Το κουτί του πατριάρχη

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

G­nter Grass

Die Βox

εκδ. Steidl

Gottingen 2008

Τ ο βιβλίο έχει τίτλο «Το Κουτί» και αρχίζει σαν παραμύθι: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας, που, σε βαθιά γεράματα, κάλεσε κοντά του τους γιους και τις θυγατέρες του…». Θα μπορούσε να ήταν και μία «βιβλική» προσέγγιση του παρελθόντος, από τη σκοπιά όμως των διαδόχων του «πατριάρχη», αφού και το (βιβλικό) Θαδδαίος εμφανίζεται στην ομήγυρη. Το «Κουτί» θα μπορούσε επίσης να διαβαστεί ως συνέχεια του «Καθαρίζοντας το κρεμμύδι», περισσότερο όμως σαν ξεφύλλισμα ενός οικογενειακού άλμπουμ, από φωτογραφίες που τράβηξε το «κουτί» της Μαρία Ράμα, που «ανήκε από την αρχή στην οικογένεια», μία φωτογραφική μηχανή μάρκας Agfa, ένα black box των αναμνήσεων του πατριάρχη. Ο νομπελίστας σηκώνει τη «ζελατίνα του χρόνου» και μας ξεναγεί στο οικογενειακό μουσείο, στην «αίθουσα της τριακονταετίας 1960-1990». Το βιβλίο είναι γραμμένο στη μεικτή γλώσσα, του συγγραφέα και της νεολαιίστικης ιδιολέκτου, ενώ οι εμβόλιμες βινιέττες που κοσμούν (μαζί με την εικόνα του εξωφύλλου) το «Κουτί» κινούνται ανάμεσα στις ασπρόμαυρες εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων του Μεσοπολέμου και τα χαρακτικά του Αλφρεντ Κούμπιν. Ο Γκύντερ Γκρας επιστρέφει στην οικεία του θέση, ως αφηγητής ιστοριών, απαλλαγμένος από κάθε περιττό βάρος του παρελθόντος (του).

Η υποδοχή των κριτικών

Το «Κουτί» κυκλοφόρησε μέσα Αυγούστου, με την «υπόδειξη», οι βιβλιοκριτικές να μη δημοσιευτούν πριν από τις 29.8., ώστε οι αναγνώστες να το «ανοίξουν» ανεπηρέαστοι από τους κριτικούς. Σχεδόν το σύνολο του γερμανικού Τύπου αγνόησε πάντως το ιδιότυπο εμπάργκο, μιλώντας για το «παραμύθι του πασά» (FAZ), για «οικογενειακό μυθιστόρημα» (Welt), για εξομολογήσεις (SZ), αλλά και «οικογενειακά άπλυτα» (Berliner Zeitung). Ο Γκύντερ Γκρας φωτίζει την camera obscura της πατριαρχίας, αποδίδει τιμές στη φωτογράφο Μαρία Ράμα, που τον συνόδεψε όλα αυτά τα χρόνια (η μόνη, που διατηρεί το πραγματικό της όνομα), καθώς αφήνει τα παιδιά (του) να έλθουν σε αυτόν: τους διδύμους Πάτρικ και Γκέοργκ, τη Λάρα («και τα τρία παιδιά πλούτισαν τον υπερπληθυσμό της γης, πριν το χάπι κυκλοφορήσει στο εμπόριο, τα μέτρα προστασίας και ο οικογενειακός προγραμματισμός γίνουν κανόνας και σχέδιο»).

Το «Κουτί», ευθύς εξ αρχής, δεν ενθουσίασε τους κριτικούς, δεν κρύβει κανένα «ένοχο μυστικό» κι ούτε σαρώνει τις λίστες των bestsellers (πρόσφατα, 16ο στη λίστα του Σπήγκελ, που το χαρακτήρισε ως «ένα από τα πιο αδύναμα βιβλία» του νομπελίστα). Ο ογδοντάχρονος πλέον Γκρας, έχει κανείς την αίσθηση ότι, ενδιαφέρεται περισσότερο στο να επιχρωματίσει την υστεροφημία, αφήνοντας τα παιδιά (του) να «μπογιατίσουν» τις εικόνες, βάζοντας όμως ο ίδιος τις τελευταίες πινελιές («Και μετά πρέπει όλα να γίνουν σύμφωνα με τις οδηγίες του μπαμπά», φωνάζει η Νάνα. «Κι εμένα, μού βάζει λόγια στο στόμα, που με τίποτα δεν είναι δικά μου», διαμαρτύρεται ο Τάντελ»)· εξάλλου, τα πραγματικά παιδιά του συγγραφέα παίζουν κρυφτό με τους λογοτεχνικούς «σωσίες» τους. Η πατρική φροντίδα συχνά μεταπηδάει στην πατριαρχική δεσποτεία: η ηλικία το δικαιολογεί, η συγγραφική ιδιότητα το επιβάλλει, η ειρωνεία και το χιούμορ (χαρακτηριστικά του συγγραφέα) το διευκολύνουν.

Εκκρεμότητες

Το «Κουτί» του πατριάρχη φέρνει κάτι από τα παλιά «μαγικά κουτιά», απ’ όπου ξεπεταγόταν ένας φασουλής και ταλαντευόταν πάνω σε ένα ελατήριο, ξαφνιάζοντας και διασκεδάζοντας πρόσκαιρα την παιδική αφέλεια. Ο παντεπόπτης συγγραφέας-πατέρας, η παιδική αφέλεια, οι εφηβικές ανησυχίες, η νεανική ιδιόλεκτος, η οικογενειακή καθημερινότητα, αποτυπώνονται στις σελίδες του βιβλίου, καθώς ο πατριάρχης τακτοποιεί τα του οίκου του. Παράλληλα, ο Γκρας αποτίει φόρο τιμής στην προσωπική του φωτογράφο, αλλά και στην ιστορία της φωτογραφίας, στη γερμανική, μεταπολεμική εκδοχή της, όπως (εμμέσως πλην σαφώς) και στις γυναίκες -συντρόφους και συζύγους του-, που τού χάρισαν αυτό το «τσούρμο».

Μέσα από το ξεφύλλισμα του «οικογενειακού άλμπουμ» και με φόντο την περίοδο 1960-1990, προβάλλουν με αδρές πινελιές, η Γερμανία, η βιογραφία του Γκρας, τα πρόσωπα, τα βιβλία, οι πόλεις, τα σπίτια, οι οικογενειακές στιγμές, με γαλήνη, αλλά και ανακατωσούρες, που προκαλούν αναταράξεις, συνήθως μετά από κάποιο πατρικό «στραβοπάτημα». Τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι αναπολήσεις, όλα φυλάχτηκαν με φροντίδα στο «Κουτί», που, ως φωτογραφική μηχανή, διαθέτει και «μαγικές ιδιότητες». Ο πατρικός τόνος, η υποχώρηση του πολιτικού υπέρ του ιδιωτικού, ίσως και κάποια ψήγματα ναρκισσισμού, προσδιορίζουν το εγχείρημα και καθιστούν το «Κουτί» ένα άνισο βιβλίο: γλαφυρό, ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες, κι όμως προβλέψιμο. Γραμμένο με νοσταλγική διάθεση, αλλά και αυταρέσκεια, κι ίσως γι’ αυτό μισοάδειο. O «ετεροθαλής» Οσκαρ Μάτσερατ δεν έχει κανένα λόγο να ζηλέψει τα «αδέλφια» του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή