Η αγωνία του Λαέρτη για την Ιθάκη του

Η αγωνία του Λαέρτη για την Ιθάκη του

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα λόγια του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ «…Είμαστε η γενιά χωρίς αποχαιρετισμό. Είμαστε η γενιά χωρίς επιτροφή. Είμαστε η γενιά της άφιξης…» τα έχει στην καρδιά του. Γιατί και ο Λαέρτης Βασιλείου πέρασε από το οδυνηρό στάδιο να βρει πού ακριβώς ανήκει. Οταν, λοιπόν, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος του ζήτησε να συνεχίσει αυτό που πειραματίστηκε με τους «Εμιγκρέδες», αλλά αυτή τη φορά με θέμα τη δεύτερη γενιά μεταναστών, συμφώνησε αμέσως. Η δοκιμή, άλλωστε, που έκανε με το έργο του Μρόζεκ θεωρήθηκε επιτυχημένη. Οχι μόνο γιατί απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας σε ένα βαλκανικό φεστιβάλ αλλά και επειδή έφερε στο θέατρο του Νέου Κόσμου εκτός από το ελληνικό και αλβανικό κοινό.

Αυτοσχεδιασμοί

Τώρα, ο 33χρονος ηθοποιός, όσο ο ίδιος ετοιμάζεται για τις ερμηνείες του στο Εθνικό θέατρο: στο καινούργιο έργο του Ακη Δήμου «Νύχτα των μυστικών» που σκηνοθετεί η Ελλη Παπακωνσταντίνου και αμέσως μετά για το «Βυθό» του Γκόρκι που ετοιμάζει η Ρούλα Πατεράκη δίνει τις κατευθύνσεις στην παράσταση «Ενας στους δέκα». Αλλωστε, η σκηνοθεσία έχει τη δική του υπογραφή και το κείμενο τα δικά του βιώματα: ιστορίες που ενισχύθηκαν με τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών (μετανάστες όλοι τους) και εν συνεχεία, η Σύλβια Λιούλιου τις διασκεύασε για το θέατρο. Η επιλογή των συντελεστών δεν ήταν τυχαία. Ο Νταβίντ Μαλτέζε συμπλήρωσε δέκα χρόνια στην Ελλάδα από την ημέρα που αποχαιρέτησε τη Γεωργία., ο Κρις Ραντάνοφ από τη Βουλγαρία επτά, ενώ ο βενιαμίν της παρέας, ο Εκελέιντ Φεζολάρι, μετράει τα περισσότερα απ’ όλους: δεκαπέντε.

«Επικεντρωθήκαμε κυρίως στην ψυχολογία αυτών των ηρώων και την ταυτότητά τους. Πόσο Έλληνες, Βούλγαροι, Ρώσοι ή Αλβανοί είναι. Στη διαφορά που έχουν στον κόσμο του σπιτιού τους κι όταν βγαίνουν έξω απ’ αυτόν», λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Λαέρτης Βασιλείου. Πρόκειται για σπονδυλωτό έργο όπου τα τρία πρόσωπα μάς συστήνονται με τα πραγματικά τους ονόματα και μάς βάζουν σε ένα δικό τους παιχνίδι, το οποίο έχει χιούμορ αλλά και άχαρες αλήθειες. Παρουσιάζουν διάφορες καταστάσεις από την πρώτη στιγμή του ερχομού τους ώς σήμερα που ταυτίστηκαν πια με τον σύγχρονο τρόπο ζωής ενός ευρωπαίου. Κοινός άξονας σε όλο το έργο είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν με το σύστημα: να έχουν νόμιμα χαρτιά στην Ελλάδα. Μια ταυτότητα ή βίζα ή άδεια παραμονής ή ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς για κάποιες περιπτώσεις. Εμβόλιμα σε αυτό τον άξονα, το κοινό παρακολουθεί ιστορίες από την καθημερινότητα των ηρώων. «Ιστορίες βίας και εξαναγκασμού, παιδιών που αναγκάστηκαν να εκπορνεύονται ή πιέστηκαν να αλλάξουν τα ονόματά τους». Ολα στο εντυπωσιακό σκηνικό που έφτιαξε μέσα στα λίγα τετραγωνικά του δώματος του θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Αγγελος Μέντης. Μια ελληνική σημαία που σχηματίζεται από 900 διαφορετικές λάμπες.

Στην Ελλάδα, ο Λαέρτης Βασιλείου ήρθε το 1994 για να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, μετά τις σπουδές του στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης της Αλβανίας. Από το πρώτο έτος της σχολής συνεργάστηκε με τον Θ. Τερζόπουλο κι ακολούθησαν συνεργασίες με τους: Δ. Μαυρίκιο, Μάγια Λυμπεροπούλου, Αντώνη Αντύπα, Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, Μπομπ Γουίλσον… Στην επιλογή της δουλειά του ηθοποιού δεν συνάντησε εμπόδια από την οικογένειά του. Αλλωστε, η χαρά του πατέρα του ήταν που δεν έγινε ποδοσφαιριστής. Οι γονείς του (η μητέρα του Ελληνίδα κι ο πατέρας του Αλβανός) ήταν αντισυνταγματάρχες. «Στην κρατική μπουρζουαζία», όπως μας λέει χαριτολογώντας. «Μια τάξη πιο διακεκριμένη». Ο χώρος του θεάτρου ήταν ανοιχτός. «Για μας που ήρθαμε από το ανατολικό μπλοκ, υπάρχει γενικά μια συμπάθεια. Ισως για τις σχολές που είχαμε, το σύστημα Στανισλάφσκι που εκτιμάται ιδιαίτερα στη δύση. Αυτό αφορούσε μόνο το θέατρο. Στους δημόσιους χώρους κουβάλαγα κι εγώ αυτό που ήμουν. Ερχόμουν αντιμέτωπος με ένα κακό όνομα που είχε δημιουργηθεί στις αρχές του ’90 όταν μπαινόβγαιναν στην Ελλάδα 1.500.000 Αλβανοί το χρόνο. Φυσικά, δεν έρχονταν όλοι για να δουλέψουν. Ομως, όπως εσύ δεν έχεις σχέση με τον Ελληνα που βρίσκεται στις φυλακές του Κορυδαλλού έτσι κι εγώ δεν είχα σχέση με τον ομοεθνή μου που βρισκόταν κι αυτός εκεί. Αλλά το ξένο πάντα φοβίζει». Οταν κάποιος τον ρώταγε ποια είναι η εθνικότητά του, απαντούσε Ελληνοαλβανός. «Μου έλεγαν πως δεν υπάρχει αυτό. Κι εγώ αναρωτιόμουν: γιατί υπάρχει ο Ελληνοαμερικάνος ή ο Ελληνοαυστραλός;».

Δεύτερη γενιά

Το ερώτημα «τι είμαι;», αν οι άνθρωποι αυτοί θα αφομοιωθούν ή θα απομονωθούν τίθεται και στην παράσταση. Το παιχνίδι άλλωστε θα παιχτεί από τη δεύτερη γενιά των μεταναστών. «Δεκατρία χρόνια ζω στην Ελλάδα, φορολογούμαι αλλά δεν έχω ελληνική υπηκοότητα», λέει ο Λ. Βασιλείου. Υστερα κλείνει με ένα ανέκδοτο που αποκαλύπτει τη σύγχιση στη ζωή των μεταναστών δίνοντάς μας παράλληλα το πρίσμα κάτω από το οποίο προετοιμάστηκε η παράσταση.

«Ρωτάει η δασκάλα το παιδάκι στο Δημοτικό, ποιο είναι το όνομά σου; Αγκίμ, απαντά εκείνο. Τι όνομα είναι αυτό; Αντώνη θα σε φωνάζουμε. Γυρίζοντας σπίτι τον φωνάζει ο μπαμπάς με το όνομά του, όμως ο μικρός δεν απαντά. Ούτε όταν τον καλεί η μητέρα του. Του ρίχνουν κανά δυο ψιλές και την επομένη πάει στο σχολείο με ένα σημάδι στο πρόσωπο. Η δασκάλα ανήσυχη ρωτάει: «Αντωνάκη τι έπαθες;». «Τίποτα, με δείραν δυο Αλβανοί στο σπίτι».

«Ενώσαμε τις εμπειρίες μας και φτιάξαμε μικρές ιστορίες»

-Οι εμπειρίες τους είναι κοινές. Συμφωνούν και οι τρεις. «Τις συνδυάσαμε λοιπόν κι έγιναν μικρές ιστορίες», λέει ο 30χρονος Νταβίντ Μαλτέζε από τη Γεωργία. Μουσικός στο επάγγελμα, τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να σπουδάσει θέατρο. «Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολα. Είχα κι εγώ κόμπλεξ με τον εαυτό μου. Τώρα πια σκέφτομαι σαν Ελληνας, κατανοώ ακόμη και το ρατσισμό. Στην πατρίδα μου πιθανόν να αντιδρούσαν το ίδιο σε μια μαζική μετανάστευση. Εχω, ωστόσο, προσαρμοστεί. Ολες οι σχέσεις μου ήταν με Ελληνίδες. Θα ζήσω σ’ αυτή τη χώρα, άρα είμαι υποχρεωμένος να μάθω την πραγματικότητα.».

Το έργο τον ταρακουνάει τη στιγμή που ακούγεται η μελωδία του Κόκκινου Στρατού. «Με γυρνάει χρόνια πίσω. Ισως γιατί όταν ακούγαμε αυτή τη μουσική ήμασταν όλοι σούζα». Εδώ, δούλεψε σε βιοτεχνία, σε εστιατόριο, έγινε βοηθός, προϊστάμενος και μάνατζερ. «Η εταιρεία που εργάζομαι με στέλνει σε όλα τα υποκαταστήματα που ανοίγει για να τα στρώσω». Εν τω μεταξύ στο θέατρο (έπαιξε στα «Διαμάντια και μπλουζ» τον χειμώνα και το καλοκαίρι με τον Μ. Μαρμαρινό στην Πειραιώς), ανακάλυψε όσα επιθυμούσε: «Να μην είμαι μόνο θεατής στη μαγεία της τέχνης».

-Τρία χρόνια μεγαλύτερος, ο Κρις Ραντάνοφ ζει επτά χρόνια στη χώρα μας. «Κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου. Πήγα στη δραματική σχολή «Ιασμος» και τώρα παίζω για πρώτη φορά. Στη σκηνή ζεις σχεδόν στα αλήθεια τις ζωές των άλλων. Το «Ενας στους δέκα» έχει τις ιστορίες μας. Οι ζωές μας μοιάζουν. Πιο πολύ με συγκινούν οι ιστορίες των άλλων. Ισως γιατί οι δικές μου πέρασαν. Στη Βουλγαρία ήταν δύσκολα. Επεσε ο κομμουνισμός, τίποτα δεν ήταν σίγουρο και οι ζωές μας ήταν προκαθορισμένες. Σπούδαζα σε μια σχολή με αντικείμενο τη θερμική ενέργεια και ήδη από τότε γνώριζα τί σύνταξη θα πάρω. Ο πατέρας μου, γιατρός στο επάγγελμα, γέλαγε όταν του έλεγα ότι θα γίνω ηθοποιός γιατί το ίδιο επιθυμούσε για τον εαυτό του».

-Ο Ενκελέιντ Φεζολάρι, αν και μικρότερος της παρέας, έχει ζήσει τα περισσότερα. Το μέλλον του ήταν στην Κρατική Σχολή Χορού στα Τίρανα όταν, όμως, άλλαξε το καθεστώς άλλαξε και η ζωή του. «Στην Ελλάδα ήρθαμε το ’93, ήμουν μόλις 11 χρονών, και με όνειρο είτε να γίνω αρχαιολόγος, είτε χορευτής, ώσπου στο Λύκειο ανακάλυψα ως θεατής το θέατρο. Οι καθηγητές μου με ώθησαν στην τέχνη, μάλλον επειδή διέκριναν ότι μου άρεσε να είμαι ο ”καραγκιόζης” της παρέας». Πέρασε στις εξετάσεις του ΚΘΒΕ και επιστρέφοντας έπαιξε σε χοροθεατρικές παραστάσεις, πέρυσι στις «Θεσμοφοριάζουσες» που ανέβασε ο Σ. Χατζάκης και τον χειμώνα στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού.

Ο Φεζολάρι γνώρισε και το ρατσισμό και την απομόνωση: «Μου έγινε σχεδόν δεύτερο δέρμα ώσπου έπαψε πια να με ενοχλεί. Στο Γυμνάσιο άκουγα περισσότερες φορές το «άντε βρε Αλβανέ» κι όταν προσπάθησα να πολιτικοποιηθώ κυνηγήθηκα από οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Εφαγα αρκετό ξύλο. Αν ήμουν από άλλη χώρα ίσως να μη τα ζούσα τόσα έντονα». Με τα χρόνια έμαθε να αμύνεται στην αντίδραση των άλλων στο διαφορετικό. «Πέρασα από το στάδιο να κρύβω το όνομά μου, να έχω το κόμπλεξ της ταυτότητας, να ταλαιπωρούμαι όπως όλοι με τα χαρτιά. Ολα αυτά θίγει η παράσταση». Στο θέατρο τον συγκινεί το ταξίδι. Στήριγμά του είναι η μητέρα του και η αδερφή του: «Το φαν κλαμπ μου», όπως λέει με καμάρι. Για τα όνειρά του είναι σαφή: «Εχω τον ενθουσιασμό κάθε νέου που θέλει να τα ανακαλύψει όλα και να τα ζήσει όλα έντονα. Είμαι 27 χρονών ακόμη…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή