Η κόμησσα που έγινε θρύλος

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολύβιος Δημητρακόπουλος

Τζέννυ Θεοτόκη – Αθηναϊκή μυθιστορία του 1845

επίμετρο: Κ.Γ. Παπαγεωργίου

εκδ. Κότινος

Τζέννυ Θεοτόκη, ή μάλλον Τζέην Ελίζαμπεθ Ντίγκμπυ, κόμησσα Θεοτόκη (1807-1881). Μια πολυθρύλητη γυναίκα, που όλη της η ζωή υπήρξε μια πρόκληση και ένα σκάνδαλο, καθώς συνάλλαζε τους συζύγους και τους εραστές: λόρδοι, βαρόνοι, κόμητες, όπως ο Σπυρίδων Θεοτόκης από τον οποίο χώρισε όταν σκοτώθηκε ο εξάχρονος γιος τους, βασιλιάδες – ο ίδιος ο Οθωνας, λέγεται, υπήρξε εραστής της, αλλά και πολέμαρχοι και σεΐχηδες. Τους ακολούθησε στην Αγγλία και στις Ινδίες, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Αλβανία όπου έζησε σαν αμαζόνα στα βουνά ακολουθώντας έναν ντόπιο στρατηγό, αλλά και στη Συρία, όπου παντρεύτηκε έναν δέκα εφτά χρόνια μικρότερό της σεΐχη, έλαβε το όνομα Τζέην Ελίζαμπεθ Ντίγκμπυ ελ Μεζράμπ και ζούσε κατά διαστήματα σαν Βεδουίνα.

Παθιασμένη, ελεύθερη, ίσως δυστυχισμένη, η Τζέην Ντίγκμπυ συνεχίζει ώς σήμερα να εμπνέει βιογραφίες επί βιογραφιών. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που η μορφή της τροφοδότησε το ελληνικό φαντασιακό κατά την παραμονή της στην Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια της οθωνικής βασιλείας. Εκτός από τον Πολύβιο Δημητρακόπουλο, και άλλοι, όπως ο Θεόδωρος Βελλιανίτης και ο Επαμεινώνδας Βαλσαμάκης ασχολήθηκαν με τη ζωή της. Το ενδιαφέρον στην αθηναϊκή μυθιστορία του Δημητρακόπουλου είναι ότι τοποθετεί την ηρωίδα του απέναντι στη Δούκισσα της Πλακεντίας, την άλλη σπουδαία γυναικεία μορφή που στοίχειωσε τη φαντασία των Ελλήνων στις απαρχές του ελληνικού κράτους.

Το αντικείμενο της έριδας

Η Τζέννυ Θεοτόκη, στα σαράντα της χρόνια, εξακολουθεί να είναι μια καλλονή, μια «ξανθιά αμαζόνα», που την περνάνε στο δρόμο ακόμα και για τη βασίλισσα Αμαλία. Ενας όμορφος νεαρός Αθηναίος, ο Φίλιππος Πιττακός, για να τραβήξει την προσοχή της ρίχνει με το ψωράλογό του τον Φαναριώτη συνοδό της από το άτι του. Ετσι από τη μια γίνεται λαϊκός ήρωας, καθώς η αντίθεση μεταξύ αγωνιστών και Φαναριωτών είναι ακόμα έντονη και η πράξη του εκλαμβάνεται ως αντιφαναριωτικό κατόρθωμα. Και από την άλλη προσελκύει την προσοχή της Θεοτόκη, που τον ερωτεύεται χωρίς καλά-καλά να τον έχει δει. Κάπου εκεί ανακατεύεται στην υπόθεση η Δούκισσα της Πλακεντίας, η οποία, εξηκοντούτις πλέον και ως λευκό φάντασμα, αποφασίζει να σώσει τον νεαρό Πιττακό από τα νύχια της «φοβερής» κόμησσας και τον παίρνει υπό την προστασία της. Ο αγώνας μεταξύ των δύο γυναικών για τον νεαρό Φίλιππο, που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί αμιγώς ερωτικός, μετατρέπεται τελικά σε αγώνα τιμής μεταξύ πανίσχυρων δεσποινών, αλλά και μεταξύ εθνών, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Και οι δύο αντίζηλες μετέρχονται για να επιτύχουν το στόχο τους όλα τα μέσα, νόμιμα και παράνομα, εμπλέκοντας έως και λήσταρχους της εποχής, όπως ο Μπίμπιζας – που θρυλείται, εντούτοις, ότι στην πραγματικότητα περισσότερες σχέσεις είχε με τη Δούκισσα παρά με την κόμησσα. Στο τέλος, νικά ο αληθινός έρωτας που ανθίζει στην οδυνηρή ανάμνηση μιας μεγάλης φιλίας.

Κόμησσες, δούκισσες, υπολοχαγοί, στρατηγοί, ευτραφείς και όμορφες κόρες, ληστές, υπουργοί και διαχειριστές, πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα κινούνται στην Αθήνα των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους, το «λασποχώρι» όπως την θεωρούσαν οι ξένοι, που εδώ όμως παρουσιάζεται δεόντως εξωραϊσμένη – και εντελώς διαφορετική από την Αθήνα του Ροΐδη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Θα ήταν άδικο σε ένα τέτοιο κείμενο, δείγμα της λαϊκής αισθηματικής λογοτεχνίας της εποχής όπως επισημαίνει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου στο επίμετρό του, να αναζητήσει κανείς τα χαρακτηριστικά ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Ο Σπύρος Μελάς ορθώς επεσήμαινε τον «επιφυλλιδογραφικό τρόπο» γραφής του Δημητρακόπουλου – αλλά και του Ξένου, του Κυριακού ή του Ποταμιάνου. Αλλά υπερέβαλλε όσον αφορά τη συνολική καταδίκη του είδους. Ειδικά ο Δημητρακόπουλος, πάντως, ξέρει και να γράφει και να κεντρίζει το ενδιαφέρον του κοινού του και η απλή καθαρεύουσά του δεν αποτελεί ανασχετικό παράγοντα για τους σύγχρονους αναγνώστες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανατρέχει στην ιστορία ως έτοιμο υλικό. Αλλά η μυθιστορία του δεν στερείται περιπετειών και ανατροπών, εύκολων ίσως αλλά και εντυπωσιακών.

Πολυγραφότατος

Δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ο Δημητρακόπουλος επανέρχεται σήμερα στην επικαιρότητα κυρίως με τις μεταφράσεις του του Αριστοφάνη (ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθέτησε «Εκκλησιάζουσες» σε δική του μετάφραση προ δεκαετίας στην Επίδαυρο) και με τους περίφημους αφορισμούς του, ειδικά από τις «Δύο διαθήκες», οι οποίοι, άλλοτε ευφυείς και άλλοτε κοινότοποι, κατακλύζουν το σύνολο του έργου του, μαζί και την «Τζέννυ Θεοτόκη». Γενικότερα όμως είναι ξεχασμένος, παρότι στην εποχή του ήταν κυριολεκτικά μέσα σε όλα και έχαιρε της γενικής εκτίμησης. Δημοσιογραφούσε και μετέφραζε διαρκώς, συνεργάστηκε με τον Μπάμπη Αννινο και τον Γεώργιο Τσοκόπουλο στις πρώτες ελληνικές επιθεωρήσεις που έκαναν θραύση στο αθηναϊκό κοινό, στήριξε με τα λιμπρέτα του τα πρώτα βήματα της ελληνικής οπερέτας, με τον Σακελλαρίδη και τον Λαυράγκα, ο Ιωάννης Πολέμης συμπεριέλαβε ποιήματά του στην ανθολογία του «Λύρα» και το έργο του μεταφράστηκε στην Αυστραλία, όπου είχε θαυμαστές! Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι χαράμισε, με την πολυγραφία, το σπουδαίο ταλέντο του και μέχρις ενός σημείου έχουν δίκιο. Παραμένει το γεγονός ότι αποτέλεσε μια σημαντική μορφή της λαϊκής κουλτούρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και ότι η αξιανάγνωστη «Τζέννυ Θεοτόκη», σήμερα που η λαϊκή αυτή κουλτούρα μελετάται υπό διαφορετική οπτική, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τη χρήση της ιστορίας όσο και για την εξέλιξη του νεοελληνικού αστικού μυθιστορήματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή