Η τέχνη του προξενιού και του φόνου

Η τέχνη του προξενιού και του φόνου

4' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νικολάι Γκόγκολ
Παντρολογήματα
Θέατρο: Τέχνης Καρόλου Κουν

Ρόμουαλντ Καρμακάρ – Μίχαελ Φαρίν
Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν
Θέατρο: Β΄ Σκηνή Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας

Τα «Παντρολογήματα» είναι μια μετριότατη κωμωδία» αξιολογούσε σε μια κριτική (της) για μία πρώιμη μεταπολεμική παράσταση του Καρόλου Κούν «ο» θεατρικός κριτικός Αλκης Θρύλος. Κι έχει δίκιο. Πρόκειται για ένα μέτριο μονόπρακτο με θέμα κάποια στεγνά προξενιά δίχως ίχνος αισθήματος, ενός τεράστιου όμως συγγραφέα. Γιατί, πολύ σωστά, ο Τσέχωφ είχε πει πως ολόκληρη η ρωσική λογοτεχνία έχει βγει από το «Παλτό» του Γκόγκολ (1809-1852), που ήταν από τους πρώτους συγγραφείς που μετέφερε στο κοινό μιαν απόκοσμη αίσθηση του σουρεαλιστικού και του γκροτέσκου.

Χάρτινοι χαρακτήρες

Κι επειδή τυχαίνει να συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτήν την -προ εξήντα ετών!- αξιολόγηση του Αλκη Θρύλου (που είναι βέβαια το δημοσιογραφικό ψευδώνυμο της ποιήτριας Ελένης Ουράνη) προσυπογράφω αυτά που λέει για τα πρόσωπα του έργου, τα οποία διαθέτουν «ψυχές ολότελα νεκρές και παύουν να έχουν πια οποιαδήποτε σχέση με τον άνθρωπο, γιατί είναι αποκλειστικά μονοκόμματες και πολύ ωμά διαπλασμένες μαριονέτες, οι οποίες μας παραμένουν ξένοι». Κι όπως ο Κ. Κουν «δεν έδωσε κανένα βάρος στον ασήμαντο μύθο… αλλά δίδαξε στους ηθοποιούς η ερμηνεία τους να έχει έναν τόνο μπαλέτου» (ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 15 Μαΐου 1945), έτσι και σήμερα ο Γιάννης Μπέζος, που σκηνοθέτησε κι ερμήνευσε τον Ιλια Κατσκάριοφ στο έργο, έκανε περίπου τα ίδια. Περίπου, επειδή από την αρχή κιόλας ο σκηνοθέτης Μπέζος φάνηκε ξεκάθαρα ότι ήταν αναποφάσιστος για το εάν θα παρουσιάσει «ωμά διαπλασμένες» μαριονέτες (όπως στην περίπτωση της Ναταλίας Τσαλίκη, του Στέλιου Δρίβα και του Γιώργου Αραχωβίτη) ή επίπεδες γελοιογραφίες (όπως με τον Στέλιο Δρίβα, τον Τάσο Γιαννόπουλο, τη Λήδα Καπνά, τον Ζήση Παπαϊωάννου) ή πάλι ψυχολογικο-προβληματισμένους χαρακτήρες με κωμικές πινελιές όπως ο Στέλιος Μάινας στον κεντρικό ρόλο του υποψήφιου γαμπρού, ή ο ίδιος ο Γιάννης Μπέζος σαν ο φίλος του που έχει βαλθεί να τον παντρέψει για να εκδικηθεί την κακιά του μοίρα που του έστειλε κακιά γυναίκα, ή πάλι τη Φαίδρα Δρούκα και τη Μαίρη Μαυρομάτη που έχουν φορτώσει κι αυτές με κάποια ανθρωπιά τους χάρτινους χαρακτήρες τους. Γενικά δεν υπάρχει μια ενιαία γραμμή ως προς το τι ακριβώς είναι όλοι αυτοί που παίζουν εδώ: ανθρώπινοι χαρακτήρες ή τύποι.

Μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη ομοιογένεια, αλλά αυτό δεν είναι ασφαλώς και το τέλος του κόσμου. Η παράσταση βλέπεται μάλλον ευχάριστα. Ο καλύτερος στην παράσταση είναι ο ήρεμος, άνετος, εσωτερικός Στέλιος Μάινας, ο οποίος περισσότερο εκπέμπει παρά εκτελεί ακροβατικά και διαπράττει υπερβολές για να συνομιλήσει με το κοινό. Ομως κι από τους γενικότερα καλύτερους σκηνογράφους που έχουμε, ο Γιώργος Πάτσας, είναι μια μόνιμη εγγύηση ό,τι και να κάνει. Ακόμα και στις πιο ρουτινιάρικες, όπως σε αυτήν την περίπτωση, εργασίες του. Κι επειδή το έργο είναι μονόπρακτο το παραγέμισαν με δύο ή τρία «έντεχνα» τραγούδια του Θοδωρή Οικονόμου, απ’ αυτά που τα ξεχνάς μόλις τ’ ακούσεις.

Ο κύριος Χάαρμαν δεν έχει μάθει καμιά απολύτως τέχνη. Απλώς σκότωσε τουλάχιστον 24 νέους άνδρες και τεμάχισε τα πτώματά τους. Πάντως, όταν συνελήφθη αρνήθηκε την κατηγορία του κανιβαλισμού. Τα εγκλήματά του αυτά -που διαπράχθηκαν το 1924 στο Αννόβερο- τα περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια στον ψυχίατρο Δρα Ερνστ Σούλτσε, ο οποίος και συνέταξε μια πραγματογνωμοσύνη για τη δίκη. Επομένως ο αυθεντικός τίτλος του έργου του Μίχαελ Φαρίν «Αυτός που σκοτώνει» εκφράζει πιο εύστοχα το περιεχόμενο του έργου από το «Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν» που επέλεξε ο, κατά τ’ άλλα άριστος μεταφραστής ενός δύσκολα ελευθερόστομου γερμανικού κειμένου, Βασίλης Πουλαντζάς. Το έργο, που επικεντρώνει την προσοχή του σ’ αυτήν την κατάθεση ενός -ασφαλώς όχι κοινού- εγκληματία στον ψυχίατρο και σ’ έναν -βουβό- στενογράφο είναι τόσο μαεστρικά γραμμένο ώστε να σε κάνει να κάθεσαι στην άκρη της πολυθρόνας σου για όλη του τη διάρκεια. Εξυπακούεται ότι ένα τόσο ακραίο κείμενο μπορεί να υπάρξει και να δικαιωθεί θεατρικά μόνο με πολύ ικανούς ηθοποιούς. Και στην περίπτωσή μας η παράσταση τους διέθετε και με το παραπάνω.

Να πάρουμε πρώτα πρώτα το βουβό πρόσωπο, τον στενογράφο. Ηταν εντυπωσιακή η εκφραστική οικονομία του Ακη Λύρη, ο οποίος μη βγάζοντας τσιμουδιά έχτισε έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, τον τρίτο και σημαδιακό στο ντουέτο των άλλων δύο. Ο Γιάννης Ροζάκης ως ψυχίατρος ανήκε προφανώς σ’ αυτή τη σχολή που λίγα ρωτά και πολλά μαθαίνει από τον ασθενή του. Πιστεύω ότι ο απόμακρος Δρ Ερνστ Σούλτσε είναι ο δυσκολότερος ρόλος του έργου, έτσι που δεν προσφέρει καμιά ευκολία στον ηθοποιό και καμιά ευκαιρία στον θεατή να ταυτιστεί μαζί του ή ακόμα και να τον αποκρούσει μετά βδελυγμίας, όπως κάνει με τον πρωταγωνιστή. Βαδίζοντας λοιπόν σ’ ένα τεντωμένο σχοινί ο Ροζάκης έφτιαξε μια στιβαρή και πέρα για πέρα αξιόπιστη επιστημονική μορφή.

Κεντρικό πρόσωπο

Βέβαια, το έργο ακουμπά ολοκληρωτικά στους ώμους της διαταραγμένης προσωπικότητας του εγκληματία Χάαρμαν. Ενός εγκληματία ο οποίος μπορεί κι εκπέμπει από ανατριχίλες μέχρι και περίεργες συμπάθειες, έτσι τουλάχιστον όπως παριστάνεται από έναν Χρήστο Στέργιογλου στις καλύτερές του στιγμές. Στη Γερμανία, όπου τόσο το έργο όσο και μια πολύ καλή ταινία είχαν τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία, κι εκεί λοιπόν το μεγαλύτερο μερτικό πήγε στον θαυμάσιο ηθοποιό Γκετς Γκεόργκι. Ο Χρήστος Στέργιογλου είναι καλύτερος!

Η συμβολή του σκηνοθέτη είναι εξίσου σημαντική. Εδώ εντυπωσιάζει η συμμαζεμένη, δίχως τις φλύαρες εξάρσεις που προκαλεί το κείμενο, σκηνοθεσία της Μπέτυς Αρβανίτη. Η πρώτη της αν δεν κάνω λάθος. Σωστή ατμόσφαιρα δημιουργεί και η Θάλεια Ιστικοπούλου με τα κοστούμια και το σκηνικό της, το οποίο σημαδεύεται από μια περιστρεφόμενη δίνη στο πάτωμα, όπως την ιχνογραφούσαν οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές του Μεσοπολέμου. Της εποχής δηλαδή που διαδραματίζεται το έργο. Μια παράσταση για γερά νεύρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή