής ή ποιητικής τάξεως αποστροφές της που δεν ευτυχούν πάντοτε, τον Μήτσο Αυγουστή όμως «η θάλασσα δεν τον επιστρέφει», όπως συμπεραίνει και ο ίδιος. Επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια δεν έχει πιάσει Πειραιά, επιλέγοντας να αρμενίζει στα πέλαγα, «ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος» πια. Τον γιο του, το στερνοπαίδι του, έχει να τον δει από πιτσιρίκι.

Ο καπετάν Μήτσος (Μίμης για τη γυναίκα του) βασανίζεται από δύο κρυφές αρρώστιες· ψυχική η μία (ένας πολύχρονος εξωσυζυγικός έρωτας για μια κομμώτρια στην Ελευσίνα, τη Λίτσα), σωματική η άλλη: Πάνε χρόνια τώρα που δεν βλέπει καθόλου καλά και πρέπει πάνω στο καράβι να παριστάνει τον αετομάτη, για να μην προδοθεί. Ο,τι στη ζωή φαίνεται φυσικό (η πολύχρονη απουσία του ανδρός ή η επίσης πολύχρονη και καλά κρυμμένη από πολλούς ανθρώπους τυφλότητα), στη λογοτεχνία, ανάλογα βέβαια με τη διαχείρισή του, μπορεί και να φανεί υπερβολικό, μια εντυπωσιακή πλην ανοικονόμητη απιθανότητα. Στο «Σουέλ» το πρόβλημα αυτό επιλύεται χωρίς σοβαρά τραύματα για την αφήγηση, η οποία όμως δεν επιτυγχάνει να καταστήσει επίσης φυσική (λογοτεχνικά φυσική εννοώ) και τη συνολική λύση του δράματος. Ενώ το μυθιστόρημα ξεκινάει μέσα σε καθεστώς πολλών και σοβαρών συγκρούσεων και όλες τους λήγουν με ένα ασύμμετρο «χάπυ εντ», που εξομαλύνει και τακτοποιεί κάπως μαγικά όλων των ειδών τις εκκρεμότητες, εργασιακές, οικογενειακές, ερωτικές: ο γιος μπαρκάρει με ψεύτικο όνομα στο πλοίο του πατέρα του, εκείνος, τυφλός, δεν τον αναγνωρίζει, ο γιος από την αποστροφή μετακινείται ραγδαία στο θαυμασμό και όλα τελειώνουν με ένα συμφιλιωτικό πνεύμα που δεν είναι πρωτόγνωρο στην Καρυστιάνη (στο «Κουστούμι στο χώμα» οι δύο Κρητικοί συμπρωταγωνιστές μιας βεντέτας συμφιλιώνονται, όπως συμφιλιώνονται στη «Μικρά Αγγλία» οι δύο αδελφές που τις χώριζε βαθιά ένας άντρας κι ένας έρωτας), εδώ πάντως δεν εξοικονομείται πλήρως από την ίδια την πλοκή.

Παρά την κάποια λατρεία που υπάρχει στη μικρή μας αγορά για τη λεγόμενη «βιωματική λογοτεχνία», ποιητική είτε πεζογραφική, κανένας δεν υποχρεώνει κανέναν μάστορα της γραφής να γράφει μόνο για ό,τι έχει ζήσει· αν μια τέτοια υποχρέωση έπαιρνε τη μορφή νόμου, δεν θα είχαν γραφτεί ούτε καν τα δύο τρίτα της λογοτεχνίας, παγκοσμίως. Στο τέλος του βιβλίου της, και μετά το Γλωσσάρι, η Καρυστιάνη γράφει ότι «το «Σουέλ» οφείλεται στους Αντριώτες, Κεφαλονίτες, Τηνιακούς, Κερκυραίους και Χανιώτες ναυτικούς, συνταξιούχους και εν ενεργεία, που με έκαναν να πιάσω το μολύβι». Θα μπορούσε λοιπόν κανείς, διευρύνοντας υπερβολικά την έννοια της «οφειλής», να ισχυριστεί ότι απέβη προβληματική για τη σύνταξη του μυθιστορήματος η ίδια η ιδρυτική συνθήκη του, το ότι δηλαδή πρόκειται εν πολλοίς για μεταφορά και ανάπλαση των αισθημάτων και των αφηγήσεων τρίτων.

Αλλά όχι, δεν είναι αυτό που εμποδίζει το κείμενο να γίνει κάτι βαθύτερο από την περιγραφή ενός πλου (γεωγραφικού και ψυχικού) που μοιάζει στάσιμος παρά τα αλλεπάλληλα ταξίδια και τις τόσες αρχικές εκκρεμότητες. Το πρόβλημα του βιβλίου είναι νομίζω αυτό που προσπάθησα να ορίσω ως ασυμμετρία, η οποία δεν αποτυπώνεται μόνο στη βεβιασμένα καταπραϋντική λήξη του αλλά και στη γλωσσική διάσταση του λόγου της Λίτσας, που (πλαγιογραφημένος αυτός και πρωτοπρόσωπος) παρεντίθεται στην εξέλιξη της τριτοπρόσωπης αφήγησης.

Μπορεί λοιπόν η Λίτσα, που «άφησε το σχολειό στην τετάρτη Γυμνασίου», να ξεκαθαρίζει ότι «έχει κι αυτή δικαίωμα να φιλοσοφεί», μπορεί να την πιάνει κάποια στιγμή «αυτό το βάσανο με τα ποιήματα», ωστόσο παραακούγεται λόγια όταν λέει «ετοιμάζω το σκηνικό της αγρύπνιας μου», ο χρόνος πλάθει μια λησμονιά για το καθετί», «πριν με σφίξει κάνας κλοιός αναφιλητών» κ.τ.λ. Το ίδιο άλλωστε το βιβλίο υπονομεύει αυτή τη λογιοσύνη μια σελίδα πριν από το τέλος του, όταν η Λίτσα απαγγέλλει επιτέλους στον επανακάμψαντα καπετάνιο το «πανάθλιο ποιηματάκι» που του ετοίμαζε καιρό («είτε είσαι Ινδικό είτε είσαι Περσικό / για μένα είσαι όλο το εξωτερικό / ενωμένο και τρανό»), ένα ποιηματάκι που επιστρέφει τη Λίτσα στην αφέλειά της, αλλά τόσο αιφνιδιαστικά που μάλλον εκθέτει τη μέχρι τότε γραπτή παρουσία της.

Με το «Σουέλ», αυτή είναι η εντύπωσή μου, η Καρυστιάνη επιβεβαιώνει ορισμένες μόνο από τις εγνωσμένες δεξιότητές της, που όμως τούτη τη φορά δεν αρκούν για να αναδειχθεί το δράμα στην πληρότητά του, με επαρκώς φωτισμένους τους χαρακτήρες του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT