Παρέες, αυθαίρετες κατασκευές της ζωής

Παρέες, αυθαίρετες κατασκευές της ζωής

7' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι σταθερή αξία στον ελληνικό κινηματογράφο. Από το ’90, που έκανε τα πρώτα του βήματα με την άγρια, λιτή σχεδόν δωρική ομορφιά της «Δέσποινας», στο «Απ’ το χιόνι», την ταινία που σήμανε την απαρχή μιας νέας εποχής για τη λιμνάζουσα εγχώρια κινηματογραφία. Ο Σωτ. Γκορίτσας στρέφει τον φακό του με γρήγορα, εκπαιδευμένα αντανακλαστικά, στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής: Οι πρώτοι λαθρομετανάστες από την Αλβανία φθάνουν στην Αθήνα ύστερα από ένα μακρύ οδοιπορικό. Ακολουθεί μια μεγάλη εμπορική επιτυχία («Βαλκανιζατέr»), βασισμένη στο όνειρο του νεοέλληνα που μηχανεύεται κομπίνες για να πιάσει την καλή. Στο «Μπραζιλέρο», δύο Ευρωπαίοι ορκωτοί λογιστές φθάνουν σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη… Ο Σωτ. Γκορίτσας εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας, τα οποία βαθαίνουν στις «Παρέες». Η τελευταία ταινία του, που θα αρχίσει να προβάλλεται την ερχόμενη Πέμπτη (15 Μαρτίου), είναι ένας γλυκόπικρος απολογισμός μιας γενιάς, των 40άρηδων κοντά 50άρηδων, και παράλληλα μια σύγχρονη κοινωνική τοιχογραφία, με έναν φόνο ως στοιχείο ανατροπής και αρκετό κυνισμό ως χαρακτηριστικό μιας εποχής. Τα συναισθήματα πυκνώνουν, οι βεβαιότητες ατονούν, το χιούμορ έρχεται ως αρωγός στις δύσκολες, αδιέξοδες στιγμές.

Και μυστικά και ψέματα

– «Παρέες»: Κατά πόσο ο τίτλος ενέχει δόση ειρωνείας;

– Σε κάθε σχέση, ερωτική ή φιλική, θα προκύψουν στην πορεία και τριβές και προβλήματα και μικροπροδοσίες και τα πάντα. Ειδυλλιακή παρέα ή ζευγάρι δεν έχω συναντήσει. Οι αντιθέσεις στις σχέσεις είναι κάτι φυσιολογικό, που για μένα δείχνει ότι παραμένουν ζωντανές. Η ησυχία και η ηρεμία είναι που με ανησυχούν, όχι οι τριβές. Δεν βρίσκω λοιπόν τίποτα ειρωνικό στον τίτλο «Παρέες». Η ταινία ασχολείται με διαφορετικές παρέες, που όλες τους έχουν κάποιους κόμπους να λύσουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν λίγο παρακάτω.

– Ετσι είναι οι παρέες, κ. Γκορίτσα; Χτίζονται πάνω σε μυστικά και ψέματα;

– Αυθαίρετες κατασκευές είναι, πάνω σε ό,τι βρουν χτίζονται! Και σε μυστικά και ψέματα. Τίποτα δεν φτιάχνεται σε συνθήκες δοκιμαστικού σωλήνα. Είμαστε εκτεθειμένοι σε ό,τι φέρνει στον καθένα η ζωή του, που παραμένει εντελώς απρόβλεπτη. Η φιλία, η παρέα, το ζευγάρι, η οικογένεια, είναι πυρήνες που προσπαθούν να πορευτούν. Με επιτυχίες και γιορτές αλλά και τεράστια πατατράκ! Γι’ αυτό και με ενδιαφέρουν. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν υπάρχουν μυστικά και ψέματα σε κάποια φιλική ή ερωτική σχέση, αλλά το πόσο είμαστε έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε. Τι είμαστε, παραδείγματος χάριν, διαθέσιμοι να θυσιάσουμε από τα κεκτημένα μας ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια και την ελευθερία;

Αντιμέτωποι με την απώλεια

– Το πτώμα έχει και συμβολική σημασία;

– Ολοι μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απώλεια, με τον θάνατο, σε πολλές στιγμές της ζωής μας. Και δεν εννοώ μόνο τον φυσικό θάνατο κάποιου. Η αδιαφορία για τους γύρω, η ρουτίνα, ο εγωκεντρισμός, είναι συμπτώματα μικρών θανάτων που έχουν συντελεστεί μέσα μας. Οπως συμβαίνει και στην ταινία, κάποιοι προτιμούν να μην τα βλέπουν. Είναι ωραίο να λες δεν υπάρχει πρόβλημα, όλα πάνε μια χαρά και να πορεύεσαι. Κάποιοι άλλοι όμως το βλέπουν το «πτώμα». Αποδέχονται την ύπαρξή του… κι εκεί αρχίζει ο «Γολγοθάς» τους. Και μαζί του η ταινία.

– Επιλέγετε το Πήλιο. Σηματοδοτεί κάτι ο τόπος;

– Εκτός από το ότι έχω ο ίδιος ζήσει αρκετές διακοπές του Πάσχα εκεί και ο χώρος μού είναι οικείος, μοιάζει με τον ιδανικό τόπο για μια τέτοια περιπέτεια. Είναι όλα τόσο ήσυχα και τακτοποιημένα, όπως οι ζωές αρκετών. Και μου αρέσει πολύ μέσα σε αυτήν την ησυχία να σκάει ξαφνικά μια απρόοπτη και επικίνδυνη ιστορία! Που θα διαδραματιστεί μάλιστα μέσα σε ειδυλλιακό τοπίο. Ανθισμένη φύση, άνοιξη κ.λπ. Είναι μια αντίθεση που, χωρίς να ξέρω γιατί, με ελκύει.

Ο καθένας βλέπει το δίκιο του

– Με αδρές, κοφτές πινελιές, παρουσιάζετε μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Τύποι, χαρακτήρες, καταστάσεις. Εσείς, ποιο κομμάτι αυτής της πραγματικότητας είστε και τι επιδιώκετε παίρνοντας αποστάσεις για να το καταγράψετε;

– Κοιτάξτε κάτι, σε καμιά ταινία μου δεν είμαι αυτός ή ο άλλος. Ελπίζω ότι έχω διαχυθεί σε όλους. Εξάλλου, ποτέ δεν φτιάχνω ήρωες που δεν ξέρω καλά. Νιώθω ότι στις ταινίες μου όλοι έχουν και από ένα κομμάτι δίκιου. Μόνο που στην Ελλάδα που δεν έχουμε παράδοση διαλόγου, παρασυρμένος ο καθένας από το δικό του δίκιο, ούτε ακούει ούτε βλέπει αυτό του άλλου αλλά έχει πιάσει εκεί ένα πόστο και ουρλιάζει για το δικό του. Με αποτέλεσμα τα γνωστά συμπτώματα της νεοελληνικής κοινωνίας. Μετά έρχονται οι παπάδες, οι δικαστές, οι καθοδηγητές, και με βάση νόμους, ιδεολογίες, θρησκείες, «απονέμουν» δίκιο στον ένα, άδικο στον άλλο. Εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Δεν θέλω να πάρω καμία απόσταση από τα πάθη των ηρώων μου. Αντιθέτως, θέλω να ταυτιστώ μαζί τους, να καταφέρω να τους δω γυμνούς και, το κυριότερο, να μπορέσω να αισθανθώ το δίκιο του καθενός. Αν το καταφέρνω, εσείς το ξέρετε.

– «Αν ήξερε ο φουκαράς ο Φρόιντ τι συμβαίνει εδώ στην Ελλάδα, θα τα είχε σκίσει τα πτυχία του», λένε κάποια στιγμή οι ήρωες της ταινίας. Κι όμως. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το εντελώς αντίθετο. Οτι δεν υπάρχει ιδανικότερη εφαρμογή των θεωριών του Φρόιντ από αυτή που προσφέρει η ελληνική κοινωνία.

– Συμφωνώ απολύτως μαζί σας! Ο καημένος ο ήρωας το λέει πάνω στα νεύρα του, έχοντάς τα χαμένα και θέλοντας στην ουσία να πει ότι στην Ελλάδα είμαστε το απόλυτο τρελοκομείο που καμία θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει. Και δεν έχει άδικο! Είμαστε κάπως… τρελαμένη κοινωνία. Οχι ότι πρέπει να «συνέλθουμε» με όποιο κόστος. Εξαρτάται. Υπάρχουν «θεραπευμένοι» με πολύ χειρότερα συμπτώματα απ’ τους «αρρώστους». Μόνο που ο Φρόιντ και γενικότερα η «ψυχολογία», λόγω δικών μας ιστορικών συνθηκών -πόλεμοι, εμφύλιοι, χούντες κ.λπ.- δεν βρήκαν ποτέ πρόσφορο έδαφος στη χώρα μας. Ετσι πολλά γεγονότα και πράξεις εξηγούνται με πολιτικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς όρους, ενώ πρόκειται καθαρά για θέματα ταραγμένων ψυχισμών! Αυτός εξάλλου είναι κι ένας από τους διαλόγους, τους καβγάδες που αναπτύσσονται μέσα στην ταινία μεταξύ των δύο φίλων.

Λύνουν κόμπους…

– Οι ήρωες κουβαλούν το παρελθόν τους ως εύσημο ή ως μια παραξενιά της νιότης;

– Εχει έναν στίχο ο φίλος μου ο Νίκος Πορτοκάλογλου σε ένα παλιότερο τραγούδι του, νομίζω το «Ρίσκο», την εποχή που τον γνώρισα, πριν από είκοσι χρόνια: «…Αυτά μου ‘τύχαν δυστυχώς, μα τα αγαπάω ευτυχώς…». Νομίζω ότι εκφράζει τη σημερινή ματιά των ηρώων στο παρελθόν τους. Ούτε κοκορεύονται ούτε κλαψουρίζουν. Αυτοί είναι. Και συνεχίζουν προσπαθώντας να λύσουν τους κόμπους που η ζωή κι οι ίδιοι δημιούργησαν.

– Στη σύγχυση που επικρατεί, μόνο το μικρό κορίτσι μοιάζει να διατηρεί την ψυχραιμία του. Είναι το σχόλιό σας για την ανωριμότητα των ενηλίκων;

– Δεν βλέπω ανωριμότητα στους ήρωές μου, βλέπω δυσκολίες και αγώνα να ελευθερωθούν από σχήματα που δεν είναι πια ζωντανά. Είναι ανώριμο, π.χ., να ερωτευτείς κάποιον που δεν «πρέπει»; Το μικρό κορίτσι όντως διατηρεί την ψυχραιμία του. Είναι πιο ώριμο από αυτό που δείχνει και πιο έτοιμο να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι με άλλα λόγια «διαόλου κάλτσα» και δεν έχει καμία σχέση με κλισέ για «παιδικές αθωότητες» και μπούρδες. Γίνονται από τους μεγάλους και εν ονόματί του πράγματα, τα οποία το ίδιο δεν έχει καμία ανάγκη. Οπως πολύ συχνά στις οικογένειές μας!

Παλιές και νέες αγωνίες

– Στο «Απ’ το χιόνι» και το «Βαλκανιζατέr» ήσαστε πιο σίγουρος για την πραγματικότητα που καταγράφετε. Είχε κάποιους σταθερούς άξονες. Από το «Μπραζιλέρο» και μετά, σαν να υποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια σας. Μοιάζει σαν να έχετε χάσει κάθε βεβαιότητα.

– Ο,τι και να σας απαντήσω, μη με πιστέψετε. Να ξέρετε απλώς ότι για να τελειώσεις μια ταινία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και να αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες, όχι απλώς βεβαιότητα πρέπει να έχεις αλλά πίστη και αποφασιστικότητα Ταμερλάνου! Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να σας πω ότι νιώθω ευτυχής που έχω χάσει τις παλιότερες βεβαιότητές μου. Τις έχω βέβαια αντικαταστήσει με καινούργιες. Που περιμένω όμως με αγωνία το πότε κι αυτές θα αντικατασταθούν!

– Φέτος, τρεις κωμωδίες-σάτιρες με πολλές τηλεοπτικές «αναφορές» (ως προς τους πρωταγωνιστές και τον τρόπο γυρίσματος) είχαν επιτυχία στις αίθουσες. Αντιθέτως, ταινίες όπως το «Ροζ» και «Οι ώρες κοινής ησυχίας» έκαναν πολύ λίγα εισιτήρια. Οι προτιμήσεις του κοινού στον ελληνικό κινηματογράφο επιτείνουν το άγχος σας για την επικείμενη έξοδο της δικής σας ταινίας;

– Είχα την ατυχία η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το «Απ’ το χιόνι», να έχει μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, φεστιβάλ, βραβεία, κριτικές κ.λπ. και η δεύτερη, το «Βαλκανιζατέr», να έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Αυτά νωρίς νωρίς με ηρέμησαν κάπως από την αγωνία τού να «αρέσω» στους άλλους. Εβαλαν όμως μέσα μου το σαράκι, να «αρέσω» λίγο περισσότερο στον εαυτό μου. Πρωτίστως λοιπόν αυτό με απασχολεί. Αγχος βεβαίως υπάρχει, είναι δημιουργικό νομίζω πράγμα, όλοι θέλουμε «να αρέσουμε σε όλους και για πάντα», αλλά δεν θα τρελαθούμε κιόλας. Ετσι κι αλλιώς, από κάποιες προτιμήσεις κοινού και κριτικών δεν είναι καλύτερα να σε φυλάει ο Θεός;

Εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα

Ανοιξη, Μεγάλη Εβδομάδα. Στο Πήλιο μια παρέα Αθηναίων σε διακοπές ανακαλύπτει στην αυλή της το πτώμα ενός αγνώστου. Προσπαθώντας ν’ αποφύγουν την κατηγορία του φόνου, συγκρούονται όχι μόνο με τους ντόπιους, αλλά κυρίως μεταξύ τους, αποκαλύπτοντας μυστικά και ψέματα της προσωπικής τους ζωής.

Κωμωδία, τραγωδία, θρίλερ; Σημειώνει ο σκηνοθέτης: «Το αρχικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Κάτι που μπορεί να μην ταιριάζει στα ήθη της εποχής που χρειάζεται όλο και πιο μονοσήμαντες ταυτότητες, ταιριάζει όμως πολύ σε μένα και τι ταινίες μού αρέσουν. Η εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα είναι αυτό που πάντα αγαπούσα».

Σενάριο-σκηνοθεσία-παραγωγή: Σωτήρης Γκορίτσας.

Συνεργάτες σεναρίου: Σοφία Νικολαΐδου, Ελένη Μπούρα.

Φωτογραφία: Σταμάτης Γιαννούλης.

Μοντάζ: Τάκης Κουμουνδούρος.

Σκηνικά: Γιούλα Ζωιοπούλου.

Κοστούμια: Νταίζη Κουράση.

Μουσική – τραγούδι: Νίκος Πορτοκάλογλου.

Ηχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος.

Πρωταγωνιστούν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Μαρία Πρωτόπαππα, Βαγγέλης Μουρίκης, Λένα Κιτσοπούλου, Ερρίκος Λίτσης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος Γιαννόπουλος, Κώστας Ξυκομηνός, Μάκης Παπαδημητρίου κ.ά.

Εκτέλεση παραγωγής: Κώστας Λαμπρόπουλος – CL Productions. Η παραγωγή είναι της SOGO Films, σε συμπαραγωγή με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, την ΕΡΤ Α.Ε. και τη NOVA.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή