Διακρινοντας

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο 20ός αιώνας, υποστήριξε ο Εντουαρντ Σαΐντ, υπήρξε «ο αιώνας των προσφύγων, του εκτοπισμένου ατόμου και της μαζικής μετανάστευσης». Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία προκάλεσε από το 1933 και μετά μιαν άνευ προηγουμένου αιμορραγία ταλέντων από τη γερμανόφωνη Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. Καθώς ο φασισμός εξαπλωνόταν, περίπου 15.000 πρόσφυγες κατέφυγαν στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 στη νότια Καλιφόρνια, και κυρίως στο Λος Αντζελες, πόλη που στο αμερικανικό φαντασιακό επείχε τη θέση μιας επίγειας πραγματοποιημένης Αρκαδίας. Ανάμεσα στους πρόσφυγες συγκαταλέγονταν ο Αρνολντ Σένμπεργκ, ο Φριτς Λανγκ και ο Μαξ Ράινχαρντ από τη Βιέννη, ο Φραντς Βέρφελ από την Πράγα, ο Μπίλι Γουάλντερ από την Πολωνία, ο ηθοποιός Πέτερ Λόρε και ο σκηνοθέτης Μίχαελ Κούρτιτς από την Ουγγαρία, οι αδελφοί Χάινριχ και Τόμας Μαν από τη Γερμανία. Επρόκειτο, υποστηρίζει ο συγγραφέας της μελέτης «Weimar on the Pacific. German exile culture in Los Angeles and the crisis of modernism», Ehrhard Bahr, για «μια από τις μεγαλύτερες μεταναστεύσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών που έχουν ποτέ καταγραφεί στην ιστορία» (University of California Press, σελ. 378).

Οι εξόριστοι, διευκρινίζει ο κριτικογράφος του TLS P.D. Smith, υπήρξαν η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας, πολλοί μάλιστα από αυτούς όπως ο Αλφρεντ Ντέμπλιν ή ο Μπέρτολτ Μπρεχτ αισθάνονταν σαν στο σπίτι τους στο αμαρτωλό Βερολίνο της δεκαετίας του ’20. Στο Λος Αντζελες βρέθηκαν έτσι έξω από τα νερά τους. «Πάρα πολλή πρασινάδα· δεν είμαι αγελάδα» παραπονιόταν ο Ντέμπλιν, ενώ ο Μπρεχτ που έφτασε στο Λος Αντζελες από το Βλαδιβοστόκ το 1941, συνέκρινε στη δηκτική ποίησή του την πόλη με κόλαση – «πόλη οργιαστικών κήπων με λουλούδια τεράστια σαν δέντρα» και «σπίτια, χτισμένα για ανθρώπους ευτυχισμένους, άδεια επομένως ακόμα και όταν κατοικούνταν». Η αντίθεση ωστόσο ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο δημιούργησε, σύμφωνα με τον Ehrhard Bahr, τις προϋποθέσεις για μια μοναδική καλλιτεχνική δυναμική: Η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στο παραδεισένιο περιβάλλον της πόλης και στη συνείδηση ότι εκείνη την ώρα διεξαγόταν στην Ευρώπη ο πιο κτηνώδης πόλεμος που είχε ποτέ πραγματοποιηθεί, έκανε το Λος Αντζελες τον καταλληλότερο ίσως τόπο για μια τέχνη που από τη μια είχε για θέμα της την πραγματικότητα του φασισμού και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και από την άλλη την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Η σύγκρουση των πολιτισμών, υποστηρίζει ο Bahr, οδήγησε στην ανανέωση του μοντερνισμού και σε μια δεύτερη άνθηση της τέχνης της Βαϊμάρης.

Τ ο 1941 ο Τεοντόρ Αντόρνο και ο Μαξ Χορκχάιμερ μετακινήθηκαν από τη Νέα Υόρκη στο Λος Αντζελες. Η κλασική μελέτη τους «Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού» (1947) προσφέρει στον Bahr τόσο το ερμηνευτικό κλειδί όσο και το παράδειγμα για μια διαλεκτική προσέγγιση των «μοντερνιστών της εξορίας». Το συμπέρασμά τους ότι το πρόγραμμα του Διαφωτισμού περιείχε εν σπέρματι το νέο είδος της βαρβαρότητας που κατέλαβε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν πανομοιότυπο με το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούνταν ανεξάρτητα ο καθένας και στο δικό του πεδίο, οι μοντερνιστές εξόριστοι του Λος Αντζελες. Το έργο του Μπρεχτ «Γαλιλαίος» του 1938, το οποίο παίχτηκε στο Λος Αντζελες το 1947 με τον Βρετανό ηθοποιό Charles Laughton, αποτελεί, σύμφωνα με τον μελετητή, «προέκταση της συζήτησης την οποία πραγματοποιούν στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο για τη σύγχρονη επιστήμη». Και επί πλέον τοποθετεί τη συζήτηση σε ένα καινούργιο επίπεδο, απαιτώντας από το ακροατήριο να τοποθετηθεί πάνω στον ρόλο της επιστήμης στην εποχή της ατομικής βόμβας.

Παρότι ο Μπρεχτ χαρακτήρισε κάποτε τον Χορκχάιμερ κλόουν, η άποψη του Bahr, επισημαίνει ο κριτικογράφος, ισχύει. Δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο, ότι υπήρξε δηλαδή κοινό έδαφος ανάμεσα σε όλους τους εξόριστους γερμανόφωνους μοντερνιστές όταν εξετάζουμε περιπτώσεις όπως οι Ντέμπλιν και Βέρφελ οι οποίοι στράφηκαν προς τη θρησκεία. Κι ούτε ισχύει η θέση του όταν περάσουμε σε άλλους χώρους. Αρχιτέκτονες όπως οι Richard Neutra και Rudolph Schindler, δημιουργοί από τη δεκαετία του ’20 του «καλιφορνέζικου μοντέρνου ύφους», έμειναν ανεπηρέαστοι από την κρίση που βασάνισε τους μεταγενέστερους εξόριστους. Ο Τόμας Μαν θεώρησε λόγου χάρη τον μοντερνισμό αυτό πολύ πρωτοποριακό. Αντιπαθούσε τα «κυβιστικά γυάλινα κουτιά» του Neutra και αγνόησε συστηματικά τις επίμονες προτάσεις του αρχιτέκτονα να σχεδιάσει την κατοικία του στο Λος Αντζελες το 1941. Η κατοικία έτσι του Μαν της οδού Σαν Ρέμο 1550, χτισμένη από τον επίσης Βερολινέζο εξόριστο J.R. Davidson, έχει τη μορφή ενός σχετικά αδιαμόρφωτου, εκτεταμένου, επιδεικτικού μεγάρου, νοσταλγικά εμπνευσμένου από το παραδοσιακό γερμανικό στυλ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή