Συννεφιασμένη φέτος η αγορά των Καννών

Συννεφιασμένη φέτος η αγορά των Καννών

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηαπόφαση για τη βράβευση της «Τάξης» του Λοράν Καντέ στο 61ο φεστιβάλ των Καννών ήταν ομόφωνη από την κριτική επιτροπή και τον πρόεδρό της, Σον Πεν. Ομως, τι σημαίνει αυτό τελικά για την ταινία και τον σκηνοθέτη της; Κάποια περισσότερα εισιτήρια και υψηλότερο κύρος στο διεθνές φεστιβαλικό κύκλωμα για τον Καντέ, κάτι που συνέβη και με τον περσινό νικητή Κριστιάν Μουντζίου και το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και δύο μέρες», που είδε την ταινία του να έχει στις κινηματογραφικές αίθουσες πολύ μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ό,τι θα ονειρευόταν.

Η ταινία του Μουντζίου έγινε μια μικρή επιτυχία στο καλλιτεχνικό κύκλωμα πολλών χωρών και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου έφτασε τα 400.000 εισιτήρια αποφέροντας 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Αντίστοιχες επιδόσεις είχε και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τους ειδικούς της αγοράς, η εμπορική επιτυχία δεν οφείλεται τόσο στον Χρυσό Φοίνικα, όσο στην ποιότητα της ίδιας της ταινίας και τον θόρυβο που δημιουργήθηκε από τις εξαιρετικές κριτικές και την απήχηση στο κοινό.

Μικρή εμπορική ώθηση

Η βράβευση με μια μεγάλη διάκριση όπως ο Χρυσός Φοίνικας θεωρείται μεγάλο δώρο για τους διανομείς των ταινιών, αλλά από μόνο του το βραβείο δεν μπορεί να «σηκώσει» εμπορικά μια ταινία. Αυτό το αποδεικνύει η πορεία ταινιών όπως το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» του Κεν Λόουτς, το «Παιδί» των αδελφών Νταρντέν, ο «Ελέφαντας» του Γκας βαν Σαντ, το «Δωμάτιο του γιου» του Νάνι Μορέτι και η «Ροζέτα» των Νταρντέν. Ολες τους τιμήθηκαν με Χρυσό Φοίνικα και γρήγορα χάθηκαν από τις αίθουσες, αν και πήραν μια μικρή εμπορική ώθηση εξαιτίας του βραβείου.

Ομως, δεν είναι τόσο ρόδινα τα πράγματα για όλους όσοι συμμετείχαν φέτος στην κινηματογραφική γιορτή της Κρουαζέτ. Οι ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος μπορεί να αγοράστηκαν όλες από Ελληνες διανομείς και σε αρκετά υψηλές τιμές, κάνοντας τα ξένα γραφεία να απορούν για το τι συμβαίνει με τον ανταγωνισμό στην Ελλάδα, αλλά σε γενικό επίπεδο ήταν μάλλον μια συννεφιασμένη χρονιά στην αγορά των Καννών, που είναι η μεγαλύτερη του κόσμου.

Το φετινό πρόγραμμα δεν είχε μεγάλες απογοητεύσεις και τα γιουχαΐσματα και τα γέλια περιορίστηκαν σε δυο – τρεις ταινίες, όπως το «Palermo shooting» του Βιμ Βέντερς, με μια σκηνή αθέλητης παρωδίας – εξευτελισμού της «Εβδομης σφραγίδας» του Μπέργκμαν, που ολοκληρώνεται με την αφιέρωση του Βέντερς «στον Ινγκμαρ και τον Μικελάντζελο»… Η άλλη ταινία που «έβγαλε γέλιο» χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός της ήταν η «Ακέφαλη γυναίκα» της Λουκρέσια Μαρτέλ, που άφησε άναυδους τους θεατές στο τέλος, καθώς έχοντας διατηρήσει το κεφάλι τους στη θέση του προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει στην οθόνη.

Απογοητευμένοι οι αγοραστές

Η απουσία σπουδαίων ταινιών και το πλήθος απλώς αξιοπρεπών συμμετοχών έκανε τους αγοραστές να είναι περισσότερο διστακτικοί σε σχέση με τις τελευταίες χρονιές και ειδικά σε σύγκριση με το περσινό εξαιρετικό πρόγραμμα. Ενώ το φεστιβάλ έληγε την περασμένη Κυριακή, πολλοί αγοραστές άρχισαν να αποχωρούν απογοητευμένοι από την Τρίτη κιόλας, χωρίς να βρίσκουν ταινίες που, όχι μόνο μπορούν να κάνουν πολλά εισιτήρια, αλλά ακόμη και να βγάλουν τα λεφτά τους.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ακόμη και ταινίες με διάσημα ονόματα έμειναν χωρίς την υποστήριξη διανομής σε μεγάλες αγορές όπως η Αμερική. Για τον «Τσε» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, των 4,5 ωρών, ίσως είναι λογικές οι αμφιβολίες. Η διανομή της ταινίας στη μονοκόμματη βερσιόν της, όπως θα την ήθελε ο σκηνοθέτης, είναι εμπορική αυτοκτονία και τα 70 εκατομμύρια δολάρια που κόστισε, φαίνεται ότι δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν πίσω.

Αλλά για άλλες δύο ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος οι αμφιβολίες είναι ανεξήγητες. Το «Two lovers» του Τζέιμς Γκρέι είναι μια μελαγχολική ερωτική ιστορία, όχι υψηλής εμπορικότητας, αλλά έχει δύο μεγάλα ονόματα στο καστ, τον Χοακίν Φίνιξ και την Γκουίνεθ Πάλτροου. Κι όμως, και γι’ αυτή την ταινία μέχρι το τέλος του φεστιβάλ ήταν ασαφές το καθεστώς της αμερικανικής της διανομής. Το ίδιο ισχύει και για το «Synecdoche, New York» του Τσάρλι Κάουφμαν, μια από τις πολύ καλές ταινίες της διοργάνωσης, που δυστυχώς έμεινε έξω από τα βραβεία. Ο διάσημος σεναριογράφος ανέλαβε για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει ο ίδιος ένα σενάριό του με ένα εξαιρετικό καστ, που περιλαμβάνει τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, τη Σαμάνθα Μόρτον, την Κάθριν Κίνερ, τη Μισέλ Γουίλιαμς και την Νταϊάν Γουίστ. Η ιστορία ενός θεατρικού σκηνοθέτη, που ρίχνεται για δεκαετίες στην παραγωγή μιας γιγάντιας παράστασης που θα μιμείται τη ζωή, αναφέρεται στον θάνατο, τη ζωή, την αγάπη, τις σχέσεις και την αγωνία της τέχνης, με βάθος και συναίσθημα. Είναι ωστόσο τόσο σύνθετη, που κάνει τα προηγούμενα σενάριά του («Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», «Adaptation») να μοιάζουν με σχολικές παραστάσεις.

Χωρίς… κριτικούς

Το συμπέρασμα που βγαίνει, είναι ότι οι «ποιοτικές» ταινίες προωθούνται στα βραβεία, αλλά δεν υποστηρίζονται στις αίθουσες. Και υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Οπως έγραψε το έγκυρο κινηματογραφικό περιοδικό «Screen», η περιορισμένη εμπορική απήχηση των καλλιτεχνικών ταινιών οφείλεται και στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουν τα Μέσα στην κριτική. Μέσα στα δύο τελευταία χρόνια, περίπου τριάντα Αμερικανοί κριτικοί απολύθηκαν ή αναγκάστηκαν σε αποχώρηση, καθώς πολλά έντυπα κάνοντας περικοπές, προτιμούν να δημοσιεύουν κείμενα κοινής λήψεως από ειδησεογραφικά πρακτορεία. Και αυτά συνήθως προτιμούν τις μεγάλες παραγωγές των στούντιο, αγνοώντας τις καλλιτεχνικές ταινίες, οι οποίες υφίστανται τις συνέπειες της περιορισμένης προβολής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή