O τουρκικός εθνικισμός

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Niyazi Κizily­rek

Κεμαλισμός. Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας

εκδ. Μεσόγειος

«Η σημερινή κατάσταση είναι λίγο πολύ μια δικτατορία. Και αφού πεθάνω θα αφήσω πίσω μου ένα δεσποτικό καθεστώς». Με αφετηρία αυτή την πρόβλεψη του Μουσταφά Κεμάλ για το μέλλον του τουρκικού κράτους, η περιεκτική μελέτη του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ επιχειρεί μια αξιολόγηση του Κεμαλισμού βάσει των έξι ιδρυτικών του αρχών. Οι αρχές του ρεπουμπλικανισμού, του εθνικισμού, της λαϊκότητας, του κρατισμού, της κοσμικότητας και της επαναστατικότητας, ενσωματωμένες στην τελική τους μορφή στο τουρκικό σύνταγμα το 1937, συνέθεσαν τον ιδεολογικό πυρήνα μιας κυβερνώσας ελίτ που ήδη από τη δεκαετία του ’50 διέβλεπε τον κίνδυνο μιας ριζικής μετάλλαξης της επίσημης ιδεολογίας του τουρκικού κράτους.

Η ιδιότυπη σύζευξη

Αρχικά, όπως γράφει ο Κιζίλγιουρεκ, ο Κεμαλισμός βασίστηκε σε μια αμιγώς θετικιστική αντίληψη της προόδου, με τα μέλη μιας πεφωτισμένης ελίτ να επιτελούν το ρόλο «κοινωνικών μηχανικών». Η σύζευξη κράτους και κουλτούρας, που κατά τον Τσέχο φιλόσοφο και κοινωνικό ανθρωπολόγο, Ερνεστ Γκέλνερ, υπήρξε μια αναγκαία συνθήκη για τη δομική συγκρότηση των εθνών-κρατών, προωθήθηκε με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο από τους Κεμαλιστές. Σε αντίθεση αφενός με τη δυτική και τη νοτιοδυτική Ευρώπη, όπου ο εθνικισμός εξαπλώθηκε όταν τα κράτη είχαν ήδη σχηματιστεί ή όταν η πολιτισμική ενοποίηση είχε ήδη συντελεσθεί, και αφετέρου με τις βαλκανικές χώρες, όπου η εδραίωση του κράτους επιχειρήθηκε ταυτόχρονα με τη δημιουργία μιας κυρίαρχης ενοποιητικής κουλτούρας, ο Κεμαλισμός θεμελίωσε το κράτος στη βάση μιας υπερβατικής αντίληψης της εθνικής ενότητας. Δεν κατέτεινε στη δημιουργία συνθηκών ομογενοποίησης βασισμένων στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, ή στην ανάδειξη της λαϊκής κουλτούρας και των εγχώριων παραδόσεων. Ούτε μπόρεσε να συγκροτήσει μια φιλελεύθερη υπηκοότητα ανεξάρτητη από εθνοτικές καταγωγές (όπως τα «πολιτικά έθνη» της Δύσης), ή να ενσωματώσει τις υπάρχουσες παραδόσεις ως στοιχεία ενός πρωτοεθνικισμού (όπως τα «πολιτισμικά κράτη» των Βαλκανίων). Αντιθέτως, ο Κεμαλισμός εδραίωσε βαθμιαία μια «πολιτική θρησκεία» στη θέση του ισλαμικού παρελθόντος, η οποία αντικατέστησε το Ισλάμ με τον εθνικισμό, και τις αναφορές στο οθωμανικό παρελθόν με αναπαραστάσεις των προϊσλαμικών νομαδικών πληθυσμών. Εγκαθίδρυσε ένα μονοκομματικό σύστημα το οποίο συνήργησε στον περιορισμό της ισλαμικής επιρροής και στην περιθωριοποίηση της «οπισθοδρομικής» υπαίθρου, ενώ παράλληλα οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αναδείχθηκαν σε θεματοφύλακες του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.

Η μετάλλαξη

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το τουρκικό πολιτικό σύστημα εισήλθε σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης που σημαδεύτηκε από εσωκομματικές έριδες και κοινωνικές κινητοποιήσεις. Ηταν σαφές ότι οι καταστατικές αρχές του ρεπουμπλικανισμού, της λαϊκότητας και της επαναστατικότητας είχαν εν πολλοίς ακυρωθεί λόγω του εντεινόμενου αυταρχικού κρατισμού και της απόλυτης ηγεμονίας του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Ο κοσμικός χαρακτήρας του κεμαλικού κράτους είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά για την πολιτική ενσωμάτωση τόσο των πιστών του λαϊκού Ισλάμ, όσο και των φιλελεύθερων λαϊκών δυνάμεων. Παράλληλα, η κοσμοαντίληψη της τουρκικής κοινωνίας ως ενός ομοιογενούς εθνικού συνόλου προσέκρουε στην ύπαρξη των εθνοτικών μειονοτήτων. Η εγκαθίδρυση ενός πολυκομματικού συστήματος το 1950 και ο προσεταιρισμός του λαϊκού Ισλάμ ως συμπληρωματικού μέσου διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, κατάφερε ώς ένα βαθμό να αμβλύνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος.

Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει ο Κιζίλγιουρεκ, ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος αποδείχτηκε ανεπαρκής για την επίλυση της κρίσης. H αδυναμία ενός ευρύτερου εκσυγχρονισμού υπήρξε ιδιαίτερα εμφανής στο ρόλο του στρατού, ο οποίος παραμένει ο βασικός ρυθμιστής των εξελίξεων, αφού μεταξύ 1960 και 1997 ηγήθηκε τεσσάρων πραξικοπημάτων. Παράλληλα, η πολιτική εργαλειοποίησης της θρησκείας συνεπέφερε την άνοδο του αντικεμαλικού Ισλάμ, το οποίο σημείωσε σημαντικές εκλογικές επιτυχίες τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 συμμετέχοντας σε διάφορες κυβερνητικές συμμαχίες. Ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού από το Κόμμα της Ευημερίας (RP) το 1996, η οποία ανατράπηκε από το «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» της 28ης Φεβρουαρίου ένα χρόνο αργότερα, σηματοδότησε αφενός τη χρεοκοπία του αντικεμαλικού Ισλάμ, και αφετέρου την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο των κεμαλικών οργανώσεων. Η πρώτη οδήγησε στην μετεωρική άνοδο του νεοκεμαλικού ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP)· η δεύτερη, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια αυτονομημένη κοινωνία πολιτών, με ερείσματα στο κεμαλικό κατεστημένο αλλά χωρίς τις αδιάρρηκτες εξαρτήσεις του παρελθόντος.

Επισφαλής συγκερασμός

Αποτιμώντας την ιστορική εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας του τουρκικού κράτους, ο Κιζίλγιουρεκ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην τύχη των «έξι βελών» του Κεμαλισμού: «Κατά τη δική μας άποψη, σήμερα από τον Κεμαλισμό έχει διατηρηθεί μόνο το ένα βέλος: ο εθνικισμός». Χαρακτηρίζει την άνοδο του Ταγίπ Ερντογάν και του ΑΚΡ «αναπόφευκτη», λόγω της φθίνουσας επιρροής του στρατού και της ανάγκης ύπαρξης μιας φιλελεύθερης παράταξης ικανής να προωθήσει το αίτημα της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς την εγκατάλειψη της ισλαμικο-τουρκικής παράδοσης. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα του επιτασσόμενου από τις συνθήκες συγκερασμού ανάμεσα στον Κεμαλισμό και τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού δεν παύουν να είναι, όπως υποδεικνύουν οι πρόσφατες εξελίξεις, ιδιαιτέρως επισφαλή.

Το γεγονός ότι ο Κιζίλγιουρεκ επικεντρώνεται στον ιδεολογικό κατακερματισμό του Κεμαλισμού μετά την κρίση νομιμοποίησης την οποία διήλθε, παραθέτοντας ταυτόχρονα πλούσιο υλικό από δευτερεύουσες πηγές που είναι δυσπρόσιτες στο ελληνικό κοινό, καθιστά τη μελέτη του ένα πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση των διαδικασιών που προϋποτίθενται γι’ αυτόν τον συγκερασμό. Ενδεχομένως η επιφυλακτικά αισιόδοξη ανάλυσή του γύρω από τα συνεχή κοινωνικά αιτήματα που προβάλλονται για εκδημοκρατισμό, να υπαγόρευε μια μεγαλύτερη ενασχόληση με την εκκολαπτόμενη τουρκική κοινωνία πολιτών. Προς αυτή την κατεύθυνση, αξίζει να ανατρέξουμε συμπληρωματικά στο έργο πολιτικών αναλυτών όπως ο Χακάν Γιλμάζ, το οποίο εστιάζεται στο επικίνδυνο έρεισμα που διαθέτουν στην τουρκική κοινή γνώμη δύο συντηρητικές εκδοχές της γενεαλογικής αφήγησης του κεμαλικού εθνικισμού: τα σύνδρομα του Τανζιμάτ και των Σεβρών.

* Ο κ. Γιώργος Καλπαδάκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή