Μια πανοραμική εικόνα της ιταλικής τέχνης

Μια πανοραμική εικόνα της ιταλικής τέχνης

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O ανεκτίμητος σε ποσότητα και ποιότητα καλλιτεχνικός πλούτος του ναπολιτάνικου μουσείου άρχισε να διαμορφώνεται από τα μέσα του 16ου αιώνα στη Ρώμη και στην Πάρμα. Ως συλλεκτική δραστηριότητα ταυτίζεται αρχικά με την οικογένεια Φαρνέζε από την Πάρμα και στη συνέχεια με τον βασιλικό οίκο των Βουρβόνων στη Νάπολη. Μέλη της πρώτης αποκτούν αίγλη ως υψηλοί αξιωματούχοι -ένα μάλιστα με το ανώτατο- της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και κληρονομικά η δεύτερη οικογένεια ως εστεμμένοι κτήτορες εδαφών, δηλαδή βασιλείς, στην ιταλική χερσόνησο.

Το 1731, στην Πάρμα, πέθανε χωρίς κληρονόμους ο δούκας Αντόνιο Φαρνέζε -σημειώνει στο ιστορικό του Μουσείου ο Mauro Minardi- ένας από τους τελευταίους απογόνους της οικογένειας, που για τρεις αιώνες βασίλευσε στο μικρό αλλά ισχυρό κράτος της Εμίλια-Ρομάνια. H διαμάχη της διαδοχής κατέληξε υπέρ του Καρόλου Γ΄ των Βουρβόνων (1716-88), γιου του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου E΄ και της Ελιζαμπέτα Φαρνέζε, φιλόδοξης ανιψιάς του δούκα Αντόνιο. Τον επόμενο Οκτώβριο, ο Κάρολος αναλάμβανε τη διακυβέρνηση του Δουκάτου της Πάρμας. Οι συνθήκες ειρήνης που ακολούθησαν τον πόλεμο, στον οποίον συμμετείχαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, επικύρωσαν το πέρασμα του βασιλείου της Νεάπολης στον Κάρολο των Βουρβόνων, ενώ το δουκάτο των Φαρνέζε πέρασε στον νεότερο αδελφό του, Φίλιππο. Ετσι, οι σημαντικές συλλογές που οι δύο αδελφοί κληρονόμησαν από τη μητέρα τους μεταφέρθηκαν από την Πάρμα στη Νεάπολη, δημιουργώντας τον πρώτο πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου του Καποντιμόντε.

Στέγαση των συλλογών

Λίγα χρόνια μετά την άφιξη των θησαυρών των Φαρνέζε στη Νεάπολη – συνεχίζει ο Minardi- γεννήθηκε η ιδέα ενός ανακτόρου αντάξιου να φιλοξενήσει τις συλλογές των Βουρβόνων, υπαρκτές και μελλοντικές.

Το Ανάκτορο του Καποντιμόντε σχεδιάστηκε και χτίστηκε στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, με προσανατολισμό προς τον κόλπο της Νεάπολης. Επειδή το κτίριο προοριζόταν για μουσείο επιλέχτηκε εξαρχής το δωρικό ύφος. Οι εκθεσειακοί του χώροι θα είναι έτοιμοι να δεχτούν όλες τις συλλογές μεταξύ 1756 και 1764.

Το 1787, δύο χρόνια μετά τη σύνταξη «Κανονισμού» που αφορούσε μόνο το μουσείο, ξεκίνησε η γενική ανάπλαση της πινακοθήκης. Στο μεταξύ, η Νεάπολη μπαίνει στον κατάλογο των ιταλικών πόλεων του Grand Tour των φιλότεχνων περιηγητών, οι οποίοι έλκονταν περισσότερο από τις αρχαιότητες του Ερκολάνο και της Πομπηίας, αλλά ενδιαφέρονταν και για τις συλλογές των Βουρβόνων. Τότε αρχίζουν να πυκνώνουν και οι αναφορές των περιηγητών, όπως ο μαρκήσιος Ντε Σαντ (1776), ο Γκαίτε (1787) και άλλοι επιφανείς λόγιοι, γύρω από τους πίνακες στο Ανάκτορο του Καποντιμόντε.

Το 1798, τα γαλλικά στρατεύματα προελαύνουν στην Ιταλία. Αρχισαν τότε στο Καποντιμόντε, όπως και σε άλλα ιταλικά μουσεία, οι «δημεύσεις» έργων. O σχετικός κατάλογος, που συντάχθηκε το 1799 έπειτα από εντολή των Γάλλων, περιλάμβανε 1.783 έργα τέχνης, τα μισά από τα οποία ανήκαν στην οικογένεια Φαρνέζε, ενώ τα υπόλοιπα είχαν αποκτηθεί από αγορές των Βουρβόνων. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης, δημιουργήθηκαν πλέον οι συνθήκες για να γεννηθεί το Βασιλικό Μουσείο των Βουρβόνων του Παλάτσο ντέλι Στούντι, για «δημόσια χρήση», όπως αναφέρει σχετικό νομοθετικό διάταγμα του 1816.

Ριζικές μετατροπές

Το 1860, χρονιά προσάρτησης του βασιλείου των Δύο Σικελιών στο νέο βασίλειο της Ιταλίας -γράφει ο Minardi- σηματοδοτεί ουσιαστική αλλαγή και στο Καποντιμόντε. Το Βασιλικό Μουσείο των Βουρβόνων μετονομάζεται σε Εθνικό Μουσείο, ονομασία που διατηρήθηκε έως το 1957, και γίνεται ριζική αναδιάταξη, με κριτήρια ιστορικά και μουσειολογικά, όλων των συλλογών του. H πινακοθήκη έπρεπε, φυσικά, να είναι ανοιχτή στο κοινό και να παρουσιάζει συστηματικά την ιταλική τέχνη, ακολουθώντας πιστά την ιστορία της. Ταυτόχρονα, δημουργήθηκε πρώτα μια Πινακοθήκη Νεότερης Τέχνης, με έργα των αρχών του 19ου αιώνα, στην οποία προστέθηκε, το 1864, η Βασιλική Συλλογή Οπλων. Το Καποντιμόντε έγινε έτσι σύντομα «τόπος υποδοχής» όλων των έργων τέχνης που προέρχονταν από τα πολυάριθμα ενδιαιτήματα των Βουρβόνων και ιδίως με την εθνικοποίηση των Ανακτόρων του Πόρτιτσι το 1866.

Οι διαρκείς επεκτάσεις αύξησαν τα πρόβληματα έκθεσης και συντήρησης των έργων του Εθνικού Μουσείου. H αναδιοργάνωση της πινακοθήκης στις αρχές του 20ού αιώνα ανατέθηκε στον Adolfo Venturi, ο οποίος θα παραμείνει σε αυτή τη θέση έως μετά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1948, η νεοσύστατη Ιταλική Δημοκρατία ρυθμίζει με ριζικά διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της καλλιτεχνικής κληρονομιάς, στα διάφορα μουσεία της Νεάπολης. Ετσι, το Καποντιμόντε γίνεται οριστικά έδρα της Πινακοθήκης, ενώ το Παλάτσο ντέλι Στούντι θα φιλοξενεί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά τα εγκαίνια, τον Μάιο του 1957, οι αναδιοργανώσεις, αναπλάσεις και αναδιατάξεις χαρακτήρισαν την πορεία του μουσείου. Με επιμελημένη επιλογή έργων, το Καποντιμόντε παρουσιάζει σήμερα τόσο τις πολύτιμες συλλογές πινάκων και έργων εφαρμοσμένης τέχνης των Βουρβόνων, όσο και την ιστορία της ναπολιτάνικης τέχνης από τον Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα, καθώς και νέα αποκτήματα που προέρχονται από πρόσφατες σημαντικές δωρεές, παραχωρήσεις ή αγορές του ιταλικού κράτους.

Ο εικοστός τέταρτος και τελευταίος τόμος της σειράς «Μουσεία του Κόσμου» της «K» είναι αφιερωμένος στο μουσείο Καποντιμόντε της Νάπολης και κυκλοφορεί στα περίπτερα και πρακτορεία Τύπου, το Σάββατο 23 Ιουνίου, στην τιμή των 6,90 ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή