Πότε «επιστρέφει» ένας καλλιτέχνης;

Πότε «επιστρέφει» ένας καλλιτέχνης;

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως η καθημερινότητα μάς περιβάλλει όλο και περισσότερο με κοινοτοπίες, έτσι και τα ΜΜΕ μας «λούζουν» συνεχώς με τέτοιες, μας «βομβαρδίζουν» με λεκτικά κλισέ, που όσο πιο πολύ χρησιμοποιούνται, τόσο πιο πολύ χάνουν το εννοιολογικό στίγμα.

Από το «κοιτάζουμε το κάθε ματς ξεχωριστά» που δηλώνουν όλοι οι ποδοσφαιριστές σε όλα τα ΜΜΕ, μέχρι το «βάλτε μια άνω τελεία» όλων των τηλεοπτικών παραθυροσυντονιστών, οι κοινοτοπίες δίνουν και παίρνουν και, αν είσαι… απρόσεκτος, μπορούν να αποσυντονίσουν το εγκεφαλικό σου κέντρο για τα καλά.

Μια τέτοια κοινοτοπία είναι η χρήση του ουσιαστικού «επιστροφή» για το πρόσφατο έργο κάποιου καλλιτέχνη (σκηνοθέτη, συγγραφέα, μουσικού, ζωγράφου,…), ο οποίος είχε «σιωπήσει» για λίγο καιρό. Αυτό, πέραν του ότι δημιουργεί μια (ψεύτικη) υποχρέωση στον καλλιτέχνη να είναι διαρκώς παρών, διακινεί και μια (ψεύτικη) αίσθηση στο κοινό ότι το διάστημα, που χρειάζεται κάποιος για να «ξεφορτώσει και να δημιουργήσει κάτι νέο, είναι, τάχα μου, «απόσυρση» (άρα και προϋπόθεση της «επιστροφής»), ενώ η πραγματικότητα είναι πως πολλοί καλλιτέχνες ουδόλως «αποσύρονται» σε αυτά τα μεσοδιαστήματα! Απλώς, ζουν τις ζωές τους, απολαμβάνουν τα κέρδη τους εντός του lifestyle που έκαστος επέλεξε, ασχολούνται με παράπλευρα project, αναθρέφουν τα παιδιά τους, γεύονται, ο καθένας με τη ρέγουλά του, τις χαρές της ζωής, όπως θα τις απολαμβάναμε και εσύ και εγώ, αν η ζωή δεν μας είχε ζέψει στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινής εργασίας… Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους κύριους λόγους που οδηγούν κάποιον στην καλλιτεχνία – το να μην έχει να τρέχει πίσω από το ρολόι, αλλά πίσω από την έμπνευση! Οταν λοιπόν περάσει μικρά ή μεγάλα διαστήματα, «κυνηγώντας» την όποια έμπνευση, δεν «απέχει», αλλά είναι σε πλήρη έξαρση της καλλιτεχνικής του υποστάσεως!

Και όταν η έμπνευση έρθει, τότε εκείνη και μόνο εκείνη η στιγμούλα είναι η μεγαλύτερη στιγμή του, μέχρι την επόμενη (για να θυμηθούμε άλλο ένα δημοσιογραφικό κλισέ!)

Τζόνι και «Μπος»

Για ποια επιστροφή μιλάμε λοιπόν; Μόνο για επιστροφή στο κοινό θα μπορούσε να γίνει λόγος, αλλά αυτό θα προσέδιδε κοντόφθαλμη και εγωκεντρική αντίληψη σε όποιον χρησιμοποεί τον όρο. Προσωπικώς, προτιμώ να κρατήσω, ως ερμηνεία της υπερχρήσης του όρου, την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τις… μυστικιστικές διαστάσεις που παίρνει ο χρόνος για τον καλλιτέχνη, που μας κάνει να θέλουμε να τον φέρουμε στα μέτρα μας, να είναι και αυτός κάθε μέρα στη δουλειά!..

Επέστρεψε, λέει, η Τζόνι Μίτσελ! Πώς μπορείς να το πεις αυτό για κάποιον που τα σαράντα χρόνια της καριέρας της καθορίζουν ξεκάθαρα τους ρυθμούς της (που ΔΕΝ είναι του τύπου ένας δίσκος κάθε χρόνο) και που από τον προηγούμενο δίσκο της έχουν περάσει μόνο πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων κυκλοφόρησε ανθολογίες της δουλειάς της, συνεργάστηκε στο ανέβασμα του εξαιρετικά επιτυχημένου μπαλέτου «Dancing Joni: The Fiddle And The Drum» που βασίζεται στα τραγούδια της, ξανασυνδέθηκε με τις ρίζες της, επιστρέφοντας στο Κάλγκαρι του Καναδά και μεγιστοποίησε το πρεστίζ και το κασέ της στην άλλη της τέχνη, που είναι η ζωγραφική;(!) Το μόνο στο οποίο επιστρέφει η Μίτσελ είναι το γνώριμό μας ύφος της τραγουδοποιίας της, που μοιάζει να εξαντλείται μεταξύ τεσσάρων από τους πάμπολλους δίσκους της («Blue», «Ladies of The Canyon», «Hejira» και «Mingus»), ο τελευταίος εκ των οποίων έχει κυκλοφορήσει το 1979! Ακόμη και τα προσχήματα τύπου «ο πλανήτης κινδυνεύει και χρειάζεται να ενεργοποιηθώ» ή «είναι κακό πράγμα ο πόλεμος στο Ιράκ και πρέπει να το πούμε στον κόσμο» ή (ακόμη χειρότερα!) ότι «η δισκογραφία είναι σε αδιέξοδο και δέχθηκα την πρόταση της Starbucks με χαρά», για να εξηγηθεί η υπογραφή συμβολαίου με το δισκογραφικό κομμάτι των γνωστών καφέ και να διακινηθεί η αντίληψη ότι τάχα μου υπάρχουν καλοί γιάπηδες (της Starbucks!) και κακοί (της δισκογραφίας…), όλα αυτά λοιπόν δεν επαρκούν και το περιεχόμενο που απομένει με κάνει να μην πανηγυρίζω και πολύ αυτήν την «επιστροφή».

Ομοίως και για την «επιστροφή» του Σπρίνγκστιν. Επέστρεψε, λέει, στις συνεργασίες με την ιστορική του μπάντα The E Street Band! Αυτό, όντως, θα είχε κάποια σημασία πριν από 20 χρόνια, όταν μετά την αλληλουχία των πέντε πρώτων δίσκων του (μέχρι το «The River»), ο Σπρίνγκστιν τούς παραμέρισε κι έκανε έναν σόλο δίσκο, americana ύφους, το «Nebraska». Εκτοτε, όμως, έγινε σαφής: κάθε λίγο και λιγάκι επανένωση της μπάντας, μετά ένα σόλο άλμπουμ, άντε πάλι μαζί με το γκρουπ και σε δουλειά να βρισκόμαστε… Τελευταία φορά τούς αντάμωσε το 2002, αλλά τώρα τους ξαναβρίσκει, στήνοντας μαζί τους για άλλη μια φορά το γνωστό κοκτέιλ με τα ροκ τέμπο, τις ιστορίες των λούζερ της εργατικής τάξης, τους κάντρι απόηχους, τα «γεμάτα» παιξίματα των αστέρων που απαρτίζουν το γκρουπ τη «λάιβ» αίσθηση στην ηχογράφηση και το «λάιβ» άλλοθι για όσους Αμερικανούς και Ευρωπαίους θέλουν να δώσουν 100 ευρώ και άνω για να δουν το «αφεντικό», την κυρία του και τους κοτσονάτους… πουρόκερ των E Street Band ζωνταντά, ώστε να είναι μάρτυρες της «επιστροφής»…

Το αίμα που βράζει

Πιο καλά από όλους, το θέτει ο Βρετανός ασπρομάλλης τζέντλεμαν Νικ Λόου: έφτιαξε τον «μύθο» του ως παραγωγός (Ελβις Κοστέλο, Damned, Pretenders και δεκάδες άλλοι) εξασφαλίζοντας λεφτά και θέση στην ιστορία και κράτησε ως σπάνια δραστηριότητα τη σόλο καριέρα του βγάζοντας, μετά το 1980, τους δίσκους του πολύ αραιά και αναγκάζοντας τους ειδήμονες να αποφεύγουν για την (κραυγαλέα) περίπτωσή του το «επιστροφή», προτιμώντας να τον βαφτίζουν «τεμπέλη», ίνα εξηγηθεί η περίπτωσή του! Με το «At My Age» o Λόου πανηγυρίζει όχι κάποια επιστροφή, αλλά το ότι ρουφά τη ζωή και την τέχνη του με τους ρυθμούς που εκείνος θέλει εδώ και τριάντα χρόνια – πράγμα που όντως αξίζει να γιορτάσει κανείς.

Ο Τζον Φόγκερτι, τέλος, θρυλικός για το επίτευγμά του να βάλει 10 τραγούδια στο top-ten μέσα σε έναν χρόνο (1969-’70) μαζί με το γκρουπ του, τους Credence Clearwater Revival, είναι ο μόνος που πράγματι επιστρέφει κάπου! Και πού; Στη δισκογραφική εταιρεία Fantasy, η διαμάχη του με την οποία κράτησε 20 χρόνια και, ουσιαστικώς, μπλόκαρε για πάντα τη μεγάλη σόλο καριέρα που ο Φόγκερτι εδικαιούτο. Τώρα που επιτέλους, τα βρήκαν, ο Φόγκερτι ανακουφισμένος πάει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, με έναν δίσκο υπό τον εύστοχο τίτλο «Revival», που αναπαραγάγει όλα τα θετικά κλισέ της ιστορικής του μπάντας, αλλά απογειώνεται χάρη σε ένα τραγουδάκι μόλις 98 δευτερολέπτων(!), το αντιπολεμικό «I Can’t Take It No More», που αποδεικνύει ότι το αίμα που βράζει δεν είναι προνόμιο μόνον των πιτσιρικάδων!

ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ

Joni Mitchell
«Shine»
(hear music / Universal)
Bruce Springsteen
«Magic»
(Columbia / Sony BMG)
Nick Lowe
«At My Age»
(Proper / Hitch Hyke)
John Fogerty
«Revival»
(Fantasy / Universal)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή