Ραντεβού στην «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς»

Ραντεβού στην «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς»

5' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτική σειρά; Μέχρι σήμερα οι ιστορικοί δεν έχουν καταλήξει σε ποιο είδος ανήκει το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Οπως και να ‘χει, η μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλφρεντ Ντέμπλιν (1878-1957) από τον Γερμανό δημιουργό σε 14 επεισόδια διάρκειας 15 ωρών ανθολογείται στις μνημειώδεις παραγωγές του 20ού αιώνα.

«Χωρίς το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» ο Φασμπίντερ θα ήταν ένας κορυφαίος δημιουργός χωρίς ένα κορυφαίο έργο», έγραψε ο κριτικός των New York Times, Vincent Canby, το 1983, όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά η σειρά στην τηλεόραση. Ηταν η χρονιά που η ΕΡΤ πρόσφερε το ίδιο δώρο στους Ελληνες θεατές, καλλιεργώντας μια αμετακίνητη εβδομαδιαία συνήθεια. Κάθε σινεφίλ που σεβόταν τον εαυτό του, εκείνη την περίοδο, όφειλε να ξέρει αν ο μικροεγκληματίας Φραντς Μπίμπερκοφ σκοτώνει τελικά τη Μίτσε με την οποία είναι βαθιά ερωτευμένος ή όχι. Αν η κακή επιρροή του Ράινχολντ, του γκάνγκστερ με τα θλιμμένα μάτια, πάνω στον Μπίμπερκοφ, είναι η αιτία που διαλύεται η ζωή του.

Στο «Τριανόν»

Φέτος, 25 χρόνια από τον θάνατο του πιο αιρετικού Γερμανού σκηνοθέτη, το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» αποκαταστάθηκε, μεταγράφηκε σε ψηφιακή φόρμα, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Φασμπίντερ, και πρωτοπαρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση, τον περασμένο Φεβρουάριο, στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Από την ερχόμενη Πέμπτη, 27 του μηνός, το έργο-μαμούθ θα προβληθεί για μια εβδομάδα στο «Τριανόν», σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε και την εταιρεία διανομής Art Free.

Οσοι τολμηροί, νοσταλγοί, φανατικοί ή απλώς περίεργοι μπορούν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους λοιπόν, σε έναν 15ωρο κινηματογραφικό μαραθώνιο, που όχι απλώς αντέχει στον χρόνο αλλά εξακολουθεί να αποτελεί το μέτρο -αν όχι την επιτομή- του «νέου γερμανικού κινηματογράφου».

«Το σινεμά του Φασμπίντερ είναι γεμάτο από Μπίμπερκοφς», ισχυριζόταν η Σούζαν Σόνταγκ, στο Vanity Fair του 1983. Στο «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» παρελαύνουν όλες οι εμμονές του δημιουργού του, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των ταινιών του: ρημαγμένες ζωές, περιθωριακές υπάρξεις, μικροεγκληματίες, πόρνες, τραβεστί, μετανάστες εργάτες, νοικοκυρές σε απόγνωση, υπέρβαροι στα όρια των αντοχών τους. «Ομως το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» είναι κάτι περισσότερο από σύνοψη του έργου του. Είναι η εκπλήρωση και το πρωτότυπο», επισημαίνει η Σόνταγκ.

Το πιο φιλόδοξο σχέδιο

Ο Ντέμπλιν, στο μυθιστόρημά του, περιγράφει το Βερολίνο στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ένα Βερολίνο που βράζει: μάζες ανέργων, πεινασμένων, προλετάριων, υποκριτών μικροαστών. Κάτι σαν τα Σόδομα λίγο πριν από τον αφανισμό, μια πόλη που λίγο αργότερα θα περάσει στα χέρια των φασιστών. Ο Φασμπίντερ «συναντήθηκε» με τον Ντέμπλιν για πρώτη φορά στα 14 χρόνια του. Παρά το γεγονός ότι τότε διάβασε μόνο 100 σελίδες και το έβαλε στην άκρη, δεν έπαψε να τον στοιχειώνει. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κουβαλούσε συνέχεια μαζί του: «Η ζωή μου, κοιτώντας την τώρα, εκ των υστέρων, σίγουρα όχι ολάκερη, ωστόσο κάποια κομμάτια της, κάποια κομμάτια της που ίσως να έχουν υπάρξει πολύ πιο σημαδιακά απ’ ό,τι είμαι σε θέση να δω σήμερα, θα είχε κυλήσει διαφορετικά απ’ ό,τι κύλησε με το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» στο κεφάλι, στη σάρκα, στο σώμα μου και στην ψυχή…».

Η μεταφορά του στην οθόνη υπήρξε το πιο φιλόδοξο σχέδιο του Φασμπίντερ. Ονειρο ζωής, αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του διαδρομής (γυρίστηκε το 1979-’80). Παρά το γεγονός ότι στη σύντομη ζωή του (πέθανε 37 ετών) ο Φασμπίντερ είχε μια πολύ πυκνή και φρενήρη καριέρα -η φιλμογραφία του μετράει περίπου 40 ταινίες-, η δουλειά του πάνω στο μυθιστόρημα του Ντέμπλιν παραμένει σημείο αναφοράς. Τιτάνιο έργο.

Ο βίος και η πολιτεία του Φραντς Μπίμπερκοφ είναι ένα κολάζ από μύθους, αλληγορίες, παραβολές και σύμβολα. Βγαίνει από τη φυλακή με την επιθυμία να ζήσει έντιμα, αλλά βλέπει τις επιθυμίες του να συντρίβονται από τις πιέσεις του μικρόκοσμου και την όξυνση της κοινωνικής αναστάτωσης. «Ενα απατημένο θύμα που υποφέρει τον Γολγοθά του μέχρι τέλους, ένας τυφλωμένος ανθρωπάκος που αρνείται να ανοίξει τα μάτια του στην εξέλιξη της Ιστορίας που καλπάζει», όπως σημειώνει ο κριτικός Μιχάλης Δημόπουλος.

Η υπόθεση της ταινίας, όπως και του μυθιστορήματος, έχει τόσα (κύρια και δευτερεύοντα) πρόσωπα και θέματα, ώστε δεν μπορεί να αποδοθεί επαρκώς με μια περίληψη. Αλλωστε το περιεχόμενο δεν είναι τόσο σημαντικό ούτε και για τον ίδιο τον Φασμπίντερ, που το θεωρεί «μια διαδοχή ακόλαστων μικροϊστοριών, η κάθε μια από τις οποίες θα μπορούσε να αποτελέσει την πιο χυδαία επικεφαλίδα για τη ρυπαρότερη βρωμοφυλλάδα». Αυτό που έχει σημασία είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στα πρόσωπα. Ο Ντέμπλιν πιστεύει ότι ακόμη και στις πιο αποτρόπαιες ανθρώπινες πράξεις κρύβεται η λαχτάρα για τρυφερότητα, ότι η βία είναι μια άλλη μορφή του έρωτα, ότι οι άνθρωποι που έρχονται ο ένας κοντά στον άλλον πληγώνονται αναπόφευκτα.

Από το 1ο επεισόδιο με τίτλο «Η τιμωρία αρχίζει» μέχρι το 14ο του επιλόγου «Το όνειρό μου από το όνειρο του Φραντς Μπίμπερκοφ», το «αληθινό θέμα» για τον Φασμπίντερ είναι η συνάντηση του κεντρικού ήρωα με τον δεύτερο στη σειρά, τον Ράινχολντ. «Μια συνάντηση που θα καθορίσει την πορεία της ζωής αυτών των δυο αντρών». Από τη σκοπιά του σκηνοθέτη οι δυο άντρες αγαπιούνται, χωρίς όμως να ομολογούν στον εαυτό τους ότι «κάτι μυστηριώδες τους συνδέει, κάτι περισσότερο από αυτό που συνήθως θεωρείται επιτρεπτό μεταξύ αντρών». Δεν είναι ομοφυλόφιλοι, ανάμεσά τους «δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια καθαρή αγάπη, που δεν απειλείται από κοινωνικούς καθορισμούς». Η ανάγνωση του Ντέμπλιν βοήθησε τον Φασμπίντερ να αντιμετωπίσει καλύτερα τα δικά του προβλήματα, τους φόβους, «τις ομοφυλόφιλες επιθυμίες του», τον «έσωσε από την καταστροφή» όπως θα ομολογήσει αργότερα ο ίδιος.

Αντιδράσεις

Η ταινία διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της σε εσωτερικούς χώρους. Το μόνο κομμάτι της συμβολικής πλατείας που βλέπουμε είναι η στάση του μετρό (Αλεξάντερπλατς). Οι δρόμοι είναι στενοί και ανήλιαγοι. Το εμφανές τεχνητό ντεκόρ του στούντιο επιτείνει το αίσθημα κλειστοφοβίας. Φυσικό φως σε πραγματικούς δρόμους θα είχε μετατρέψει την ταινία σε ντοκιμαντέρ, καταστρέφοντας τον μαγικό ρεαλισμό της. Ο φακός επιστρέφει πάντα στα πρόσωπα, χωρίς να τα πλησιάζει πάρα πολύ. Οι πρωταγωνιστές Γκίντερ Λάμπρεχτ (Μπίμπερκοφ), Γκότφριντ Γιον (Ράινχολντ), Μπάρμπαρα Σούκοβα (Μίτσε), Χάνα Σιγκούλα (Εύα) προσφέρουν αλησμόνητες ερμηνείες, έντονα σωματικές, πλούσιες σε αποχρώσεις.

Το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στη Δ. Γερμανία. Οι κριτικοί κινηματογράφου το εξύμνησαν, αντίθετα με τους τηλεοπτικούς κριτικούς που υπήρξαν εξαιρετικά αρνητικοί. Εν τέλει, το πιο κοπιαστικό εγχείρημα στην καριέρα του Φασμπίντερ ίσως είναι ένα έργο που ταιριάζει περισσότερο στο θέατρο. Για τον δημιουργό, σήμαινε αποδέσμευση, ολοκληρωμένη διατύπωση των εμμονών του και τέλος της πορείας του. Τα επόμενα δύο χρόνια, ώς τον θάνατό του (1982), στράφηκε σε παραγωγές που απαιτούσαν περισσότερο επαγγελματισμό και λιγότερες εξομολογήσεις («Λιλή Μαρλέν», «Λόλα», «Η νοσταλγία της Βερόνικα Φος», «Καβγατζής»).

«Θέλω η σκηνοθεσία μου να έχει τέτοια απόσταση από τα πράγματα, ώστε να δίνει στον θεατή την ευκαιρία να ασχοληθεί μαζί τους», υποστήριζε ο Φασμπίντερ. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, η επανέκδοση του «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τον ισχυρισμό του.

* Στοιχεία αντλήθηκαν από τη μονογραφία του Φασμπίντερ των εκδόσεων Πλέθρον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή