Ο Ραβί Σανκάρ μαγεύει ακόμα με το σιτάρ

Ο Ραβί Σανκάρ μαγεύει ακόμα με το σιτάρ

6' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν ο Ραβί Σανκάρ έχει μια αναλλοίωτη ανάμνηση από το φεστιβάλ του Μοντερέι -που έγινε το καλοκαίρι του 1967, στο απόγειο της φήμης του ως μάγου του σιτάρ και γκουρού των σταρ- αυτή είναι του ατυχούς προγραμματισμού. Πριν από αυτόν είχε κανονιστεί να εμφανιστούν οι Τζέφερσον Ερπλέιν, ένα συγκρότημα που το μπαράζ του δυνατού, παλλόμενου ήχου του δεν θα μπορούσε να συγκρούεται περισσότερο με τη δική του καρμική αυτοσυγκράτηση. Και αμέσως μετά εκείνον ήταν κάποιος Τζίμι Χέντριξ, σχετικά άγνωστος τότε, αλλά που ήδη είχε αποκτήσει κάποια φήμη για τα άγρια ντεσιμπέλ της ηλεκτρικής κιθάρας του.

«Πίστευα ότι ήταν εκπληκτικός, αλλά τόσο θορυβώδης», λέει τώρα ο Σανκάρ κουνώντας το κεφάλι του. «Κι έπειτα έκανε εκείνο το φοβερό πράγμα με το όργανό του, όταν έριχνε βενζίνη και έβαζε φωτιά στην κιθάρα του. Ο κόσμος τρελαινόταν τελείως μ’ αυτό. Για μένα όμως το κάψιμο της κιθάρας ήταν η μεγαλύτερη ιεροσυλία. Σηκώθηκα κι έφυγα τρέχοντας. Τους είπα ότι ακόμα κι αν έπρεπε να πληρώσω κάποιο είδος αποζημίωσης για να μην παίξω στο φεστιβάλ, ήμουν πρόθυμος να το κάνω». Η λύση που έδωσαν οι οργανωτές ήταν να παραχωρήσουν στον Σανκάρ τη δική του σκηνή για μια πολύ πιο πολιτισμένη απογευματινή συναυλία, στη διάρκεια της οποίας ο Χέντριξ καθόταν ήσυχα στην πρώτη σειρά.

Στα 88 του χρόνια τώρα, ο Σανκάρ αποχαιρετά την Ευρώπη με μια περιοδεία που κορυφώθηκε στο θέατρο Μπάρμπικαν του Λονδίνου, όπου έπαιξε μια ανθολογία από τις «ράγκα» του μαζί με την κόρη του, την Ανούσκα, που κι αυτή παίζει σιτάρ.

Τον συνάντησα λίγο μετά την άφιξή του στο Λονδίνο, όταν η συναυλία δεν είχε γίνει ακόμα. Γνωρίζοντας από κοντά τον Σανκάρ είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτός ο μικρόσωμος, ευγενής, διακριτικός άνθρωπος υπήρξε ένα τέτοιο αστέρι της αντικουλτούρας. Ο χαιρετισμός του έρχεται με τη μορφή ενός «ναμασκάρ», μιας κομψής, όλο χάρη υπόκλισης, και η φωνή του είναι λίγο πιο δυνατή από ψίθυρο.

Με τον Χάρισον

Πέρασαν 50 χρόνια από τότε που ο Σανκάρ, ήδη διάσημος στην Ινδία, ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, την εποχή ακριβώς που εδραιωνόταν η μανία για την ανατολική φιλοσοφία. Ο Τζον Κέιτζ σέρβιρε «σιωπή ζεν» σε απορημένους ακροατές συναυλιών και ο πρωτοπόρος του χιπισμού Τίμοθι Λίρι υπερασπιζόταν τη χρήση ναρκωτικών ισχυριζόμενος ότι είναι μέλος σε μια μυστηριώδη ινδουιστική σέκτα. Ολοι υποδέχτηκαν τον Σανκάρ με ανοιχτές αγκάλες, από τον Τζον Κολτρέιν που έδωσε στον γιο του το όνομά του μέχρι τον Γεχούντι Μενουχίν. Πολλοί από τους θαυμαστές του τον είδαν σαν πνευματικό δάσκαλο. Και στην πιο φημισμένη περίπτωση, ο Σανκάρ έγινε ο γκουρού που έστρεψε τον Τζορτζ Χάρισον -και κατ’ επέκταση όλους τους Μπιτλς- στην ινδική μουσική, την κουλτούρα και τη φιλοσοφία.

Οταν συνάντησε τον Χάρισον, το 1966, ο Σανκάρ γνώριζε πολύ λίγα για τη μουσική των Μπιτλς και ούτε είχε ακούσει το Norwegian Wood, την πρώτη απόπειρα του Χάρισον να συνθέσει σε σιτάρ. Οι δυο τους όμως τα βρήκαν αμέσως. «Αγαπούσα τον Τζορτζ ως άτομο», λέει ο Σανκάρ. «Του έδωσα το πρώτο του αντίτυπο της «Βιογραφίας ενός Γιόγκι» και από κει ξεκίνησε το ενδιαφέρον του για την ινδική κουλτούρα. Για μένα ήταν κάτι σαν γιος μου». Στην αρχή, ο Σανκάρ χαιρόταν με την προσοχή που είχε προσελκύσει μέσα από αυτή τη σχέση. «Με θαύμαζαν όλοι εκείνοι οι χίπηδες», λέει, «και ήταν υπέροχο να παίζεις στο Μοντερέι και στο Γούντστοκ, μπροστά σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους».

Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε. «Ενιωθα μεγάλη θλίψη για την επιφανειακότητα όλων αυτών, ιδιαίτερα για τις λαθεμένες πληροφορίες που διέδιδαν ο δρ Τίμοθι Λίρι και άλλοι – πως όλοι στην Ινδία έπαιρναν ναρκωτικά».

Μουσική αυθεντία

Η εστίαση στους διάσημους φίλους και θαυμαστές του Σανκάρ, τα χρόνια της «flower power», επισκίαζε πολύ συχνά τη μουσική του αυθεντία. Οπως φαίνεται ακόμα ξεκάθαρα στις συναυλίες του, είναι ένας παίκτης του σιτάρ εκπληκτικής δεξιοτεχνίας, του οποίου το μεταξένιο, ντελικάτο στυλ συχνά κλιμακώνεται σε αυτοσχεδιαστικές εκρήξεις πιο δυναμικές από οποιουδήποτε ροκ κιθαρίστα. Οι συνεργασίες του με τον Μενουχίν -ντουέτα που μοιάζουν λίγο με μονομαχίες Ανατολής – Δύσης- συγκαταλέγονται στις δριμύτερες πολιτιστικές συγχωνεύσεις που έχουν ποτέ ακουστεί.

Υπήρξε μια μεγάλη δύναμη ανανέωσης στην ινδική μουσική. «Εδωσε νέο σχήμα και ορισμό σε αυτό το όργανο στο διάβα του 20ού αιώνα», λέει η κόρη του, η Ανούσκα. «Πρόσθεσε την μπάσα χορδή, που τώρα είναι κάτι συνηθισμένο. Δημιούργησε ένα σύγχρονο σύστημα γραφής για την ινδική μουσική. Ο μουσικός που παίζει τάμπλα ποτέ δεν ήταν σημαντικός μέχρι που ο πατέρας μου έδωσε κεντρική θέση στα κρουστά. Μεγάλο μέρος αυτού που ο κόσμος σήμερα θεωρεί ινδική μουσική μπορεί να αναχθεί σ’ αυτόν».

Γεννημένος το 1920 στην ιερή πόλη του Μπεναρές, στις όχθες του Γάγγη, ο Σανκάρ άρχισε τη σταδιοδρομία του στα 10 του χρόνια, γυρίζοντας τον κόσμο με τη χορευτική ομάδα του αδελφού του, Ουντάι – του πρώτου που έφερε τον παραδοσιακό ινδικό χορό στη Δύση. Ο Σανκάρ μπορεί να κατέληγε χορευτής, αν δεν ήταν ο σπουδαίος ερμηνευτής σιτάρ Ουστάντ Αλαουντίν Χαν, ο οποίος έπαιζε με την ομάδα. Οταν οι περιοδείες σταμάτησαν λόγω του πολέμου, ο Σανκάρ πέρασε επτά χρόνια μελετώντας σιτάρ με τον Χαν σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της βόρειας Ινδίας, πριν βγει στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές του ’50 για να γίνει ένας από τους πιο διάσημους μουσικούς στην πατρίδα του.

Γρήγορα ξεκίνησε τις περιπλανήσεις του προς τα δυτικά. Ξεκινώντας από μικρά θέατρα της ΕΣΣΔ, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας, σύντομα έφτασε να γεμίζει ασφυκτικά το Κάρνεγκι Χολ και το Αλμπερτ Χολ. Ο Κολτρέιν τον πλησίασε για να του ζητήσει να του κάνει μαθήματα και άρχισε να ενσωματώνει ινδικά όργανα στην τζαζ του. «Ηταν έτοιμος να έρθει να μελετήσει κοντά μου για έξι εβδομάδες, όταν πέθανε, το 1967» λέει ο Σανκάρ.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Σανκάρ άρχισε να αποστασιοποιείται από το κίνημα των χίπηδων – αν και φαίνεται πως δεν ήταν προθυμος να εγκαταλείψει μια από τις κύριες αρχές του: αυτή του ελεύθερου έρωτα.

Η Νόρα και η Ανούσκα

Η «άτακτη» προσωπική ζωή του είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει δύο κόρες: Τη Νόρα το 1979, με την Αμερικανίδα παραγωγό συναυλιών Σου Τζόουνς, και την Ανούσκα, το 1981, με τη σημερινή του σύζυγο, Σουκάνια Ραγιάν. Ολα αυτά απέκτησαν ειδησεογραφική αξία όταν η Νόρα Τζόουνς γνώρισε μεγάλη επιτυχία το 2002 με το πρώτο της άλμπουμ -Come Away With Me- και παρέλειψε να αναφερθεί στον πατέρα της όταν τιμήθηκε με βραβείο Grammy. «Φαντάζομαι πως δεν είμαι ο μόνος σ’ αυτή τη θέση», λέει ο Σανκάρ με λυπημένο ύφος.

Επειτα από χρόνια αποξένωσης, έχει συμφιλιωθεί πλέον με τη Νόρα, ενώ η Ανούσκα έχει γίνει η καλύτερή του μαθήτρια και η ελπίδα του για το μέλλον. «Ναι, τα πράγματα έχουν αλλάξει», λέει. «Κάθομαι τώρα με την Ανούσκα και της προσφέρω καινούργια πράγματα, πληροφορίες που δεν της έδινα προηγουμένως. Είναι κάτι που συμβαίνει με τη δική μας μουσική – δεν σταματάει ποτέ να εξελίσσεται, γιατί δεν είναι γραμμένη ούτε υπάρχουν κανόνες σ’ ένα βιβλίο».

Παρόλο που η τωρινή περιοδεία του έχει τίτλο «Αποχαιρετισμός στην Ευρώπη», ο Σανκάρ δεν δεσμεύεται για το αν θα τον ξαναδούμε να παίζει ή όχι. «Εκανα αρκετές «αποχαιρετιστήριες περιοδείες» τα τελευταία χρόνια», λέει χαμογελώντας. «Ακούγεται σαν διαφημιστικό κόλπο, αλλά δεν είναι. Μ’ αρέσει να παίζω για τον κόσμο. Αλλά τα ταξίδια έχουν γίνει επικίνδυνα – να καθηλώνεσαι στο αεροπλάνο και όλα αυτά. Ας ελπίσουμε λοιπόν αυτή να είναι η τελευταία, αν και μέσα στην καρδιά μου ελπίζω να μην είναι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή