Ταξίδια στην Ευρώπη

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ολλανδική εφημερίδα NRC Handelsblad είχε, το καλοκαίρι του 1998, την ευφυή ιδέα να αναθέσει στον διακεκριμένο συγγραφέα Γκέερτ Μακ τη συγγραφή ενός βιβλίου με τις εντυπώσεις του από την Ευρώπη, λίγο πριν από το κλείσιμο του 20ού αιώνα. Να ταξιδέψει στη διάρκεια του 1999 σε όλα τα μέρη της ηπείρου όπου γράφτηκε η ιστορία και να μιλήσει για την τωρινή μορφή του περασμένου αιώνα.

Αναποδογυρίζοντας τις πέτρες

Ετσι κι έγινε. Από το Βερντέν στο Βισί, από το Αμστερνταμ στο Αουσβιτς, από την Γκερνίκα στο Γκντανσκ – «ήταν ένα είδος τελικής επιθεώρησης», όπως γράφει στο βιβλίο του Europe Travels Through the Twentieth Century που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα αγγλικά (εκδ. Harvill Secker, μετ. Sam Garrett, 876 σελ. 25 στερλίνες) με τα κείμενά του εκείνα που δημοσίευε η εφημερίδα κάθε μέρα στην πρώτη σελίδα επί ένα χρόνο, αλλά ξαναδουλεμένα και με πρόσθετο υλικό.

Ο Μακ είναι ο συγγραφέας του Amsterdam, ενός γοητευτικού πορτρέτου της ολλανδικής πόλης και του Jorwerd, μιας συγκινητικής καταγραφής του αργού θανάτου της ευρωπαϊκής υπαίθρου. Σε αυτό το βιβλίο αναποδογυρίζει πέτρες για να δει τι κρύβεται κάτω τους, εάν υπάρχει τίποτα πια κρυμμένο. Οι πέτρες όμως αντιστέκονταν και δεν πρόδιδαν τα μυστικά τους εύκολα. Το μπαρούτι του χρόνου είναι βραδυφλεγές. Το Κάουτσο είναι ένα από τα χωριά της Πορτογαλίας που τη γη τους κατέλαβαν οι αγρότες το 1975. Είχαν κινηματογραφηθεί πάνω στα τρακτέρ και τα στολισμένα φορτηγά τους να ελαύνουν για να καταλάβουν τα χωράφια – «μια τεράστια κινούμενη γιορτή». Τι απέμενε το 1999, όταν επισκέφθηκε το χωριό; Μόνο δύο από εκείνους τους ανθρώπους, οι συνεργατικές είχαν από πολλού διαλυθεί, οι κάτοικοι είχαν πάει στις πόλεις και η γη είχε επιστρέψει στην ιδιωτική χρήση. Μακριά ήταν και η επανάσταση που είχε αναποδογυρίσει την Πορτογαλία. Ηταν απογοητευτικό για τον Μακ, όπως γράφει ο Μάρτιν Γουλακότ στην «Γκάρντιαν», να βρίσκει κλειστά τα βιβλία που περίμενε ότι θα ήταν ανοικτά. Η Ευρώπη του ήταν ένας μαυροπίνακας όπου όσα ήταν γραμμένα πάνω του είχαν πια σβηστεί. Πήγε στις βαυαρικές Αλπεις, στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Ρομ και οι άλλοι ηγέτες των SS, όταν συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1934 και σύρθηκαν στην εκτέλεσή τους. Στην μπροσούρα του ξενοδοχείου διάβαζε κανείς για τους ιδρυτές του ξενοδοχείου, τους διάφορους επώνυμους που κατά διαστήματα έμειναν εκεί, αλλά λέξη για την αιματηρή ανατροπή του Ρομ. Το μόνο που έχει απομείνει από τότε είναι η ίδια λίμνη που απλώνεται κάτω από το ξενοδοχείο στα πόδια του βουνού. Τα μάτια της είδαν την ιστορία αλλά δεν μπορούν να τη μεταφέρουν.

Σε άλλες περιπτώσεις, το ίδιο το ιστορικό σώμα που ενδεχομένως θύμιζε, έχει καταστραφεί. Η παλιά Βαρσοβία, το μεγαλύτερο μέρος της Δρέσδης, τα κτίρια του Βούκοβαρ στην παλιά Γιουγκοσλαβία. Αλλού τα κτίρια μένουν αλλά όχι οι άνθρωποι όπως στο Πρίπιατ, κοντά στο Τσερνομπίλ. Υπάρχουν τα παλιά σφυροδρέπανα, παπούτσια παιδιών στον παιδικό σταθμό, αλλά ούτε μια ψυχή στην «Πομπηία αυτή του 20ού αιώνα». Και από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης όπου έγιναν οι περιώνυμες δίκες των Ναζιστών μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αμερικανοί αξιωματικοί πήραν για σουβενίρ όλα όσα μπόρεσαν να μεταφέρουν, πίνακες, διακοσμητικά, έπιπλα – πλην του τεράστιου τραπεζιού που δεν χώραγε να περάσει από την πόρτα.

Η εμπορευματοποίηση ισοπέδωσε με έναν άλλον τρόπο, δραστικότερο για τα συμφέροντά της. Η ανάπτυξη δεν εξαφανίζει μόνο τα ιστορικά κτίρια, εξαφανίζει και την ίδια την ιδέα της Ιστορίας. Πώς να καταλάβει κανείς τη φτώχεια στις Βρυξέλλες, όταν οι καλόγριες του σταθμού βοηθείας χορηγούν τα σάντουιτς (με τη μάρκα από μεγάλες φίρμες) που έχουν απομείνει στους συρμούς του Γιουροστάρ; Και πώς να καταλάβει κανείς στο Βίλνιους, τους αγώνες ανεξαρτησίας από τους Ρώσους και τους Γερμανούς, όταν στον κεντρικό δρόμο, το κενό πνεύμα της Ευρώπης έχει επιστρέψει και χαμογελά με τη μορφή της Αντίντας, της Μπένετον και των άλλων γνωστών εταιρειών; Δεν υπάρχει ιστορία εκεί, μόνο η ιστορία του δυτικού καταναλωτισμού. Καταναλωτισμός και γραφειοκρατία. Στις Βρυξέλλες, η όψη από γυαλί και ατσάλι του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάνει τον άνθρωπο να νιώθει μύγα. Και πόσον καιρό έχει (μισό χρόνο, πέντε χρόνια;) ο κοντινός, χαριτωμένος σιδηροδρομικός σταθμός του 19ου αιώνα Λέοπολντ Βίικ, με τα μικρά μαγαζιά και τα καφέ; Οσο έχουν και το τυρί καμωμένο από αγνό γάλα, οι γαλλικές μπαγκέτες και τα χιλιάδες άλλα πράγματα με τα οποία είναι δεμένος, ο άνθρωπος – μύγα.

Στις περιγραφές του ο Μακ έχει κάτι από την κινηματογραφική ταχύτητα του Γιόζεφ Ροτ. Παρατηρεί και εντοπίζει εύστοχα την εύγλωττη λεπτομέρεια είτε αυτή είναι ένα μαραμένο ρόδο στον τάφο του Σαλαζάρ, τα τελευταία οικόσημα που ξεκαρφώνονται από τις πόρτες διαμερισμάτων πολυκατοικιών στο Ανατολικό Βερολίνο ή ο νεαρός Πούτιν καίγοντας φακέλους στη σόμπα των γραφείων της KGB στη Δρέσδη το 1989.

Πνευματικό ταξίδι

Το βιβλίο ούτε κομίζει νέα ιστορικά στοιχεία ούτε στερείται ανιαρών σημείων όταν ο συγγραφέας προσπαθεί να εγκλείσει πολλά γεγονότα σε μικρό χώρο καταλήγοντας στην καταλογογράφησή τους. Ομως σε τέτοια έργα, αυτό που μετρά είναι η ευαισθησία. Και μόνο ένας συγγραφέας διαπνεόμενος από ουμανισμό και σοβαρότητα μπορεί να δώσει μορφή και νόημα σε ένα τεράστιο σωρό στοιχείων. Τελικά, το βιβλίο είναι τόσο ένα ταξίδι στην Ευρώπη όσο και στον πνευματικό κόσμο του δημιουργού του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή